ἄμητος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' "
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amitos
|Transliteration C=amitos
|Beta Code=a)/mhtos
|Beta Code=a)/mhtos
|Definition=ὁ, ([[ἀμάω]]) [[reaping]], [[harvesting]], ''Il.'' 19.223.<br><b class="num">2.</b> [[harvest]], [[harvest-time]], Hes. ''Op.'' 384, 575, Hdt. 2.14, 4.42, Hp. ''Epid.'' 6.8.19, Thphr. ''HP'' 3.4.4, ARh. 3.418, etc.<br><b class="num">ΙI</b>. [[crop]], [[harvest gathered in]], or [[field when reaped]], DP. 194, Arat. 1097; with another ''Subst.'', [[ληΐοιο]] [[ἀμήτοιο]] Opp. ''C.'' 1.527; ''metaph'', of a beard, ''AP'' 11.368 (Jul.).<br><b class="num"></b>(Gramm. distinguish [[ἄμητος]] i from [[ἀμητός]] ii, the latter being regarded as ''Adj.'' (sc. [[σῖτος]]), cf. Hdn. ''Gr.'' 1.220, but Ammon. reverses the distinction.)
|Definition=ὁ, ([[ἀμάω]]) [[reaping]], [[harvesting]], ''Il.'' 19.223.<br><b class="num">2.</b> [[harvest]], [[harvest time]], Hes. ''Op.'' 384, 575, Hdt. 2.14, 4.42, Hp. ''Epid.'' 6.8.19, Thphr. ''HP'' 3.4.4, ARh. 3.418, etc.<br><b class="num">ΙI</b>. [[crop]], [[harvest gathered in]], or [[field when reaped]], DP. 194, Arat. 1097; with another ''Subst.'', [[ληΐοιο]] [[ἀμήτοιο]] Opp. ''C.'' 1.527; ''metaph'', of a [[beard]], ''AP'' 11.368 (Jul.).<br><b class="num"></b>(Gramm. distinguish [[ἄμητος]] i from [[ἀμητός]] ii, the latter being regarded as ''Adj.'' (''[[sc.]]'' [[σῖτος]]), cf. Hdn. ''Gr.'' 1.220, but Ammon. reverses the distinction.)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀμητός Hp.<i>Epid</i>.6.8.19, Thphr.<i>HP</i> 3.4.4, [[ἄμητος]] καὶ ἀμητὸς διαφέρει. [[ἄμητος]] μὲν ... σημαίνει αὐτὰ τὰ θερίσματα, τοῦτ' ἔστι τὸν καρπόν· ὀξυτόνως δὲ ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ Ammon.<i>Diff</i>.38, pero cf. Hdn.Gr.1.220<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br /><b class="num">1</b> [[siega]] ὥρῃ ἐν ἀμήτου, ὅτε τ' ἠέλιος χρόα κάρφει Hes.<i>Op</i>.575, cf. 384, δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R.3.418, ἐν ἀμητῷ Str.1.2.4, οὐκ ἔσται [[ἀροτρίασις]] οὐδὲ ἄ. [[LXX]] <i>Ge</i>.45.6, cf. 4<i>Re</i>.19.29, <i>Is</i>.18.4, πρὸς ἄμητον ἤδη τῶν καρπῶν ἀκμαζόντων I.<i>AI</i> 5.295, cf. 2.83, ἀμητὸς ἐλπίδων πλήρης Babr.11.7 (ap. crít., pero cf. 3).<br /><b class="num">2</b> c. verbos de ‘[[esperar]]’, giros preposicionales temp. o gen. abs. [[tiempo de la siega]] τὸν ἄμητον ... μένει Hdt.2.14, μένεσκον τὸν ἄ. Hdt.4.42, ἀμφὶ ἀμητόν Hp.<i>Epid</i>.6.8.19, ἀμήτου δὲ γενομένου I.<i>AI</i> 5.324, ἀμήτου ... ἀποφανέντος I.<i>AI</i> 15.312, ἐν ἀμητῷ Sm.<i>Pr</i>.6.8, 10.5.<br /><b class="num">3</b> [[cosecha]] πλείστην μὲν καλάμην ... [[ἄμητος]] δ' ὀλίγιστος <i>Il</i>.19.223, τέρμινθος δὲ περὶ πυροῦ ἀμητὸν ... ἀποδίδωσι Thphr.<i>HP</i> 3.4.4, περιδείδιε δ' αἰνῶς ἀμητῷ Arat.1097, cf. 1061, ἐὰν δὲ ἀμήσῃς ἀμητόν [[LXX]] <i>De</i>.24.19, νήιδες ἀσταχύων καὶ ἀπευθέες ἀμήτοιο D.P.194, (γενηματοφύλακες) οἱ διατηρήσουσιν τὸν ... ἀμητόν <i>PSI</i> 490.7 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>como adj. οἵη δ' ἐκ ληΐοιο φέρει θέρος ἀμητοῖο Opp.