μειλίσσω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καταπραΰνω]]). Ἀπό ρίζα μειλ-. Ἴσως νά [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[μέλι]].<br><b>Παράγωγα:</b> τά [[μείλια]] (=αὐτά πού ἐξευμενίζουν κάποιον), [[μείλιγμα]], [[μειλικτήριος]], [[μειλικτικός]], [[μειλικτός]], [[ἀμείλικτος]], [[δυσμείλικτος]], [[μείλιξις]], [[μειλιχία]] (=πραότητα), [[μειλίχιος]] (=πράος), [[μείλιχος]] (=[[ἤπιος]]).
|mantxt=(=[[καταπραΰνω]]). Ἀπό ρίζα μειλ-. Ἴσως νά [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[μέλι]].<br><b>Παράγωγα:</b> τά [[μείλια]] (=αὐτά πού ἐξευμενίζουν κάποιον), [[μείλιγμα]], [[μειλικτήριος]], [[μειλικτικός]], [[μειλικτός]], [[ἀμείλικτος]], [[δυσμείλικτος]], [[μείλιξις]], [[μειλιχία]] (=[[πραότητα]]), [[μειλίχιος]] (=[[πράος]]), [[μείλιχος]] (=[[ἤπιος]]).
}}
}}