μέτρον: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mesure :<br /><b>I.</b> [[instrument pour mesurer]], [[une mesure]] ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> [[bâton pour arpenter]];<br /><b>2</b> [[mesure pour les matières sèches et les liquides]] ; quantité mesurée, mesure (de vin, d'eau, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>fig.</i> règle, loi;<br /><b>II.</b> [[quantité mesurée]] <i>ou</i> espace mesuré ; espace, longueur ; <i>poét.</i> μέτρα κελεύθου OD la longueur d'un chemin ; [[μέτρον]] ὅρμου OD étendue <i>ou</i> limites d'un port ; <i>avec idée de temps</i> [[μέτρον]] ἥβης IL durée de la jeunesse, <i>càd</i> âge de la jeunesse ; <i>t. de pros.</i> mesure d'un vers;<br /><b>III.</b> [[juste mesure]].<br />'''Étymologie:''' R. Με, mesurer ; cf. <i>lat.</i> metior, meta, <i>skr.</i> mâtram.
|btext=ου (τό) :<br />mesure :<br /><b>I.</b> [[instrument pour mesurer]], une [[mesure]] ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> [[bâton pour arpenter]];<br /><b>2</b> [[mesure pour les matières sèches et les liquides]] ; quantité mesurée, mesure (de vin, d'eau, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>fig.</i> règle, loi;<br /><b>II.</b> [[quantité mesurée]] <i>ou</i> espace mesuré ; espace, longueur ; <i>poét.</i> μέτρα κελεύθου OD la longueur d'un chemin ; [[μέτρον]] ὅρμου OD étendue <i>ou</i> limites d'un port ; <i>avec idée de temps</i> [[μέτρον]] ἥβης IL durée de la jeunesse, <i>càd</i> âge de la jeunesse ; <i>t. de pros.</i> mesure d'un vers;<br /><b>III.</b> [[juste mesure]].<br />'''Étymologie:''' R. Με, mesurer ; cf. <i>lat.</i> [[metior]], [[meta]], <i>skr.</i> mâtram.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μέτρον''': τό, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ δι’ οὗ ἢ πρὸς ὃ μετρεῖταί τι· 1) [[μέτρον]] ἢ [[κανών]], μέτρ’ ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Μ. 422· ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 47· καὶ [[οὔπω]] συγχωροῦμεν αὐτῷ πάντ’ ἄνδρα πάντων χρημάτων [[μέτρον]] [[εἶναι]], ὅτι πᾶς ἀνὴρ [[εἶναι]] [[μέτρον]] δι’ ὅλα τὰ πράγματα, Πλάτ. Θεαίτ. 183Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 20 μέτρ. αὐτῷ οὐχ ἡ [[ψυχή]], ἀλλ’ ὁ [[νόμος]] Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18. 2) [[μέτρον]] χωρητικότητος ὑγρῶν ἢ ξηρῶν, δῶκεν [[μέθυ]], χίλια μέτρα Ἰλ. Η. 471· [[εἴκοσι]] δ’ ἔστω μέτρα... ἀλφίτου Ὀδ. Β. 355· ὕδατος ἀνὰ [[εἴκοσι]] μέτρα χεῦε Ι. 209, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 268, 741· - [[ὥστε]], ὡς φαίνεται, τὸ παρ’ Ὁμ. [[μέτρον]] εἶχεν ὡρισμένην χωρητικότητα· οὕτω καὶ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 348, 598, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· μέτροις καὶ σταθμοῖς, διὰ μέτρων καὶ σταθμῶν, Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 25· ἐν τῇ εὐρυτάτῃ σημασίᾳ περιλαμβάνει ἡ [[λέξις]] καὶ τὰ σταθμὰ καὶ τὰ μέτρα, Φείδωνος τοῦ τὰ μέτρα ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Ἡρόδ. 6. 