<i>C</i>.1.527<br /><b class="num">•</b>fig. ἄμητον βίου καλὸν καὶ εὐδαίμονα ἐκκαρπώσονται Max.Tyr.5.8, [[ἄμητος]] ... ἰχθύων Ael.<i>NA</i> 10.43, [[ἄρσενος]] ἀμητοῖο θαλύσιον Nonn.<i>D</i>.25.316, ἀμητὸς πολύς ἐστι τεὴν κατὰ δάσκιον ὄψιν de la barba <i>AP</i> 11.368 (Iul.Antec.).<br /><b class="num">4</b> [[rastrojera]] Al.<i>Le</i>.25.5.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. 1 [[ἀμάω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0123.png Seite 123]] ὁ ([[ἀμάω]]), 1) das Abmähen, die Erndte, Erndtezeit; Hom. einmal, Iliad. 19, 223 φυλόπιδος, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν, [[ἄμητος]] δ' [[ὀλίγιστος]], ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα [[Ζεύς]], Viele fallen, in kurzer Zeit; – Hes. O. 575 ὥρῃ ἐν ἀμήτου, 384 ἄρχεσθ' ἀμήτου; Her. 2, 14. 4, 42. – 2) ἀμητός, eigtl. adj. verb. von [[ἀμάω]], die eingeerndtete Frucht, Arat. Dios. 1097 (κενεὸς καὶ ἀχυρμιός), Opp. Cyn. 527; Iul. Ant. 2 (XI, 368) ἀμητος [[πολύς]] ἐστιν, es ist viel zu erndten. Vgl. über den Accentunterschied Spitzner zur ll. exc. XXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0123.png Seite 123]] ὁ ([[ἀμάω]]), 1) das Abmähen, die Erndte, Erndtezeit; Hom. einmal, Iliad. 19, 223 φυλόπιδος, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν, [[ἄμητος]] δ' [[ὀλίγιστος]], ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα [[Ζεύς]], Viele fallen, in kurzer Zeit; – Hes. O. 575 ὥρῃ ἐν ἀμήτου, 384 ἄρχεσθ' ἀμήτου; Her. 2, 14. 4, 42. – 2) ἀμητός, eigtl. adj. verb. von [[ἀμάω]], die eingeerndtete Frucht, Arat. Dios. 1097 (κενεὸς καὶ ἀχυρμιός), Opp. Cyn. 527; Iul. Ant. 2 (XI, 368) ἀμητος [[πολύς]] ἐστιν, es ist viel zu erndten. Vgl. über den Accentunterschied Spitzner zur ll. exc. XXX.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[moisson]];<br /><b>2</b> [[temps de la moisson]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμητος:''' (ᾱ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[уборка урожая]], [[жатва]] Hes.; перен. [[резня]] Hom.;<br /><b class="num">2</b> [[время жатвы]] Hes., Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμητος''': [ᾱ], ὁ, ([[ἀμάω]]) ὁ [[θερισμός]], Ἰλ. Τ. 223 ([[ἔνθα]] κεῖται μεταφ. ἐπὶ σφαγῆς). 2) [[θέρος]], ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 382, 573, Ἡρόδ. 2. 14, 4. 42 καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς. ΙΙ. ἡ ἐκ τοῦ θερισμοῦ συγκομιδὴ ἢ ὁ ἀγρὸς μετὰ τὸν θερισμόν, Λατ. seges, Διον. Π. 194, Ἄρατ. 1097: καὶ μετ’ ἄλλου οὐσ. ληΐοιο ἀμήτοιο Ὀππ. Κ. Ι. 527: ― μεταφ. ἐπὶ πώγωνος (τὸ τοῦ Σαιξπήρου chin new-reaped, «νεοθέριστο πηγοῦνι»), Ἀνθ. Π. 11. 368. ― Οἱ ἀκριβέστεροι τῶν γραμματικῶν ποιοῦσι διάκρισιν κατὰ τὸν τονισμόν, γράφοντες καὶ εἰς τὰς λέξεις: τρύγητος καὶ [[τρυγητός]], σπόρητος καὶ [[σπορητός]], κτλ. Ἀρκάδ. 81, Ἐτυμολ. Μ. 83, κτλ. ἐνῷ ὁ Ἀμμώνιος λέγει ἀκριβῶς τὸ ἀντίστροφον. Εὔλογος κανὼν φαίνεται ὁ ἑξῆς: ὅτι ἐν τῇ σημασίᾳ Ι. ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] οὐσιαστ., καὶ [[ἑπομένως]] πρέπει νὰ γράφηται [[ἄμητος]]· ἐν δὲ τῇ ΙΙ. [[σημασία]] [[εἶναι]] ἐπίθετον (ὑπακουομένου τοῦ καρπός, [[σῖτος]]) καὶ [[ἑπομένως]] ἀμητός: ἴδε ἐπὶ πᾶσι Spitzn. Excurs XXX, εἰς Ἰλ.
