σήπω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 , $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=σαπίζω) καί μέσο σήπομαι, παρακ. [[σέσηπα]]. Ἀπό ρίζα σϝαπ. Θέμα σήπ + ω → [[σήπω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σαθρός]] (=αὐτός πού φθείρεται ἀπό τήν πολύχρονη χρήση), [[σαθρότης]], [[σαθρόω]], [[σαπρός]] (=σάπιος, παλιός), [[σαπρία]] (=σαπίλα), [[σαπρίζω]], [[σηπεδών]], [[σηπτικός]], ἀντισηπτικός, [[σηπτός]], [[ἄσηπτος]], σήψ (σηπός) (=[[ἕλκος]]), [[σῆψις]].
|mantxt=(=[[σαπίζω]]) καί μέσο σήπομαι, παρακ. [[σέσηπα]]. Ἀπό ρίζα σϝαπ. Θέμα σήπ + ω → [[σήπω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σαθρός]] (=αὐτός πού φθείρεται ἀπό τήν πολύχρονη χρήση), [[σαθρότης]], [[σαθρόω]], [[σαπρός]] (=σάπιος, παλιός), [[σαπρία]] (=[[σαπίλα]]), [[σαπρίζω]], [[σηπεδών]], [[σηπτικός]], ἀντισηπτικός, [[σηπτός]], [[ἄσηπτος]], σήψ (σηπός) (=[[ἕλκος]]), [[σῆψις]].
}}
}}