127· μ. οἰνηρά, σιτηρὰ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 2· [[μέτρον]] Ἀθηναῖον Ἑλληνικὰ Ὄστρακα Ι, σ. 774 ἔκδ. Wilcken, μ. δημόσιον σ. 769. 773, μ. [[δρόμων]] σ. 771, μ. ἑξαχοίνικον σ. 750. 772, μ. ἐσφραγισμένον σ. 768, σημ. 1, μ. θησαυρικὸν 745. 770, τετραχοίνικον 750 κἑξ., 771 κἑξ., τετράχουν 772, φορικὸν 747· πρβλ. [[μετρονόμοι]]. 3) [[διάστημα]] μεμετρημένον ἢ δυνάμενον νὰ μετρηθῇ, [[μέτρον]], [[μῆκος]], [[μέγεθος]], ἐν τῷ πληθ., «διαστάσεις», μέτρα κελεύθου, τὸ [[μῆκος]] τῆς ὁδοῦ, Ὀδ. Δ. 389· [[μέτρον]] ὅρμου, [[περίφρασις]] ἀντὶ τοῦ [[ὅρμος]], Ν. 101· οὕτω, μέτρα θαλάσσης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ἄστρων μέτρα Σοφ. Ἀποσπ. 379· διέχει... [[μέτρον]] [[ἑξήκοντα]] σταδίους Θουκ. 8. 95· εἰδέναι τι μέτρῳ καὶ τόπῳ Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· ἐντὸς μέτρων τετμημένον [[μέταλλον]] Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξ. 44· - [[ἐντεῦθεν]] καί, [[μέτρον]] ἥβης, πλῆρες μέτρου, δηλ. ἡ [[ἀκμή]], τὸ [[ἄνθος]], ἐπὶ τῆς νεότητος, ὡς τὸ [[τέλος]], Ἰλ. Λ. 225, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 131, Θέογν. 1119· σοφίης [[μέτρον]], [[πλήρωμα]] σοφίας, Σόλων 12. 52· μέτρα μορφῆς, τὸ [[μέγεθος]] καὶ σχῆμά τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 1063· - φράσεις οἷαι αἱ: μέτρα ὀπώρης, βίου, ἐτέων, [[εἶναι]] μεταγενέστεραι, Jac. Ep. Ad. 651. 2, πρβλ. Ἄρατ. 464, 730. - Ἐν Ἡροδ. 2. 33, τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν αὐτῶν μέτρων ὁρμᾶται, ἡ [[ἔννοια]] φαίνεται οὖσα ἡ ἑξῆς: [ὁ [[Νεῖλος]]] πηγάζει ἐκ σημείου ἀπέχοντος ἴσον [[διάστημα]] [ἀπὸ τῶν ἐκβολῶν του] ὅσον καὶ ὁ [[Ἴστρος]], ἴδε Schweigh. Λεξ. Ἡροδ. 4) τὸ προσῆκον ἢ ἁρμόζον [[μέτρον]] ἢ [[ὅριον]], [[ἀναλογία]], [[συμμετρία]], μέτρα φυλάσσεσθαι· καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 692· χρὴ κατ’ αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν [[μέτρον]] Πινδ. Π. 2. 64· μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων ὁ αὐτ. ἐν. Ι. 6. 103· κατὰ [[μέτρον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· πίνειν [[ὑπὲρ]] [[μέτρον]] Θέογν. 498· προστιθεὶς [[μέτρον]] Αἰσχύλ. Χο. 797· τί μ. κακότητος ἔφυ; Σοφ. Ἠλ. 236· [[μέτρον]] ἔχει, ἔχει δύναμιν μετριαστικήν, Πλάτ. Νόμ. 836Α· πλέον μέτρου ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 621Α· μ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 957Α· [[ἀλλά]], μέτρα ἐπιτιθέναι, προστιθέναι τὸν τρόπον τοῦ ἐλαύνειν, Πινδ. Ο. 13. 27, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Donalds.· - μέτρῳ = μετρίως, Πινδ. Π. 8. 111· μέτρῳ πίνειν (ἴδε ἀμετρὶ) Ἀλκίφρων 3. 32. II. τὸ [[μέτρον]] τῶν στίχων ἢ συλλαβῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 638, 641 κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[μέλος]] (τὴν μουσικὴν σύνθεσιν) καὶ τὸν ῥυθμὸν (δηλ. τὸν χρόνον), Πλάτ. Γοργ. 502C· εἰς μέτρα τιθέναι, μετατρέπειν εἰς στίχους, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21. 2) [[στίχος]], [[ἔμμετρος]] [[στίχος]], Πλάτ. Λῦσ. 205Α. (Ἐντεῦθεν, [[μετρέω]], [[μέτριος]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. mâ, mâ-mi, mi-mê (metior), mât-ram (mensura)· Λατ. met-are, met-iri, mens-a, mens-ura· Λιθ. mat-úti (metiri), mét-as (tempus, annus)· - ἴδε ἐν λέξ. μήν, mensis).
