3,273,773
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτροπή''': ἡ, ([[ἐκτρέπω]]) ἡ εἰς τὸ πλάγιον [[τροπή]], τὴν τοῦ ὕδατος ἐκτροπήν, τὴν τροπὴν | |lstext='''ἐκτροπή''': ἡ, ([[ἐκτρέπω]]) ἡ εἰς τὸ πλάγιον [[τροπή]], τὴν τοῦ ὕδατος ἐκτροπήν, τὴν τροπὴν αὐτοῦ εἰς τὸ πλάγιον ἔξω τῆς κοίτης αὐτοῦ, Θουκ. 5. 65˙ διὰ τὰς ἐκτροπὰς τὰς ἐπὶ τὴν χώραν, διὰ τὰς διαφόρους διεξόδους τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ ἐπὶ τὴν χώραν, Πολύβ. 9. 43. 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τὸ τρέπεσθαι κατὰ [[μέρος]], [[ἀποφυγή]], μόχθων Αἰσχύλ. Πρ. 913· ἐκτρ. λόγου, [[παρέκβασις]], Πλάτ. Πολιτικ. 267Α, πρβλ. Αἰσχίν. 83. 26˙ ἡ ἐπὶ ταύτας τὰς αἰτίας ἐκτρ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 5. 2) ἐκτρ. ὁδοῦ, [[ὅπου]] τις ἐκτραπῆναι δύναται ἐκ τῆς ὁδοῦ, [[τόπος]] ἀναπαύσεως, [[καταφύγιον]], Λατ. deverticulum, Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 881, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29. 3) [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐκτρέπεταί τις, [[ἔνθα]] ποιεῖταί τις παρέκβασιν, Πολύβ. 4. 21, 12˙ [[πάροδος]], μονοπάτι, «[[παράμερος]]» [[δρόμος]], Δίοδ. 3. 14: - Μεταφ., τοῦ ὀνόματος [[ἐκτροπή]], [[παραλλαγή]], [[ἀντικατάστασις]] δι’ ἑτέρας ἰσοδυνάμου λέξεως, Ἀθήν. 490Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |