δίπλαξ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' "
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=di/plac
|Beta Code=di/plac
|Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[in double folds]] or [[in double layers]], δημός Il.23.243: generally, [[twofold]], [[double]], [[θεσμός]] Orph.Fr.247.37.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[δίπλαξ]], ἡ, [[double-folded mantle]], Il.3.126, Od.19.241, Lyd.Mag.1.17: dat. pl. διπλάκεσσιν dub. l. in A.Pers.277 (lyr.).
|Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[in double folds]] or [[in double layers]], δημός Il.23.243: generally, [[twofold]], [[double]], [[θεσμός]] Orph.Fr.247.37.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[δίπλαξ]], ἡ, [[double-folded mantle]], Il.3.126, Od.19.241, Lyd.Mag.1.17: dat. pl. διπλάκεσσιν dub. l. in A.Pers.277 (lyr.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ᾰκος<br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. dat. -κεσσιν A.<i>Pers</i>.277]<br /><b class="num">1</b> [[dispuesto en dos capas]] y por ext. [[doble]] [[δημός]] <i>Il</i>.23.243, Nonn.<i>D</i>.37.92, [[λώπη]] Theoc.25.254, φλοιῶτιν ... σκέπην ref. a la [[muralla]] de [[madera]] de la [[acrópolis]] ateniense, Lyc.1422, [[θεσμός]] Orph.<i>Fr</i>.247.37, [[ὕμνος]] por estar compuesto en dos ritmos <i>Lyr.Alex.Adesp.SHell</i>.990.2 (dud.), καθάπτετε δίπλακα σειρήν <i>AP</i> 3.7, μίτρη Nonn.<i>D</i>.9.130.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ δ. [[manto doble]], <i>Il</i>.3.126, <i>Od</i>.19.241, A.<i>Pers</i>.277, A.R.1.326, 1.722, Lyd.<i>Mag</i>.1.17, Nonn.<i>D</i>.24.316, Eust.393.3, propio de los cínicos <i>AP</i> 7.413 (Antip.Sid.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de δι(σ)- y de [[πλάξ]] (cf. lat. <i>du-plex</i>), este último quizá de la r. de πλέκω en grado ø. ¿O de [[πλάξ]] ‘[[superficie]]’? ¿O de [[πληγή]] ‘[[golpe]]’?
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0639.png Seite 639]] ακος, [[doppelt zusammengelegt]], aus zwei Lagen bestehend; vielleicht verwandt mit [[πλέκω]], vgl. Latein. duplex, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 134. Bei Homer fünfmal: Iliad. 23, 243 δίπλακι δημῷ Versende und vs. 253 δίπλακα δημόν Versende; substantivisch ἡ [[δίπλαξ]], ein Mantel, den man doppelt umnehmen kann, Doppelmantel, accusat. δίπλακα πορφυρέην Iliad. 3, 126. 22, 441 Odyss. 19, 241. Da es Iliad. 3, 126 heißt ἡ δὲ μέγαν ἱστὸν ὕφαινεν, δίπλακα πορφυρέην, πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους Τρώων θ' ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων und Iliad. 22, 441 ἥ γ' ἱστὸν ὕφαινε – δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ [[θρόνα]] ποικίλ' ἔπασσεν, so hielten Einige [[δίπλαξ]] für Bezeichnung eines Gewandes mit doppeltem oder doppelfarbigem Einschlag, eines buntgewirkten Mantels; beide Erklärungen neben einander in einem Schol. Iliad. 3, 126, δ ίπλα κα: διπλοΐδα χλαῖναν, οἱ δὲ δίμιτον χλαῖναν. Aristarch hielt die erste Erklärung für richtig. Scholl. Aristonic. Iliad. 3, 126 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι παραλέλειπται τὸ κύριον, ἡ [[χλαῖνα]]. λέγει δὲ δίπλακα χλαῖναν ἣν ἔστι διπλῆν ἀμφιέσασθαι; vgl. Schol. Iliad. 22, 441 [[δίπλακα]]: διπλοΐδα, ἣν οἷόν τε διπλῆν περιβαλέσθαι und Lehrs Anm. in Friedländers Aristonicus zu Iliad 3, 126. – Antp. Th. 82 (VII, 413) nominat. [[δίπλαξ]]; Orph. frgm. 2, 57 δίπλακα θεσμόν; Aesch. Pers. 277 πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσιν sehr verschieden erklärt, s. die Ausleger, vielleicht am Einfachsten von den Mänteln zu verstehn, in denen die Leichen der Perser auf dem Meere treiben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0639.png Seite 639]] ακος, [[doppelt zusammengelegt]], aus zwei Lagen bestehend; vielleicht verwandt mit [[πλέκω]], vgl. Latein. duplex, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 134. Bei Homer fünfmal: Iliad. 23, 243 δίπλακι δημῷ Versende und vs. 253 δίπλακα δημόν Versende; substantivisch ἡ [[δίπλαξ]], ein Mantel, den man doppelt umnehmen kann, Doppelmantel, accusat. δίπλακα πορφυρέην Iliad. 3, 126. 22, 441 Odyss. 19, 241. Da es Iliad. 3, 126 heißt ἡ δὲ μέγαν ἱστὸν ὕφαινεν, δίπλακα πορφυρέην, πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους Τρώων θ' ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων und Iliad. 22, 441 ἥ γ' ἱστὸν ὕφαινε – δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ [[θρόνα]] ποικίλ' ἔπασσεν, so hielten Einige [[δίπλαξ]] für Bezeichnung eines Gewandes mit doppeltem oder doppelfarbigem Einschlag, eines buntgewirkten Mantels; beide Erklärungen neben einander in einem Schol. Iliad. 3, 126, δ ίπλα κα: διπλοΐδα χλαῖναν, οἱ δὲ δίμιτον χλαῖναν. Aristarch hielt die erste Erklärung für richtig. Scholl. Aristonic. Iliad. 3, 126 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι παραλέλειπται τὸ κύριον, ἡ [[χλαῖνα]]. λέγει δὲ δίπλακα χλαῖναν ἣν ἔστι διπλῆν ἀμφιέσασθαι; vgl. Schol. Iliad. 22, 441 [[δίπλακα]]: διπλοΐδα, ἣν οἷόν τε διπλῆν περιβαλέσθαι und Lehrs Anm. in Friedländers Aristonicus zu Iliad 3, 126. – Antp. Th. 82 (VII, 413) nominat. [[δίπλαξ]]; Orph. frgm. 2, 57 δίπλακα θεσμόν; Aesch. Pers. 277 πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσιν sehr verschieden erklärt, s. die Ausleger, vielleicht am Einfachsten von den Mänteln zu verstehn, in denen die Leichen der Perser auf dem Meere treiben.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> [[double]], [[qui forme deux couches]];<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> (ἡ) :<br /><b>1</b> (<i>s.e.</i> [[χλαῖνα]]) manteau pouvant faire deux fois le tour du corps;<br /><b>2</b> [[planche de vaisseau]].<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[πλέκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίπλαξ:''' ᾰκος adj. [[двойной]], состоящий из двух слоев ([[δημός]] Hom.).<br />ᾰκος ἡ (''[[sc.]]'' [[χλαῖνα]]) двойной (т. е. дважды обертываемый) [[плащ]] Hom., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίπλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, δύο πτυχὰς ἔχων, διπλωμένος, δημὸς Ἰλ. Ψ. 243 (πρβλ. [[δίπτυχος]])· θεσμὸς Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[δίπλαξ]], ἡ, [[χλαῖνα]] διπλωμένη, ὡς τὸ [[διπλῆ]], διπλοῖς, Λατ. duplex laena, Ἰλ. Γ. 126, Ὀδ. Τ. 241· ἢ (κατ’ ἄλλους) [[ποικίλος]], πεποικιλμένος, ὑφασμένος διὰ κλωστῶν διαφόρων χρωμάτων, ἢ μὲ διπλῆν κρόκην ὡς τὸ [[δίμιτος]]. - Ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 277, ὁ Herm. ἑρμηνεύει πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσι, κατὰ τὴν Ὁμηρικὴν σημασίαν ἐπὶ τῶν χλαμύδων τῶν Περσῶν ἐπιπλεουσῶν ἐπὶ τῶν κυμάτων· ἕτεροι φρονοῦσιν ὅτι δίπλακες [[εἶναι]] σανίδες τοῦ πλοίου (αἵτινες διπλοῦνται ἡ μία ἐπὶ τῆς ἄλλης, πρβλ. [[διπλόη]]), ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.
