σκέλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ξεραίνω, στεγνώνω). Θέμα σκελ + j + ω → [[σκέλλω]]. Μέ μετάθεση σκελ → σκλε → σκλη.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀσκελής]] (=κουρασμένος ἀπό τίς ταλαιπωρίες), [[περισκελής]] (=[[σκληρός]], [[ἰσχυρογνώμων]]), [[σκελετός]], [[σκελιφρός]] (=[[ξερός]], [[ἀδύνατος]]), [[σκληρός]], [[σκληφρός]] (=κοκκαλιάρης).
|mantxt=(=ξεραίνω, στεγνώνω). Θέμα σκελ + j + ω → [[σκέλλω]]. Μέ μετάθεση σκελ → σκλε → σκλη.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀσκελής]] (=κουρασμένος ἀπό τίς ταλαιπωρίες), [[περισκελής]] (=[[σκληρός]], [[ἰσχυρογνώμων]]), [[σκελετός]], [[σκελιφρός]] (=[[ξερός]], [[ἀδύνατος]]), [[σκληρός]], [[σκληφρός]] (=[[κοκκαλιάρης]]).
}}
}}