|lstext='''μέτρον''': τό, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ δι’ οὗ ἢ πρὸς ὃ μετρεῖταί τι· 1) [[μέτρον]] ἢ [[κανών]], μέτρ’ ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Μ. 422· ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 47· καὶ [[οὔπω]] συγχωροῦμεν αὐτῷ πάντ’ ἄνδρα πάντων χρημάτων [[μέτρον]] [[εἶναι]], ὅτι πᾶς ἀνὴρ [[εἶναι]] [[μέτρον]] δι’ ὅλα τὰ πράγματα, Πλάτ. Θεαίτ. 183Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 20 μέτρ. αὐτῷ οὐχ ἡ [[ψυχή]], ἀλλ’ ὁ [[νόμος]] Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18. 2) [[μέτρον]] χωρητικότητος ὑγρῶν ἢ ξηρῶν, δῶκεν [[μέθυ]], χίλια μέτρα Ἰλ. Η. 471· [[εἴκοσι]] δ’ ἔστω μέτρα... ἀλφίτου Ὀδ. Β. 355· ὕδατος ἀνὰ [[εἴκοσι]] μέτρα χεῦε Ι. 209, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 268, 741· - [[ὥστε]], ὡς φαίνεται, τὸ παρ’ Ὁμ. [[μέτρον]] εἶχεν ὡρισμένην χωρητικότητα· οὕτω καὶ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 348, 598, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· μέτροις καὶ σταθμοῖς, διὰ μέτρων καὶ σταθμῶν, Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 25· ἐν τῇ εὐρυτάτῃ σημασίᾳ περιλαμβάνει ἡ [[λέξις]] καὶ τὰ σταθμὰ καὶ τὰ μέτρα, Φείδωνος τοῦ τὰ μέτρα ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Ἡρόδ. 6. 127· μ. οἰνηρά, σιτηρὰ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 2· [[μέτρον]] Ἀθηναῖον Ἑλληνικὰ Ὄστρακα Ι, σ. 774 ἔκδ. Wilcken, μ. δημόσιον σ. 769. 773, μ. [[δρόμων]] σ. 771, μ. ἑξαχοίνικον σ. 750. 772, μ. ἐσφραγισμένον σ. 768, σημ. 1, μ. θησαυρικὸν 745. 770, τετραχοίνικον 750 κἑξ., 771 κἑξ., τετράχουν 772, φορικὸν 747· πρβλ. [[μετρονόμοι]]. 3) [[διάστημα]] μεμετρημένον ἢ δυνάμενον νὰ μετρηθῇ, [[μέτρον]], [[μῆκος]], [[μέγεθος]], ἐν τῷ πληθ., «διαστάσεις», μέτρα κελεύθου, τὸ [[μῆκος]] τῆς ὁδοῦ, Ὀδ. Δ. 389· [[μέτρον]] ὅρμου, [[περίφρασις]] ἀντὶ τοῦ [[ὅρμος]], Ν. 101· οὕτω, μέτρα θαλάσσης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ἄστρων μέτρα Σοφ. Ἀποσπ. 379· διέχει... [[μέτρον]] [[ἑξήκοντα]] σταδίους Θουκ. 8. 95· εἰδέναι τι μέτρῳ καὶ τόπῳ Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· ἐντὸς μέτρων τετμημένον [[μέταλλον]] Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξ. 44· - [[ἐντεῦθεν]] καί, [[μέτρον]] ἥβης, πλῆρες μέτρου, δηλ. ἡ [[ἀκμή]], τὸ [[ἄνθος]], ἐπὶ τῆς νεότητος, ὡς τὸ [[τέλος]], Ἰλ. Λ. 225, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 131, Θέογν. 1119· σοφίης [[μέτρον]], [[πλήρωμα]] σοφίας, Σόλων 12. 52· μέτρα μορφῆς, τὸ [[μέγεθος]] καὶ σχῆμά τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 1063· - φράσεις οἷαι αἱ: μέτρα ὀπώρης, βίου, ἐτέων, [[εἶναι]] μεταγενέστεραι, Jac. Ep. Ad. 651. 2, πρβλ. Ἄρατ. 464, 730. - Ἐν Ἡροδ. 2. 33, τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν αὐτῶν μέτρων ὁρμᾶται, ἡ [[ἔννοια]] φαίνεται οὖσα ἡ ἑξῆς: [ὁ [[Νεῖλος]]] πηγάζει ἐκ σημείου ἀπέχοντος ἴσον [[διάστημα]] [ἀπὸ τῶν ἐκβολῶν του] ὅσον καὶ ὁ [[Ἴστρος]], ἴδε Schweigh. Λεξ. Ἡροδ. 4) τὸ προσῆκον ἢ ἁρμόζον [[μέτρον]] ἢ [[ὅριον]], [[ἀναλογία]], [[συμμετρία]], μέτρα φυλάσσεσθαι· καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 692· χρὴ κατ’ αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν [[μέτρον]] Πινδ. Π. 2. 64· μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων ὁ αὐτ. ἐν. Ι. 6. 103· κατὰ [[μέτρον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· πίνειν [[ὑπὲρ]] [[μέτρον]] Θέογν. 498· προστιθεὶς [[μέτρον]] Αἰσχύλ. Χο. 797· τί μ. κακότητος ἔφυ; Σοφ. Ἠλ. 236· [[μέτρον]] ἔχει, ἔχει δύναμιν μετριαστικήν, Πλάτ. Νόμ. 836Α· πλέον μέτρου ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 621Α· μ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 957Α· [[ἀλλά]], μέτρα ἐπιτιθέναι, προστιθέναι τὸν τρόπον τοῦ ἐλαύνειν, Πινδ. Ο. 13. 27, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Donalds.· - μέτρῳ = μετρίως, Πινδ. Π. 8. 111· μέτρῳ πίνειν (ἴδε ἀμετρὶ) Ἀλκίφρων 3. 32. II. τὸ [[μέτρον]] τῶν στίχων ἢ συλλαβῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 638, 641 κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[μέλος]] (τὴν μουσικὴν σύνθεσιν) καὶ τὸν ῥυθμὸν (δηλ. τὸν χρόνον), Πλάτ. Γοργ. 502C· εἰς μέτρα τιθέναι, μετατρέπειν εἰς στίχους, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21. 2) [[στίχος]], [[ἔμμετρος]] [[στίχος]], Πλάτ. Λῦσ. 205Α. (Ἐντεῦθεν, [[μετρέω]], [[μέτριος]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. mâ, mâ-mi, mi-mê (metior), mât-ram (mensura)· Λατ. met-are, met-iri, mens-a, mens-ura· Λιθ. mat-úti (metiri), mét-as ([[tempus]], [[annus]])· - ἴδε ἐν λέξ. [[μήν]], [[mensis]]).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[measure]], [[the right]], [[full measure]], [[goal]], [[length]], [[size]], [[syllable]]- or [[verse]]-[[measure]] (Il.).<br />Compounds: Many compp., e.g. [[σύμμετρος]] [[with the same measure]], [[maesured]], [[becoming]], [[symmetrical]] with [[συμμετρία]] [[harmony]], [[symmetry]] a. o. (IA.); [[περίμετρος]] [[exceeding]] (the [[measure]]) (Od.); but [[περίμετρον]] (Hdt., Arist.), [[περίμετρος]] (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]) f. [[circumference]], [[extent]] after [[περίοδος]] a. o. with verbal association ([[περιμετρέω]] Luc.), s. Risch IF 59, 252.<br />Derivatives: Adj. 1. [[μέτριος]] [[moderate]], [[suitable]] (Hes.) with [[μετριότης]] [[moderation]] (IA.), [[μετριοσύνη]] [[poverty]] (pap. VIp), [[μετριακός]] [[moderate]] (pap. VIp), [[μετριάζω]] [[be moderate]] (Att. hell.) with [[μετριασμός]] (Suid.); [[μετριεύεται]] H. s. [[λαγαρίττεται]]. 2. [[μετρικός]] [[metrical]], acc. to [[measure]] (Arist.). 3. Adv. [[μετρηδόν]] [[in metrical form]] (Nonn.). 4. Verb: [[μετρέω]], very often with prefix, e.g. [[ἀναμετρέω]], [[διαμετρέω]], [[ἐπιμετρέω]], [[ἐκμετρέω]], [[ἀπομετρέω]], [[συμμετρέω]], [[measure]], [[measure off]], [[estimate]] etc. (Hom.); from this (often with prefix) [[μέτρησις]] [[measurement]] (IA.)