|lstext='''ἄμητος''': [ᾱ], ὁ, ([[ἀμάω]]) ὁ [[θερισμός]], Ἰλ. Τ. 223 ([[ἔνθα]] κεῖται μεταφ. ἐπὶ σφαγῆς). 2) [[θέρος]], ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 382, 573, Ἡρόδ. 2. 14, 4. 42 καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς. ΙΙ. ἡ ἐκ τοῦ θερισμοῦ συγκομιδὴ ἢ ὁ ἀγρὸς μετὰ τὸν θερισμόν, Λατ. seges, Διον. Π. 194, Ἄρατ. 1097: καὶ μετ’ ἄλλου οὐσ. ληΐοιο ἀμήτοιο Ὀππ. Κ. Ι. 527: ― μεταφ. ἐπὶ πώγωνος (τὸ τοῦ Σαιξπήρου chin new-reaped, «νεοθέριστο πηγοῦνι»), Ἀνθ. Π. 11. 368. ― Οἱ ἀκριβέστεροι τῶν γραμματικῶν ποιοῦσι διάκρισιν κατὰ τὸν τονισμόν, γράφοντες καὶ εἰς τὰς λέξεις: τρύγητος καὶ [[τρυγητός]], σπόρητος καὶ [[σπορητός]], κτλ. Ἀρκάδ. 81, Ἐτυμολ. Μ. 83, κτλ. ἐνῷ ὁ Ἀμμώνιος λέγει ἀκριβῶς τὸ ἀντίστροφον. Εὔλογος κανὼν φαίνεται ὁ ἑξῆς: ὅτι ἐν τῇ σημασίᾳ Ι. ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] οὐσιαστ., καὶ [[ἑπομένως]] πρέπει νὰ γράφηται [[ἄμητος]]· ἐν δὲ τῇ ΙΙ. [[σημασία]] [[εἶναι]] ἐπίθετον (ὑπακουομένου τοῦ καρπός, [[σῖτος]]) καὶ [[ἑπομένως]] ἀμητός: ἴδε ἐπὶ πᾶσι Spitzn. Excurs XXX, εἰς Ἰλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> moisson;<br /><b>2</b> temps de la moisson.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ἆμάω): [[reaping]], [[harvest]], metaph., Il. 19.223†.
