3,258,369
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτευκτικός''': -ή, -όν, ([[ἐπιτυγχάνω]]) ὁ δυνάμενος νὰ ἐπιτύχῃ, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 3, 1, Διον. Ἁλ. π. Πομπ. 5. 2) ἀπολ., [[ἐπιτυχής]], [[ἀποτελεσματικός]], [[φάρμακον]] Παῦλ. Αἰγ. 3. 78· [[ζῆλος]] Πολύβ. 10. 25, 7. ΙΙ. [[ἀσφαλής]], τὴν ἐπιτευκτικωτάτην (δηλ. χώραν) ὁ αὐτ. 2. 29, 3. | |lstext='''ἐπιτευκτικός''': -ή, -όν, ([[ἐπιτυγχάνω]]) ὁ δυνάμενος νὰ ἐπιτύχῃ, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 3, 1, Διον. Ἁλ. π. Πομπ. 5. 2) ἀπολ., [[ἐπιτυχής]], [[ἀποτελεσματικός]], [[φάρμακον]] Παῦλ. Αἰγ. 3. 78· [[ζῆλος]] Πολύβ. 10. 25, 7. ΙΙ. [[ἀσφαλής]], τὴν ἐπιτευκτικωτάτην (δηλ. χώραν) ὁ αὐτ. 2. 29, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[επιτευκτός]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ [[εὐβουλία]] [[ἕξις]]... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῖς πρακτοῖς βελτίστων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[επιτυχής]], [[αποτελεσματικός]] («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν ἐμβιβάσας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ιδίως]] για [[άμυνα]], [[ασφαλής]] («τὴν ἐπισφαλεστάτην εἴχον χώραν... ἢ [[τοὐναντίον]] τὴν ἐπιτευκτικωτάτην», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτευκτικόν</i><br />το [[θέλγητρο]] για την [[εξασφάλιση]] επιτυχίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτευκτικῶς</i> (Α)<br />με [[επιτηδειότητα]], εύστοχα. | |mltxt=[[ἐπιτευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[επιτευκτός]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ [[εὐβουλία]] [[ἕξις]]... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῖς πρακτοῖς βελτίστων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[επιτυχής]], [[αποτελεσματικός]] («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν ἐμβιβάσας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ιδίως]] για [[άμυνα]], [[ασφαλής]] («τὴν ἐπισφαλεστάτην εἴχον χώραν... ἢ [[τοὐναντίον]] τὴν ἐπιτευκτικωτάτην», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτευκτικόν</i><br />το [[θέλγητρο]] για την [[εξασφάλιση]] επιτυχίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτευκτικῶς</i> (Α)<br />με [[επιτηδειότητα]], εύστοχα. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |