ἥσσων: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἥσσων:''' [[ἧσσον]], γεν. <i>-ονος</i>, Αττ. [[ἥττων]], Ιων. [[ἕσσων]], συγκρ. του [[κακός]] ή του [[μικρός]] ([[αλλά]] σχηματισμένο από το [[ἦκα]], [[ήσυχα]], απαλά, [[επομένως]] ο [[αρχικός]] [[τύπος]] ήταν <i>ἡκίων</i>, με υπερθ. [[ἥκιστος]]).<br /><b class="num">I. 1.</b> με γεν. προσ., λιγότερος, [[κατώτερος]], ασθενέστερος, λιγότερο [[γενναίος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρέμφ., [[ἕσσων]] θεῖν, όχι τόσο [[καλός]] στο [[τρέξιμο]], σε Ηρόδ.· <i>οὐδενὸς ἥσσωνγνῶναι</i>, [[ανώτερος]] από όλους στην [[κρίση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., λέγεται για την πιο αδύναμη [[πλευρά]]· ἥσσους [[γενέσθαι]], ισοδύναμο του <i>ἡττηθῆναι</i>, στον ίδ.· τὰ [[τῶν]] ἡττόνων, η [[περιουσία]] των ηττηθέντων, σε Ξεν.· λέγεται επίσης για πράγματα, <i>τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν</i>, «κάνοντας να φανεί ο [[χειρότερος]] [[λόγος]] σαν ο [[καλύτερος]]», σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. πράγμ., υποκύπτοντας σε [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[υπόδουλος]] σε [[κάτι]]· <i>ἔρωτος</i>, σε Σοφ.· <i>κέρδους</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· γενικά, υποτασσόμενος σε [[κάτι]], [[ανίκανος]] ως προς την [[αντίσταση]]· <i>τοῦ πεπρωμένου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ., [[ἧσσον]], Αττ. <i>ἧττον</i>, ως επίρρ., λιγότερο, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.· [[συχνά]] με [[άρνηση]] που προηγείται, οὐχ [[ἧσσον]], οὐδ' [[ἧσσον]], όχι λιγότερο, [[εξίσου]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἥσσων:''' [[ἧσσον]], γεν. <i>-ονος</i>, Αττ. [[ἥττων]], Ιων. [[ἕσσων]], συγκρ. του [[κακός]] ή του [[μικρός]] ([[αλλά]] σχηματισμένο από το [[ἦκα]], [[ήσυχα]], απαλά, [[επομένως]] ο [[αρχικός]] [[τύπος]] ήταν <i>ἡκίων</i>, με υπερθ. [[ἥκιστος]]).<br /><b class="num">I. 1.</b> με γεν. προσ., λιγότερος, [[κατώτερος]], ασθενέστερος, λιγότερο [[γενναίος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρέμφ., [[ἕσσων]] θεῖν, όχι τόσο [[καλός]] στο [[τρέξιμο]], σε Ηρόδ.· <i>οὐδενὸς ἥσσωνγνῶναι</i>, [[ανώτερος]] από όλους στην [[κρίση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., λέγεται για την πιο αδύναμη [[πλευρά]]· ἥσσους [[γενέσθαι]], ισοδύναμο του <i>ἡττηθῆναι</i>, στον ίδ.· τὰ τῶν ἡττόνων, η [[περιουσία]] των ηττηθέντων, σε Ξεν.· λέγεται επίσης για πράγματα, <i>τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν</i>, «κάνοντας να φανεί ο [[χειρότερος]] [[λόγος]] σαν ο [[καλύτερος]]», σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. πράγμ., υποκύπτοντας σε [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[υπόδουλος]] σε [[κάτι]]· <i>ἔρωτος</i>, σε Σοφ.· <i>κέρδους</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· γενικά, υποτασσόμενος σε [[κάτι]], [[ανίκανος]] ως προς την [[αντίσταση]]· <i>τοῦ πεπρωμένου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ., [[ἧσσον]], Αττ. <i>ἧττον</i>, ως επίρρ., λιγότερο, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.· [[συχνά]] με [[άρνηση]] που προηγείται, οὐχ [[ἧσσον]], οὐδ' [[ἧσσον]], όχι λιγότερο, [[εξίσου]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj