τένων: Difference between revisions

199 bytes added ,  6 December 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , .<br")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1091.png Seite 1091]] οντος, ὁ, eigtl. jedes straffe, angespannte Band; bes. von den Gliederbändern des menschlichen und thierischen Leibes, Sehne, Flechse; bei Hom. am häufigsten von den beiden starken Sehnen des Nackens, ἀμφοτέρω δὲ τένοντε [[λᾶας]] ἀπηλοίησεν, Il. 4, 521; [[ἄμφω]] ῥῆξε τένοντε, 5, 307, u. öfter, vgl. 16, 587; αὐχένιοι, das Genick, Od. 3, 449; ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, Il. 20, 478; ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, 22, 396; Hes. Sc. 419; πτέρναι τενόντων θ' ὑπογραφαί, Aesch. Ch. 207, Eur. Phoen. 42 Bacch. 936; dah. übertr., τὸν τένοντα τοῦ ἀλιτηρίου καταπάτει, Luc. Cat. 19. – Auch wie [[αὐχήν]], ein schmaler Landstrich, Jac. A. P. p. 47; Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1091.png Seite 1091]] οντος, ὁ, eigtl. jedes straffe, angespannte Band; bes. von den Gliederbändern des menschlichen und thierischen Leibes, Sehne, Flechse; bei Hom. am häufigsten von den beiden starken Sehnen des Nackens, ἀμφοτέρω δὲ τένοντε [[λᾶας]] ἀπηλοίησεν, Il. 4, 521; [[ἄμφω]] ῥῆξε τένοντε, 5, 307, u. öfter, vgl. 16, 587; αὐχένιοι, das Genick, Od. 3, 449; ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, Il. 20, 478; ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, 22, 396; Hes. Sc. 419; πτέρναι τενόντων θ' ὑπογραφαί, Aesch. Ch. 207, Eur. Phoen. 42 Bacch. 936; dah. übertr., τὸν τένοντα τοῦ ἀλιτηρίου καταπάτει, Luc. Cat. 19. – Auch wie [[αὐχήν]], ein schmaler Landstrich, Jac. A. P. p. 47; Nonn.
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br /><i>litt.</i> [[tendon]], [[muscle allongé]].<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τένων:''' οντος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[сухожилие]], [[жила]]: τένοντες αὐχένιοι Hom. шейные сухожилия;<br /><b class="num">2</b> (''[[sc.]]'' ποδός) ахиллесово сухожилие, тж. лодыжка, щиколотка: παρὰ τένοντ᾽ [[ἔχει]] [[πέπλος]] Eur. платье спускается до пят; τένοντ᾽ ἐς [[ὀρθόν]] Eur. поднявшись на цыпочки;<br /><b class="num">3</b> (горный), [[гребень]], [[хребет]], ([[Καυκάσιος]] τ. Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τένων''': -οντος, ὁ, ([[τείνω]]) ἰσχυρὸν καὶ τεταμένον [[νεῦρον]], [[πλέγμα]] νεύρων, τὸ ἐν τῷ τραχήλῳ [[νεῦρον]], ἀπέκοψε τένοντας αὐχενίους Ὀδ. Γ. 449· [[συχν]]. ἐν τῷ δυϊκῷ ἀριθμῷ, [[ἄμφω]] ῥῆξε τένοντε Ἰλ. Ε. 307, κλπ., πρβλ. Δ. 521· ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος Υ. 478· ἐπὶ τοῦ ποδός, ποδῶν τέτρηνε τένοντε Χ. 396, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 419, Εὐρ. Φοίν. 42· τ. ποδός, ὁ τεταμένος [[πούς]], ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 400· ὁ [[τένων]] ὁ [[ὀπίσθιος]], ὁ καλούμενος [[Ἀχιλλεύς]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ὁ τ. ἐν τῇ κνήμῃ τοῦ ποδὸς [[αὐτόθι]] 764, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· - ἀκολούθως ἀπολ., ἀντὶ τοῦ [[πούς]], πτέρνσι τενόντων θ’ ὑπογραφαὶ Αἰσχύλ. Χο. 209, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1166 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl., 1134), Βάκχ. 938· τένοντα σείων, ἐπὶ ἡμιόνου, Βαβρ. 62. 2. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ [[αὐχήν]], Καυκασίῳ δὲ τένοντι καὶ ῥηγμῖνι Κυταίῃ Ἀνθολ. Π. 4. 3, 58, πρβλ. [[αὐχήν]]. (Συγγενὲς τῷ [[ταινία]]).
|lstext='''τένων''': -οντος, ὁ, ([[τείνω]]) ἰσχυρὸν καὶ τεταμένον [[νεῦρον]], [[πλέγμα]] νεύρων, τὸ ἐν τῷ τραχήλῳ [[νεῦρον]], ἀπέκοψε τένοντας αὐχενίους Ὀδ. Γ. 449· συχν. ἐν τῷ δυϊκῷ ἀριθμῷ, [[ἄμφω]] ῥῆξε τένοντε Ἰλ. Ε. 307, κλπ., πρβλ. Δ. 521· ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος Υ. 478· ἐπὶ τοῦ ποδός, ποδῶν τέτρηνε τένοντε Χ. 396, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 419, Εὐρ. Φοίν. 42· τ. ποδός, ὁ τεταμένος [[πούς]], ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 400· ὁ [[τένων]] ὁ [[ὀπίσθιος]], ὁ καλούμενος [[Ἀχιλλεύς]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ὁ τ. ἐν τῇ κνήμῃ τοῦ ποδὸς [[αὐτόθι]] 764, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· - ἀκολούθως ἀπολ., ἀντὶ τοῦ [[πούς]], πτέρνσι τενόντων θ’ ὑπογραφαὶ Αἰσχύλ. Χο. 209, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1166 ([[ἔνθα]] ἴδε Elmsl., 1134), Βάκχ. 938· τένοντα σείων, ἐπὶ ἡμιόνου, Βαβρ. 62. 2. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ [[αὐχήν]], Καυκασίῳ δὲ τένοντι καὶ ῥηγμῖνι Κυταίῃ Ἀνθολ. Π. 4. 3, 58, πρβλ. [[αὐχήν]]. (Συγγενὲς τῷ [[ταινία]]).
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br /><i>litt.</i> tendon, muscle allongé.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τένων:''' -οντος, ὁ ([[τείνω]]), εξαιρετικά τεντωμένο [[νεύρο]], [[τένοντας]], σε Όμηρ.· <i>τένοντος ποδός</i>, τεντωμένο [[πόδι]], σε Ευρ.· απόλ., [[πόδι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''τένων:''' -οντος, ὁ ([[τείνω]]), εξαιρετικά τεντωμένο [[νεύρο]], [[τένοντας]], σε Όμηρ.· <i>τένοντος ποδός</i>, τεντωμένο [[πόδι]], σε Ευρ.· απόλ., [[πόδι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τένων:''' οντος ὁ<br /><b class="num">1)</b> сухожилие, жила: τένοντες αὐχένιοι Hom. шейные сухожилия;<br /><b class="num">2)</b> (sc. ποδός) ахиллесово сухожилие, тж. лодыжка, щиколотка: παρὰ τένοντ᾽ [[ἔχει]] [[πέπλος]] Eur. платье спускается до пят; τένοντ᾽ ἐς [[ὀρθόν]] Eur. поднявшись на цыпочки;<br /><b class="num">3)</b> (горный) гребень, хребет ([[Καυκάσιος]] τ. Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τένων''': {ténōn}<br />'''See also''': s. [[τείνω]].<br />'''Page''' 2,877
|ftr='''τένων''': {ténōn}<br />'''See also''': s. [[τείνω]].<br />'''Page''' 2,877
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-οντος , ὁ (=τεντωμένο νεῦρο). Ἀπό τό [[τείνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}