|auten=(ἆμάω): [[reaping]], [[harvest]], metaph., Il. 19.223†.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀμητός Hp.<i>Epid</i>.6.8.19, Thphr.<i>HP</i> 3.4.4, [[ἄμητος]] καὶ ἀμητὸς διαφέρει. [[ἄμητος]] μὲν ... σημαίνει αὐτὰ τὰ θερίσματα, τοῦτ' ἔστι τὸν καρπόν· ὀξυτόνως δὲ ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ Ammon.<i>Diff</i>.38, pero cf. Hdn.Gr.1.220<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br /><b class="num">1</b> [[siega]] ὥρῃ ἐν ἀμήτου, ὅτε τ' ἠέλιος χρόα κάρφει Hes.<i>Op</i>.575, cf. 384, δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R.3.418, ἐν ἀμητῷ Str.1.2.4, οὐκ ἔσται [[ἀροτρίασις]] οὐδὲ ἄ. LXX <i>Ge</i>.45.6, cf. 4<i>Re</i>.19.29, <i>Is</i>.18.4, πρὸς ἄμητον ἤδη τῶν καρπῶν ἀκμαζόντων I.<i>AI</i> 5.295, cf. 2.83, ἀμητὸς ἐλπίδων πλήρης Babr.11.7 (ap. crít., pero cf. 3).<br /><b class="num">2</b> c. verbos de ‘esperar’, giros preposicionales temp. o gen. abs. [[tiempo de la siega]] τὸν ἄμητον ... μένει Hdt.2.14, μένεσκον τὸν ἄ. Hdt.4.42, ἀμφὶ ἀμητόν Hp.<i>Epid</i>.6.8.19, ἀμήτου δὲ γενομένου I.<i>AI</i> 5.324, ἀμήτου ... ἀποφανέντος I.<i>AI</i> 15.312, ἐν ἀμητῷ Sm.<i>Pr</i>.6.8, 10.5.<br /><b class="num">3</b> [[cosecha]] πλείστην μὲν καλάμην ... [[ἄμητος]] δ' ὀλίγιστος <i>Il</i>.19.223, τέρμινθος δὲ περὶ πυροῦ ἀμητὸν ... ἀποδίδωσι Thphr.<i>HP</i> 3.4.4, περιδείδιε δ' αἰνῶς ἀμητῷ Arat.1097, cf. 1061, ἐὰν δὲ ἀμήσῃς ἀμητόν LXX <i>De</i>.24.19, νήιδες ἀσταχύων καὶ ἀπευθέες ἀμήτοιο D.P.194, (γενηματοφύλακες) οἱ διατηρήσουσιν τὸν ... ἀμητόν <i>PSI</i> 490.7 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>como adj. οἵη δ' ἐκ ληΐοιο φέρει θέρος ἀμητοῖο Opp.<i>C</i>.1.527<br /><b class="num">•</b>fig. ἄμητον βίου καλὸν καὶ εὐδαίμονα ἐκκαρπώσονται Max.Tyr.5.8, [[ἄμητος]] ... ἰχθύων Ael.<i>NA</i> 10.43, [[ἄρσενος]] ἀμητοῖο θαλύσιον Nonn.<i>D</i>.25.316, ἀμητὸς πολύς ἐστι τεὴν κατὰ δάσκιον ὄψιν de la barba <i>AP</i> 11.368 (Iul.Antec.).<br /><b class="num">4</b> [[rastrojera]] Al.<i>Le</i>.25.5.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. 1 [[ἀμάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμητος:''' ή ἀμητός[ᾱ], ὁ ([[ἀμάω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θερισμός]], [[θέρος]], [[συγκομιδή]], [[τρύγος]], σε Ομήρ. Ιλ. (μεταφ. λέγεται για τη [[σφαγή]]).<br /><b class="num">2.</b> [[θερισμός]], η [[εποχή]] του θερισμού, σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σοδειά]] ή [[συγκομιδή]] που θερίστηκε, Λατ. [[seges]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἄμητος:''' ή ἀμητός[ᾱ], ὁ ([[ἀμάω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θερισμός]], [[θέρος]], [[συγκομιδή]], [[τρύγος]], σε Ομήρ. Ιλ. (μεταφ. λέγεται για τη [[σφαγή]]).<br /><b class="num">2.</b> [[θερισμός]], η [[εποχή]] του θερισμού, σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σοδειά]] ή [[συγκομιδή]] που θερίστηκε, Λατ. [[seges]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμητος:''' (ᾱ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> уборка урожая, жатва Hes.; перен. резня Hom.;<br /><b class="num">2)</b> время жатвы Hes., Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀμάω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[reaping]], harvesting, Il. (metaph. of [[slaughter]]).<br /><b class="num">2.</b> [[harvest]], [[harvest]] [[time]], Hes., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> the [[crop]] or [[harvest]] reaped, Lat. [[seges]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἀμάω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[reaping]], harvesting, Il. (metaph. of [[slaughter]]).<br /><b class="num">2.</b> [[harvest]], [[harvest]] [[time]], Hes., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> the [[crop]] or [[harvest]] reaped, Lat. [[seges]], Anth.
}}
}}