προσοφείλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσοφείλω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ῶφλον</i>· [[οφείλω]] [[επιπλέον]] ή [[ακόμη]] περισσότερο, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., προσοφείλοντας [[ἡμᾶς]] ἐνέγραψεν, σε Δημ. — Παθ., οφειλόμενος [[ακόμα]], αυτός που χρωστιέται [[ακόμα]], σε Θουκ.· ομοίως, ἡ [[ἔχθρη]] ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ [[τῶν]] Αἰγινητέων, η [[έχθρα]] που οφείλεται [[ακόμα]] από τους Αιγινήτες στους Αθηναίους, δηλ. η [[μεταξύ]] τους αρχαία [[έχθρα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσοφείλω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ῶφλον</i>· [[οφείλω]] [[επιπλέον]] ή [[ακόμη]] περισσότερο, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., προσοφείλοντας [[ἡμᾶς]] ἐνέγραψεν, σε Δημ. — Παθ., οφειλόμενος [[ακόμα]], αυτός που χρωστιέται [[ακόμα]], σε Θουκ.· ομοίως, ἡ [[ἔχθρη]] ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων, η [[έχθρα]] που οφείλεται [[ακόμα]] από τους Αιγινήτες στους Αθηναίους, δηλ. η [[μεταξύ]] τους αρχαία [[έχθρα]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{ls
{{ls