3,274,159
edits
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ἤ χρήομαι (=χρῶμαι =μεταχειρίζομαι). Γιά τό [[χράω]] (3) ρίζα ϝρα- ἤ ϝρε- ἤ ἡ ριζική σημ. τοῦ [[χρή]] (=νά δίνει κανείς ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο). Ἡ ἴδια ρίζα καί γιά τό χρήομαι χρῶμαι. Παράγωγα τοῦ χρήω-ῶ (3): [[χρησμός]], [[χρησμολόγος]], [[χρησμῳδός]], [[χρησμῳδία]], χρησμῳδῶ, [[χρηστήρ]], [[χρηστηριάζω]] (=[[προφητεύω]]), [[χρηστήριον]] (=[[μαντεῖο]]), [[χρηστήριος]] (=[[μαντικός]]), [[χρήστης]] (=[[προφήτης]]), [[Πυθοχρήστης]], [[Πυθόχρηστος]], [[χρήστωρ]], ἀποχρῶν (=[[ἀρκετός]], [[σοβαρός]]), [[ἀποχρώντως]] (=[[ἀρκετά]]), [[χρῄζω]] (=[[χρησμοδοτῶ]]), [[χρεών]], [[χρή]]. Παράγωγα τοῦ χρήομαι χρῶμαι: [[χρεία]] (=[[χρήση]], [[κέρδος]], [[ἀνάγκη]]), [[χρέος]], [[χρεώ]] -[[χρειώ]] (=[[ἀνάγκη]]), χρεωστῶ, [[χρεώστης]], [[χρῄζω]] (=[[ἔχω]] [[ἀνάγκη]]), [[ἀχρεῖος]], [[χρῆμα]] (=[[πράγμα]], [[ὑπόθεση]], λεφτά), [[χρηματίζω]], [[χρήσιμος]], [[χρησιμότης]], [[χρησιμεύω]], [[χρῆσις]], [[κατάχρησις]], [[χρηστέον]], [[καταχρηστέον]], [[προσχρηστέον]], [[χρήστης]] (=αὐτός πού δανείζεται, [[ὀφειλέτης]]), [[χρηστικός]], [[καταχρηστικός]], [[χρηστήριος]] (=[[χρήσιμος]]), [[χρηστός]] (=[[ὠφέλιμος]], [[καλός]], [[γενναῖος]]), [[χρηστότης]] (=[[καλοσύνη]], [[τιμιότητα]]), [[ἄχρηστος]], [[δύσχρηστος]], [[εὔχρηστος]], [[πάγχρηστος]]. | |mantxt=ἤ χρήομαι (=χρῶμαι =μεταχειρίζομαι). Γιά τό [[χράω]] (3) ρίζα ϝρα- ἤ ϝρε- ἤ ἡ ριζική σημ. τοῦ [[χρή]] (=νά δίνει κανείς ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο). Ἡ ἴδια ρίζα καί γιά τό χρήομαι χρῶμαι. Παράγωγα τοῦ χρήω-ῶ (3): [[χρησμός]], [[χρησμολόγος]], [[χρησμῳδός]], [[χρησμῳδία]], χρησμῳδῶ, [[χρηστήρ]], [[χρηστηριάζω]] (=[[προφητεύω]]), [[χρηστήριον]] (=[[μαντεῖο]]), [[χρηστήριος]] (=[[μαντικός]]), [[χρήστης]] (=[[προφήτης]]), [[Πυθοχρήστης]], [[Πυθόχρηστος]], [[χρήστωρ]], ἀποχρῶν (=[[ἀρκετός]], [[σοβαρός]]), [[ἀποχρώντως]] (=[[ἀρκετά]]), [[χρῄζω]] (=[[χρησμοδοτῶ]]), [[χρεών]], [[χρή]]. Παράγωγα τοῦ χρήομαι χρῶμαι: [[χρεία]] (=[[χρήση]], [[κέρδος]], [[ἀνάγκη]]), [[χρέος]], [[χρεώ]] -[[χρειώ]] (=[[ἀνάγκη]]), χρεωστῶ, [[χρεώστης]], [[χρῄζω]] (=[[ἔχω]] [[ἀνάγκη]]), [[ἀχρεῖος]], [[χρῆμα]] (=[[πράγμα]], [[ὑπόθεση]], [[λεφτά]]), [[χρηματίζω]], [[χρήσιμος]], [[χρησιμότης]], [[χρησιμεύω]], [[χρῆσις]], [[κατάχρησις]], [[χρηστέον]], [[καταχρηστέον]], [[προσχρηστέον]], [[χρήστης]] (=αὐτός πού δανείζεται, [[ὀφειλέτης]]), [[χρηστικός]], [[καταχρηστικός]], [[χρηστήριος]] (=[[χρήσιμος]]), [[χρηστός]] (=[[ὠφέλιμος]], [[καλός]], [[γενναῖος]]), [[χρηστότης]] (=[[καλοσύνη]], [[τιμιότητα]]), [[ἄχρηστος]], [[δύσχρηστος]], [[εὔχρηστος]], [[πάγχρηστος]]. | ||
}} | }} |