πορίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=δένω). Ἀπό τό [[πόρος]] πού παράγεται, ἀπό τό [[περάω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[πορίζω]]: [[πόρισμα]], [[πορισμός]], [[πόριμος]], [[ποριστέον]], [[ποριστής]], [[ποριστικός]], [[ποριστός]], [[βιοποριστικός]].
|mantxt=(=[[δένω]]). Ἀπό τό [[πόρος]] πού παράγεται, ἀπό τό [[περάω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[πορίζω]]: [[πόρισμα]], [[πορισμός]], [[πόριμος]], [[ποριστέον]], [[ποριστής]], [[ποριστικός]], [[ποριστός]], [[βιοποριστικός]].
}}
}}