|lstext='''δίπλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, δύο πτυχὰς ἔχων, διπλωμένος, δημὸς Ἰλ. Ψ. 243 (πρβλ. [[δίπτυχος]])· θεσμὸς Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[δίπλαξ]], ἡ, [[χλαῖνα]] διπλωμένη, ὡς τὸ [[διπλῆ]], διπλοῖς, Λατ. duplex laena, Ἰλ. Γ. 126, Ὀδ. Τ. 241· ἢ (κατ’ ἄλλους) [[ποικίλος]], πεποικιλμένος, ὑφασμένος διὰ κλωστῶν διαφόρων χρωμάτων, ἢ μὲ διπλῆν κρόκην ὡς τὸ [[δίμιτος]]. - Ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 277, ὁ Herm. ἑρμηνεύει πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσι, κατὰ τὴν Ὁμηρικὴν σημασίαν ἐπὶ τῶν χλαμύδων τῶν Περσῶν ἐπιπλεουσῶν ἐπὶ τῶν κυμάτων· ἕτεροι φρονοῦσιν ὅτι δίπλακες [[εἶναι]] σανίδες τοῦ πλοίου (αἵτινες διπλοῦνται ἡ μία ἐπὶ τῆς ἄλλης, πρβλ. [[διπλόη]]), ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> double, qui forme deux couches;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> (ἡ) :<br /><b>1</b> (<i>s.e.</i> [[χλαῖνα]]) manteau pouvant faire deux fois le tour du corps;<br /><b>2</b> planche de vaisseau.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[πλέκω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ακος ([[πλέκω]]): [[doubled]], [[laid double]], [[δημός]], Il. 23.243; as subst., sc. [[χλαῖνα]], [[double]] [[mantle]], Il. 3.126.
|auten=ακος ([[πλέκω]]): [[doubled]], [[laid double]], [[δημός]], Il. 23.243; as subst., ''[[sc.]]'' [[χλαῖνα]], [[double]] [[mantle]], Il. 3.126.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ᾰκος<br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. dat. -κεσσιν A.<i>Pers</i>.277]<br /><b class="num">1</b> [[dispuesto en dos capas]] y por ext. [[doble]] [[δημός]] <i>Il</i>.23.243, Nonn.<i>D</i>.37.92, [[λώπη]] Theoc.25.254, φλοιῶτιν ... σκέπην ref. a la [[muralla]] de [[madera]] de la [[acrópolis]] ateniense, Lyc.1422, [[θεσμός]] Orph.<i>Fr</i>.247.37, [[ὕμνος]] por estar compuesto en dos ritmos <i>Lyr.Alex.Adesp.SHell</i>.990.2 (dud.), καθάπτετε δίπλακα σειρήν <i>AP</i> 3.7, μίτρη Nonn.<i>D</i>.9.130.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ δ. [[manto doble]], <i>Il</i>.3.126, <i>Od</i>.19.241, A.<i>Pers</i>.277, A.R.1.326, 1.722, Lyd.<i>Mag</i>.1.17, Nonn.<i>D</i>.24.316, Eust.393.3, propio de los cínicos <i>AP</i> 7.413 (Antip.Sid.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de δι(σ)- y de [[πλάξ]] (cf. lat. <i>du-plex</i>), este último quizá de la r. de πλέκω en grado ø. ¿O de [[πλάξ]] ‘[[superficie]]’? ¿O de [[πληγή]] ‘[[golpe]]’?
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίπλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[δύο]] πτυχές, [[δίπτυχος]], διπλωμένος, αυτός που έχει διπλές πτυχώσεις, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[δίπλαξ]], <i>ἡ</i>, [[μανδύας]], [[χλαίνη]] διπλωμένη, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., σανίδες πλοίου (διπλωμένη η [[μία]] πάνω από την [[άλλη]]), σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δίπλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[δύο]] πτυχές, [[δίπτυχος]], διπλωμένος, αυτός που έχει διπλές πτυχώσεις, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[δίπλαξ]], <i>ἡ</i>, [[μανδύας]], [[χλαίνη]] διπλωμένη, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., σανίδες πλοίου (διπλωμένη η [[μία]] πάνω από την [[άλλη]]), σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίπλαξ:''' ᾰκος adj. [[двойной]], состоящий из двух слоев ([[δημός]] Hom.).<br />ᾰκος ἡ (sc. [[χλαῖνα]]) двойной (т. е. дважды обертываемый) [[плащ]] Hom., Anth.
}}
}}
{{etym
{{etym