., [[μέτρημα]] [[measure]] (E., hell.), [[μετρητής]] m. "[[measurer]]", name of a measure, [[metretes]] (Att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 233), [[μετρητίς]] f. [[id.]] (Amorgos IVa), [[μετρητιαῖος]] [[sticking to a μ.]] (Karyanda), [[μετρητικός]] [[regarding measurement]] (Pl.). As 2. member in several verbal cornpp., e.g. [[γεωμέτρης]] m. [[land-measurer]], [[field measurer]], [[geometrist]] (Pl., X.) with [[γεωμετρία]], Ion. [[γεωμετρίη]] (Hdt., Ar.; also compound of [[γῆν μετρεῖν]]?), [[γεωμετρικός]] (Democr., Pl.), [[γεωμετρέω]] (Att.), [[βουμέτρης]] "[[cow measurer]]" = ὁ ἐπι θυσιῶν τεταγμένος παρὰ Αἰτωλοῖς H.; cf. E. Kretschmer Glotta 18, 86. -- Backformations like [[διάμετρος]] (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]) f. [[diameter]], [[diagonal etc.]] (Pl., Arist.), [[ἐπίμετρον]] [[excess]], [[addition]] (hell.).<br />Origin: IE [Indo-European] [703] <b class="b2">*meh₁-</b> [[measure]]<br />Etymology: Beside [[μέτρον]] we have with the same suffix but diff. ablaut [[μήτρα]] f. [[landmeasure etc.]] (Cilicia), [[ἐρεσιμήτρην την γεωμετρίαν]] H. (s. [[ἔρα]]), which agrees exactly with Skt. mā́trā f. [[measure]] and goes back on an athematic present, Skt. mā́ti [[measure]] (< IE <b class="b2">*meh₁-ti</b>). The shortness of the ε in [[μέτρον]] as opposed to Skt. mā́tram n. [[id.]] [[finds however no agreement outside Greek]]; one might think of a thematic vowel after zero grade root [[μέτρον]] (Brugmann, e.g. Grundr.2 II: 1, 342); a reduced grade of IE <b class="b2">*meh₁--</b> (as θέ-(σις) from [[θη-]]) is difficult: it would require <b class="b2">*mh₁tr-</b> to become (*)[[μετρ-]] and not rather <b class="b2">*m̥h₁tr-</b> > μητρ-; in the latter case Prakr. mettam n. [[measure]] from Skt. <b class="b2">*mitram</b> (innovated after [[mi-ta-]]?) would give a direct parallel (note that mh₁etr- might rather have givem <b class="b2">*m̥h₁etr-</b> > <b class="b3">*αμετρ-</b>); the question has not been solved yet, Beekes Laryngeals 183. I now think that at the beginning of the word the <b class="b2">*m-</b> could have remained consonantal. A derivation IE <b class="b2">*méd-tro-m</b> from <b class="b2">*med-</b> [[measure]] (not here [[μέδιμνος]], s.v., with de Saussure MSL 6, 246ff.) would have given <b class="b3">*μέστρον</b>. -- An other derivation of the same verb is [[μῆτις]], s. v.
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[measure]], the [[right]], [[full]] [[measure]], [[goal]], [[length]], [[size]], [[syllable]]- or [[verse]]-[[measure]] (Il.).<br />Compounds: Many compp., e.g. [[σύμμετρος]] = [[with the same measure]], [[maesured]], [[becoming]], [[symmetrical]] with [[συμμετρία]] [[harmony]], [[symmetry]] a. o. (IA.); [[περίμετρος]] = [[exceeding]] (the [[measure]]) (Od.); but [[περίμετρον]] (Hdt., Arist.), [[περίμετρος]] (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]) f. [[circumference]], [[extent]] after [[περίοδος]] a. o. with verbal association ([[περιμετρέω]] Luc.), s. Risch IF 59, 252.