μετέχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετέχω:''' Αιολ. πεδ-έχω, μέλ. <i>μεθ-έξω</i>, παρακ. <i>μετ-έσχηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[συμμετέχω]], [[απολαμβάνω]] [[μερίδιο]], έχω [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[κάπου]], με γεν. πράγμ., σε Θέογν., Αισχύλ.· με γεν. προσ., [[απολαμβάνω]] τη [[φιλία]] κάποιου, σε Ξεν.· [[μετέχω]] [[τῶν]] πεντακισχιλίων, είναι [[μέλη]] των 5.000 κατά [[διαδοχή]], σε Θουκ.· με [[προσθήκη]] δοτ. προσ., [[μετέχω]] τινός τινι, [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], σε Πίνδ., Ευρ.· [[συχνά]] το [[τμήμα]] ή το [[μερίδιο]] δηλώνεται, [[μετέχω]] τάφου [[μέρος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] με αιτ. μόνο, ἀκερδῆ [[χάριν]] [[μετέχω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ., <i>οἱ μετέχοντες</i>, σύντροφοι, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μετέχω:''' Αιολ. πεδ-έχω, μέλ. <i>μεθ-έξω</i>, παρακ. <i>μετ-έσχηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[συμμετέχω]], [[απολαμβάνω]] [[μερίδιο]], έχω [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[κάπου]], με γεν. πράγμ., σε Θέογν., Αισχύλ.· με γεν. προσ., [[απολαμβάνω]] τη [[φιλία]] κάποιου, σε Ξεν.· [[μετέχω]] τῶν πεντακισχιλίων, είναι [[μέλη]] των 5.000 κατά [[διαδοχή]], σε Θουκ.· με [[προσθήκη]] δοτ. προσ., [[μετέχω]] τινός τινι, [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], σε Πίνδ., Ευρ.· [[συχνά]] το [[τμήμα]] ή το [[μερίδιο]] δηλώνεται, [[μετέχω]] τάφου [[μέρος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] με αιτ. μόνο, ἀκερδῆ [[χάριν]] [[μετέχω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ., <i>οἱ μετέχοντες</i>, σύντροφοι, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj