κοινός: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>A.</b> <i>en parl. de choses</i> :<br /><b>I.</b> commun à, gén. <i>ou</i> dat.;<br /><b>II.</b> commun à tout le peuple, public : τὸ κοινὸν ἀγαθόν THC bien public ; τὰ κοινὰ χρήματα XÉN les ressources communes ; <i>subst.</i><br /><b>1</b> • τὸ κοινόν : -- l'État ATT ; τὸ κοινὸν [[τῶν]] Σπαρτιητέων HDT l'État des Spartiates ; le gouvernement, les autorités publiques ; ἀπὸ [[τοῦ]] κοινοῦ HDT par l'autorité publique ; -- le conseil de l'État, le sénat ; -- consentement de tous, volonté <i>ou</i> décision commune : σὺν [[τῷ]] κοινῷ HDT d'un consentement unanime ; [[ἄνευ]] [[τοῦ]] [[τῶν]] πάντων κοινοῦ THC sans le consentement de la ligue ; -- trésor public ; ἀπὸ κοινοῦ XÉN avec les ressources communes ; -- confédération de Cités ; -- <i>dans certaines Cités désigne</i> l'Assemblée ; -- association religieuse <i>ou</i> professionnelle;<br /><b>2</b> <i>plur.</i> • τὰ κοινά -- les affaires publiques : τὰ κοινὰ διοικεῖν DÉM <i>ou</i> πράττειν PLUT administrer <i>ou</i> gérer les affaires publiques ; -- l'État ; -- autorités publiques ; -- ressources communes ; trésor public;<br /><b>III.</b> [[communiqué à d'autres]], [[public]] ; commun à tous, commun, usuel, ordinaire;<br /><b>B.</b> <i>en parl. de <i>pers.</i> et de choses</i>;<br /><b>I.</b> qui participe à, qui est en communauté : ἔν τινι, de qch;<br /><b>II.</b> [[qui est d'une origine commune]], [[de même race]], [[de même nature]];<br /><b>III.</b> qui se prête à tous également, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> [[sociable]], [[affable]];<br /><b>2</b> [[équitable]], [[impartial]] ; <i>en parl. d'événements</i> κοιναὶ τύχαι THC chances égales;<br /><b>3</b> [[accessible]];<br /><i>Cp.</i> κοινότερος, <i>Sp.</i> κοινότατος;<br /><b>[[NT]]</b>: qui participe à, qui vit en communauté ; ordinaire, [[profane]] ; impur, immonde.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]] ; cf. [[ξυνός]].
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>A.</b> <i>en parl. de choses</i> :<br /><b>I.</b> commun à, gén. <i>ou</i> dat.;<br /><b>II.</b> commun à tout le peuple, public : τὸ κοινὸν ἀγαθόν THC bien public ; τὰ κοινὰ χρήματα XÉN les ressources communes ; <i>subst.</i><br /><b>1</b> • τὸ κοινόν : -- l'État ATT ; τὸ κοινὸν τῶν Σπαρτιητέων HDT l'État des Spartiates ; le gouvernement, les autorités publiques ; ἀπὸ [[τοῦ]] κοινοῦ HDT par l'autorité publique ; -- le conseil de l'État, le sénat ; -- consentement de tous, volonté <i>ou</i> décision commune : σὺν [[τῷ]] κοινῷ HDT d'un consentement unanime ; [[ἄνευ]] [[τοῦ]] τῶν πάντων κοινοῦ THC sans le consentement de la ligue ; -- trésor public ; ἀπὸ κοινοῦ XÉN avec les ressources communes ; -- confédération de Cités ; -- <i>dans certaines Cités désigne</i> l'Assemblée ; -- association religieuse <i>ou</i> professionnelle;<br /><b>2</b> <i>plur.</i> • τὰ κοινά -- les affaires publiques : τὰ κοινὰ διοικεῖν DÉM <i>ou</i> πράττειν PLUT administrer <i>ou</i> gérer les affaires publiques ; -- l'État ; -- autorités publiques ; -- ressources communes ; trésor public;<br /><b>III.</b> [[communiqué à d'autres]], [[public]] ; commun à tous, commun, usuel, ordinaire;<br /><b>B.</b> <i>en parl. de <i>pers.</i> et de choses</i>;<br /><b>I.</b> qui participe à, qui est en communauté : ἔν τινι, de qch;<br /><b>II.</b> [[qui est d'une origine commune]], [[de même race]], [[de même nature]];<br /><b>III.</b> qui se prête à tous également, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> [[sociable]], [[affable]];<br /><b>2</b> [[équitable]], [[impartial]] ; <i>en parl. d'événements</i> κοιναὶ τύχαι THC chances égales;<br /><b>3</b> [[accessible]];<br /><i>Cp.</i> κοινότερος, <i>Sp.</i> κοινότατος;<br /><b>[[NT]]</b>: qui participe à, qui vit en communauté ; ordinaire, [[profane]] ; impur, immonde.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]] ; cf. [[ξυνός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινός:''' -ή, -όν [[σπανίως]] -ός, -όν (από το [[ξύν]] = [[σύν]], πρβλ. [[ξυνός]])·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> κοινά μοιρασμένος, αυτός που ανήκει σε πολλούς, αντίθ. προς το [[ἴδιος]], σε Ησίοδ., Αττ.· παροιμ., κοινὸν [[τύχη]], σε Αισχύλ.· κοινὰ τὰ [[τῶν]] [[φίλων]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., <i>κ. τινι</i>, [[κοινός]] σε ή με [[κάτι]] [[άλλο]], σε Αισχύλ.· επίσης με γεν., πάντων κ. [[φάος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοινός]] σε όλους τους ανθρώπους, [[δημόσιος]], [[κοινόχρηστος]], [[γενικός]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> <i>τὸ κοινόν</i>, [[πολιτεία]], Λατ. [[respublica]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακυβέρνηση]], δημόσιες αρχές, σε Θουκ., Ξεν.· <i>ἀπὸ τοῦ κοινοῦ</i>, μέσω δημόσιας εξουσίας, σε Ηρόδ.· [[ἄνευ]] τοῦ [[τῶν]] πάντων κοινοῦ, [[χωρίς]] τη [[συναίνεση]] της συμμαχίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[δημόσιο]] [[ταμείο]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τὰ κοινά</i>, δημόσια ζητήματα, σε Ρήτ.· <i>πρὸς τὰ κοινὰ προσελθεῖν</i>, <i>προσιέναι</i>, [[μπαίνω]] στο [[δημόσιο]] βίο, σε Δημ. κ.λπ.· επίσης τα δημόσια χρήματα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b> [[κοινός]], [[συνηθισμένος]], [[κανονικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> 1. λέγεται για πρόσωπα κοινής καταγωγής ή συγγενεύοντα [[μεταξύ]] τους, [[ιδίως]] για όσους έχουν αδελφική [[σχέση]], σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[κοινωνός]], [[συμμέτοχος]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ακούει τους πάντες, [[αντικειμενικός]], [[αμερόληπτος]], σε Θουκ., Πλάτ.· [[καταδεκτικός]], [[προσηνής]], [[φιλοπροσήγορος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για περιστατικά, <i>κοινότεραι τύχαι</i>, περισσότερο ίσες (δηλ. δικαιότερες) ευκαιρίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">VI.</b> λέγεται για κρέατα, [[κοινός]], [[ανόσιος]], [[ακάθαρτος]], [[βέβηλος]], σε Καινή Διαθήκη <b>Β. I. 1.</b> επίρρ. [[κοινῶς]], από κοινού, μαζί, αντίθ. προς το [[ἰδίᾳ]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> δημόσια, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> κοινωνικά, όπως οι άλλοι πολίτες, σε Αριστ., Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> με συνηθισμένη [[γλώσσα]] ή τρόπο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ομοίως δοτ. θηλ. [[κοινῇ]], από κοινού, με [[κοινή]] [[συναίνεση]], [[συμφώνως]], σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> δημοσίως, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ομοίως με πρόθ., <i>ἐς κοινόν</i>, από κοινού, σε Αισχύλ.· <i>εἰς τὸ κ</i>., για [[κοινή]] [[χρήση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κοινός:''' -ή, -όν [[σπανίως]] -ός, -όν (από το [[ξύν]] = [[σύν]], πρβλ. [[ξυνός]])·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> κοινά μοιρασμένος, αυτός που ανήκει σε πολλούς, αντίθ. προς το [[ἴδιος]], σε Ησίοδ., Αττ.· παροιμ., κοινὸν [[τύχη]], σε Αισχύλ.· κοινὰ τὰ τῶν [[φίλων]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., <i>κ. τινι</i>, [[κοινός]] σε ή με [[κάτι]] [[άλλο]], σε Αισχύλ.· επίσης με γεν., πάντων κ. [[φάος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοινός]] σε όλους τους ανθρώπους, [[δημόσιος]], [[κοινόχρηστος]], [[γενικός]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> <i>τὸ κοινόν</i>, [[πολιτεία]], Λατ. [[respublica]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακυβέρνηση]], δημόσιες αρχές, σε Θουκ., Ξεν.· <i>ἀπὸ τοῦ κοινοῦ</i>, μέσω δημόσιας εξουσίας, σε Ηρόδ.· [[ἄνευ]] τοῦ τῶν πάντων κοινοῦ, [[χωρίς]] τη [[συναίνεση]] της συμμαχίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[δημόσιο]] [[ταμείο]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τὰ κοινά</i>, δημόσια ζητήματα, σε Ρήτ.· <i>πρὸς τὰ κοινὰ προσελθεῖν</i>, <i>προσιέναι</i>, [[μπαίνω]] στο [[δημόσιο]] βίο, σε Δημ. κ.λπ.· επίσης τα δημόσια χρήματα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b> [[κοινός]], [[συνηθισμένος]], [[κανονικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> 1. λέγεται για πρόσωπα κοινής καταγωγής ή συγγενεύοντα [[μεταξύ]] τους, [[ιδίως]] για όσους έχουν αδελφική [[σχέση]], σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[κοινωνός]], [[συμμέτοχος]], σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ακούει τους πάντες, [[αντικειμενικός]], [[αμερόληπτος]], σε Θουκ., Πλάτ.· [[καταδεκτικός]], [[προσηνής]], [[φιλοπροσήγορος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για περιστατικά, <i>κοινότεραι τύχαι</i>, περισσότερο ίσες (δηλ. δικαιότερες) ευκαιρίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">VI.</b> λέγεται για κρέατα, [[κοινός]], [[ανόσιος]], [[ακάθαρτος]], [[βέβηλος]], σε Καινή Διαθήκη <b>Β. I. 1.</b> επίρρ. [[κοινῶς]], από κοινού, μαζί, αντίθ. προς το [[ἰδίᾳ]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> δημόσια, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> κοινωνικά, όπως οι άλλοι πολίτες, σε Αριστ., Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> με συνηθισμένη [[γλώσσα]] ή τρόπο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ομοίως δοτ. θηλ. [[κοινῇ]], από κοινού, με [[κοινή]] [[συναίνεση]], [[συμφώνως]], σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> δημοσίως, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ομοίως με πρόθ., <i>ἐς κοινόν</i>, από κοινού, σε Αισχύλ.· <i>εἰς τὸ κ</i>., για [[κοινή]] [[χρήση]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{etym
{{etym