<br />Derivatives: Adj. 1. [[μέτριος]] = [[moderate]], [[suitable]] (Hes.) with [[μετριότης]] = [[moderation]] (IA.), [[μετριοσύνη]] [[poverty]] (pap. VIp), [[μετριακός]] = [[moderate]] (pap. VIp), [[μετριάζω]] = [[be moderate]] (Att. hell.) with [[μετριασμός]] (Suid.); [[μετριεύεται]] H. s. [[λαγαρίττεται]]. 2. [[μετρικός]] = [[metrical]], acc. to [[measure]] (Arist.). 3. Adv. [[μετρηδόν]] = [[in metrical form]] (Nonn.). 4. Verb: [[μετρέω]], very often with prefix, e.g. [[ἀναμετρέω]], [[διαμετρέω]], [[ἐπιμετρέω]], [[ἐκμετρέω]], [[ἀπομετρέω]], [[συμμετρέω]], [[measure]], [[measure off]], [[estimate]] etc. (Hom.); from this (often with prefix) [[μέτρησις]] [[measurement]] (IA.)., [[μέτρημα]] [[measure]] (E., hell.), [[μετρητής]] m. "[[measurer]]", name of a measure, metretes (Att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 233), [[μετρητίς]] f. [[id.]] (Amorgos IVa), [[μετρητιαῖος]] [[stick]]ing to a μέτρον (Karyanda), [[μετρητικός]] = [[regarding measurement]] (Pl.). As 2. member in several verbal cornpp., e.g. [[γεωμέτρης]] m. [[land-measurer]], [[field measurer]], [[geometrist]] (Pl., X.) with [[γεωμετρία]], Ion. [[γεωμετρίη]] (Hdt., Ar.; also compound of [[γῆν μετρεῖν]]?), [[γεωμετρικός]] (Democr., Pl.), [[γεωμετρέω]] (Att.), [[βουμέτρης]] "[[cow measurer]]" = ὁ ἐπι θυσιῶν τεταγμένος παρὰ Αἰτωλοῖς H.; cf. E. Kretschmer Glotta 18, 86. -- Backformations like [[διάμετρος]] (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]) f. [[diameter]], [[diagonal]] etc. (Pl., Arist.), [[ἐπίμετρον]] [[excess]], [[addition]] (hell.).<br />Origin: IE [Indo-European] [703] <b class="b2">*meh₁-</b> [[measure]]<br />Etymology: Beside [[μέτρον]] we have with the same suffix but diff. ablaut [[μήτρα]] f. [[landmeasure etc.]] (Cilicia), [[ἐρεσιμήτρην την γεωμετρίαν]] H. (s. [[ἔρα]]), which agrees exactly with Skt. mā́trā f. [[measure]] and goes back on an athematic present, Skt. mā́ti [[measure]] (< IE <b class="b2">*meh₁-ti</b>). The shortness of the ε in [[μέτρον]] as opposed to Skt. mā́tram n. [[id.]] [[finds however no agreement outside Greek]]; one might think of a thematic vowel after zero grade root [[μέτρον]] (Brugmann, e.g. Grundr.2 II: 1, 342); a reduced grade of IE <b class="b2">*meh₁--</b> (as θέ-(σις) from [[θη-]]) is difficult: it would require <b class="b2">*mh₁tr-</b> to become (*)μετρ- and not rather <b class="b2">*m̥h₁tr-</b> > μητρ-; in the latter case Prakr. mettam n. [[measure]] from Skt. <b class="b2">*mitram</b> (innovated after [[mi-ta-]]?) would give a direct parallel (note that mh₁etr- might rather have givem <b class="b2">*m̥h₁etr-</b> > <b class="b3">*αμετρ-</b>); the question has not been solved yet, Beekes Laryngeals 183. I now think that at the beginning of the word the <b class="b2">*m-</b> could have remained consonantal. A derivation IE <b class="b2">*méd-tro-m</b> from <b class="b2">*med-</b> [[measure]] (not here [[μέδιμνος]], s.v., with de Saussure MSL 6, 246ff.) would have given <b class="b3">*μέστρον</b>. -- An other derivation of the same verb is [[μῆτις]], s. v.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj