3,277,649
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
[[δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται]] ([[Μένανδρος]], ''[[Γνῶμαι μονόστιχοι]]'' 123) | ==Greek== | ||
[[δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται]] ([[Μένανδρος]], ''[[Γνῶμαι μονόστιχοι]]'' 123). Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται: Ο τύπος δρυός είναι η γενική του ουσιαστικού η [[δρυς]] που σημαίνει η [[βελανιδιά]]. Η φράση '''δρυός πεσούσης''' σημαίνει '''όταν πέσει η βελανιδιά'''. '''Ξυλεύεται''' είναι του ρήματος [[ξυλεύομαι]] που σημαίνει [[κόβω]] [[ξύλο|ξύλα]], προμηθεύομαι ξύλα. Ολόκληρη η φράση κατά κυριολεξία σημαίνει: '''Όταν η βελανιδιά πέσει, ο καθένας προσπαθεί να εξασφαλίσει για τον εαυτό του κάποια ξύλα'''. Η μεταφορική σημασία της φράσης είναι: '''Όταν κάποιος ισχυρός''' (πρόσωπο ή θεσμός) '''χάσει τη δύναμη του, τότε όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν''', να κερδίσουν κάτι καλό από την εξασθένιση του: π.χ. όταν η κυβέρνηση, σε περίοδο εσωτερικής αναταραχής, χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, τότε όλοι προσπαθούν να αποκομίσουν κάποιο όφελος από το κενό εξουσίας που δημιουργείται. | |||
= | {{trml | ||
de: [[wenn der Baum gefallen ist, so macht ein jeder Holz]]; fr: [[quand l'arbre est tombé tout le monde court aux branches]]; en: [[when the oak falls, everyone cuts wood]], [[when an oak has fallen, every man gathers wood]], [[on the fall of an oak, every man gathers wood]], [[when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter]], [[one takes advantage of somebody who has lost his strength]], [[one takes advantage of somebody who has lost his power]], [[when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet]]; es: [[del árbol caído todos hacen leña]]; it: [[sopra l'albero caduto ognuno corre a far legna]]; | |trtx=de: [[wenn der Baum gefallen ist, so macht ein jeder Holz]]; fr: [[quand l'arbre est tombé tout le monde court aux branches]]; en: [[when the oak falls, everyone cuts wood]], [[when an oak has fallen, every man gathers wood]], [[on the fall of an oak, every man gathers wood]], [[when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter]], [[one takes advantage of somebody who has lost his strength]], [[one takes advantage of somebody who has lost his power]], [[when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet]], [[the tree is felled, whoever wants picks the firewood]]; es: [[del árbol caído todos hacen leña]]; it: [[sopra l'albero caduto ognuno corre a far legna]]; la: [[quercu cadente, nemo lignatu abstinet]], [[arbore deiecta quiuis ligna colligit]], [[arbore deiecta quiuis colligit ligna]]; ru: [[мертвого льва и осел пинает]], [[молодец против овец, а на молодца – сам овца]] | ||
[[Category:Ancient Greek Proverbs Multilingual]] | [[Category:Ancient Greek Proverbs Multilingual]] | ||
}} |