σάγη: Difference between revisions

489 bytes added ,  7 December 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;"
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1  ;")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0857.png Seite 857]] ἡ, 1) das Geschirr, die Bepackung des Pferdes, Esels, Maulthiers, als Decken, Sattel, Saumsattel. – 2) auch von Menschen, die Waffenrüstung, παντελῆ σάγην ἔχων Aesch. Ch. 552; Apoll. L. H., es auf [[σάκος]] zurückführend, sagt ἀφ' οὗ καὶ οἱ νεώτεροι σάγην τὴν ὅλην πανοπλίαν λέγουσιν, ὡς Σοφοκλῆς (frg. 939); vgl. die anderen VLL.; τοξήρη σάγην, Eur. Herc. Fur. 188; gew. im plur., φεράσπιδες Aesch. Pers. 236, δορύσοοι, ὑπέρκομποι, Sept. 118. 373; der ganze Anzug, die Bedeckung, Kleidung, Ch. 664; – [[φερέσβιος]], = [[πήρα]], Phot. – Ueber den Accent, auch [[σαγή]], s. Arcad. p. 104, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0857.png Seite 857]] ἡ, 1) das Geschirr, die Bepackung des Pferdes, Esels, Maulthiers, als Decken, Sattel, Saumsattel. – 2) auch von Menschen, die Waffenrüstung, παντελῆ σάγην ἔχων Aesch. Ch. 552; Apoll. L. H., es auf [[σάκος]] zurückführend, sagt ἀφ' οὗ καὶ οἱ νεώτεροι σάγην τὴν ὅλην πανοπλίαν λέγουσιν, ὡς Σοφοκλῆς (frg. 939); vgl. die anderen VLL.; τοξήρη σάγην, Eur. Herc. Fur. 188; gew. im plur., φεράσπιδες Aesch. Pers. 236, δορύσοοι, ὑπέρκομποι, Sept. 118. 373; der ganze Anzug, die Bedeckung, Kleidung, Ch. 664; – [[φερέσβιος]], = [[πήρα]], Phot. – Über den Accent, auch [[σαγή]], s. Arcad. p. 104, 25.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> [[équipement]];<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> [[bagage]];<br /><b>2</b> [[armure]] ; <i>postér.</i> [[harnais d'une bête de somme]], [[bât]], [[selle]].<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; v. [[σάττω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάγη''': [ῑ], ἡ, «τὰ πράγματά» τινος, τὸ [[φορτίον]] τῶν ἀποσκευῶν τῶν ἀνηκουσῶν εἰς ὁδοιπόρον, κ.τ.τ., [[αὐτόφορτος]] οἰκείᾳ σάγῃ, δηλ. φέρων ὁ [[ἴδιος]] τὰς ἀποσκευάς του, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 675· [[σάκκος]], «δισάκκι», τὸ περιέχον τὴν ἀποσκευήν τινος, Ἴων παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 92· - ἀκολούθως [[καθόλου]], σκεύη, [[ἔπιπλα]], παντελῆ σαγὴν ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 207· [[τοξήρης]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 188· [[μάλιστα]] δὲ [[ὁπλισμός]], Σοφ. Ἀποσπ. 939, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄ 157· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., φεράσπιδες σαγαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 240, πρβλ. Θήβ. 125, 391.<br />ΙΙ. παρὰ μεταγεν. = [[σάγμα]] ΙΙ, [[ἐπίσαγμα]], «σαμάρι», Βάβρ. 7. 12, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 185, Ι΄, 54· καμήλου Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 19, 10· - [[ὡσαύτως]] τὸ γέμισμα σάγματος ἢ σαμαρίου, Στράβ. 693.<br />(Πιθαν. ἐκ τοῦ [[σάττω]]· [[ἐντεῦθεν]] [[πανσαγία]] ἢ [[πασσαγία]], σάγματα· [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[σάγος]] καὶ [[σάκος]]. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδ. 104. 25, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 207).
|lstext='''σάγη''': [ῑ], ἡ, «τὰ πράγματά» τινος, τὸ [[φορτίον]] τῶν ἀποσκευῶν τῶν ἀνηκουσῶν εἰς ὁδοιπόρον, κ.τ.τ., [[αὐτόφορτος]] οἰκείᾳ σάγῃ, δηλ. φέρων ὁ [[ἴδιος]] τὰς ἀποσκευάς του, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 675· [[σάκκος]], «δισάκκι», τὸ περιέχον τὴν ἀποσκευήν τινος, Ἴων παρὰ Πολυδ. Ι΄, 92· - ἀκολούθως [[καθόλου]], σκεύη, [[ἔπιπλα]], παντελῆ σαγὴν ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 207· [[τοξήρης]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 188· [[μάλιστα]] δὲ [[ὁπλισμός]], Σοφ. Ἀποσπ. 939, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄ 157· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., φεράσπιδες σαγαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 240, πρβλ. Θήβ. 125, 391.<br />ΙΙ. παρὰ μεταγεν. = [[σάγμα]] ΙΙ, [[ἐπίσαγμα]], «σαμάρι», Βάβρ. 7. 12, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 185, Ι΄, 54· καμήλου Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 19, 10· - [[ὡσαύτως]] τὸ γέμισμα σάγματος ἢ σαμαρίου, Στράβ. 693.<br />(Πιθαν. ἐκ τοῦ [[σάττω]]· [[ἐντεῦθεν]] [[πανσαγία]] ἢ [[πασσαγία]], σάγματα· [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[σάγος]] καὶ [[σάκος]]. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδ. 104. 25, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 207).
}}
{{elru
|elrutext='''σάγη:''' или σᾰγή (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[снаряжение]], [[вещи]]: [[οἰκεία]] σ. Aesch. личные вещи, поклажа:<br /><b class="num">2</b> тж. pl. [[вооружение]] Trag.;<br /><b class="num">3</b> [[вьюк]] Babr.
}}
}}
{{bailly
{{mantoulidis
|btext=ης () :<br /><b>I.</b> équipement;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> bagage;<br /><b>2</b> armure ; <i>postér.</i> harnais d’une bête de somme, bât, selle.<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; v. [[σάττω]].
|mantxt=(=[[ἀποσκευές]], [[σαμάρι]]). Ἀπό τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}