3,258,326
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[παρθένος]] (-ος, -ου, -οιο coni., -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) [[unmarried]] [[girl]] ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Hippodameia (O. 1.88) Ζεφυρία Λοκρὶς [[παρθένος]] (P. 2.19) ἅλικες [[οἷα]] παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς (P. 3.18) [[ἐπεὶ]] παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει [[παρθένος]] Koronis (P. 3.34) ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ [[Cyrene]] (P. 9.6) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει [[οἷον]] εὗρεν [[τεσσαράκοντα]] καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον i. e. his daughters (P. 9.113) παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν the [[daughter]] of Antaios (P. 9.122) [[παντᾷ]] δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.38) τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι [[μέλημα]] (P. 10.59) [[ἀλλά]] οἱ [[παρά]] τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι [[στάν]] the Muses (I. 8.57) ἱστάμεναι χορὸν ([[ταχύ]])ποδα παρθένοι (Pae. 2.100) ἀλλὰ παρθένοι [[γάρ]], ἴσθ' [[ὅτι]], Μοῖσαι, πάντα (Pae. 6.54) βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (Pae. 6.136) ]… παρθ[έ]νῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. [[Λάκαινα]] μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 7. as [[epithet]] of [[Artemis]], [[ἰοχέαιρα]] [[παρθένος]] (P. 2.9) of Athene, [[κυάναιγις]] [[παρθένος]] (O. 13.71) παρ- θένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον [[μέλος]] (P. 12.19) of Hekate, [[φοινικόπεζα]] [[παρθένος]] εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77) of the [[Sphinx]], [[αἴνιγμα]] παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν [[γνάθων]] (Snell: παρθένου codd.) fr. 177d. frag., τὸ δὲ παρθε[ν ?fr. 333a. 12. | |sltr=[[παρθένος]] (-ος, -ου, -οιο coni., -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) [[unmarried]] [[girl]] ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Hippodameia (O. 1.88) Ζεφυρία Λοκρὶς [[παρθένος]] (P. 2.19) ἅλικες [[οἷα]] παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς (P. 3.18) [[ἐπεὶ]] παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει [[παρθένος]] Koronis (P. 3.34) ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ [[Cyrene]] (P. 9.6) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει [[οἷον]] εὗρεν [[τεσσαράκοντα]] καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον i. e. his daughters (P. 9.113) παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν the [[daughter]] of Antaios (P. 9.122) [[παντᾷ]] δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.38) τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι [[μέλημα]] (P. 10.59) [[ἀλλά]] οἱ [[παρά]] τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι [[στάν]] the Muses (I. 8.57) ἱστάμεναι χορὸν ([[ταχύ]])ποδα παρθένοι (Pae. 2.100) ἀλλὰ παρθένοι [[γάρ]], ἴσθ' [[ὅτι]], Μοῖσαι, πάντα (Pae. 6.54) βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (Pae. 6.136) ]… παρθ[έ]νῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. [[Λάκαινα]] μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 7. as [[epithet]] of [[Artemis]], [[ἰοχέαιρα]] [[παρθένος]] (P. 2.9) of Athene, [[κυάναιγις]] [[παρθένος]] (O. 13.71) παρ- θένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον [[μέλος]] (P. 12.19) of Hekate, [[φοινικόπεζα]] [[παρθένος]] εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77) of the [[Sphinx]], [[αἴνιγμα]] παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν [[γνάθων]] (Snell: παρθένου codd.) fr. 177d. frag., τὸ δὲ παρθε[ν ?fr. 333a. 12. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ I 1 [[virgen]], [[doncella]] ἐπίθυε ... ἐπὶ δὲ τῶν κακοποιῶν οὐσίαν κυνὸς καὶ αἰγὸς ποικίλης, ὁμοίως καὶ παρθένου ἀώρου <b class="b3">para los ritos maléficos quema la entidad de un perro, de una cabra moteada y también de una virgen muerta prematuramente</b> P IV 2876 ἡ δεῖνά σοι ἐπιθύει, θεά, ἐχθρόν τι θυμίασμα ... κύνειον ἔμβρυον καὶ ἰχῶρα παρθένου ἀώρου <b class="b3">fulana te presenta una ofrenda odiosa, un embrión de perro y fluido menstrual de una doncella muerta prematuramente</b> P IV 2646 ἡ δεῖνα σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα· αἰγός τε ποικίλης στέαρ καὶ αἷμα καὶ μύσαγμα, ἰχῶρα παρθένου νεκρᾶς <b class="b3">fulana quema en tu honor, diosa, una ofrenda terrible: grasa, sangre y suciedad de una cabra moteada, fluido menstrual de una doncella muerta</b> P IV 2577 ὄψῃ ... ἐρχομένας ... ζʹ παρθένους ἐν βυσσίνοις, ἀσπίδων πρόσωπα ἐχούσας <b class="b3">verás marchar siete doncellas con ropajes de lino, con rostros de áspides</b> P IV 663 ref. a Hécate-Selene δεῦρο, παρθένε, εἰνοδία καὶ ταυροδράκαινα <b class="b3">aquí, virgen, diosa de los caminos, mitad serpiente mitad toro</b> P IV 2613 Ἑκάτη, πολυώνυμε, παρθένε, Κούρα, ἐλθέ, θεά <b class="b3">Hécate, que tienes muchos nombres, doncella, Core, ven, diosa</b> P IV 2745 símbolo de Mene P VII 784 ref. a María ὁ ἐλθὼν διὰ τοῦ Γαβριὴλ ἐν τῇ γαστρὶ τῆς Μαρίας, τῆς παρθένου <b class="b3">el que vino a través de Gabriel al vientre de María, la Virgen</b> C 13 3 SM 31 1 ref. a una cabra καρκίνον ποτάμιον καὶ στῆρ ποικίλης αἰγὸς παρθένου καὶ κυνοκεφάλου κόπρον, ... ταῦτα βάλε εἰς ὅλμον <b class="b3">un cangrejo de río, grasa de una cabra virgen de piel moteada y excremento de papión, echa todo esto en un mortero</b> P IV 2459 P IV 2686 P IV 2709 por ext. y en sent. fig., ref. a tierra σκεύαζε λύχνον ἀμίλτωτον, καὶ κείσθω ἐπὶ λυχνίας πεπλασμένης ἐκ παρθένου γῆς <b class="b3">prepara una lámpara no pintada de rojo, que esté sobre un portalámparas modelado con tierra virgen</b> P II 57 2 [[imagen de doncella]] ref. a una Hécate dibujada Ἑκάτη τριπρόσωπος ... ἡ δὲ μέση παρθένου <b class="b3">una Hécate de tres caras, que la del centro sea de doncella</b> P IV 2123 P IV 2882 II [[Virgo]] signo zodiacal, momento para realizar las prácticas σελήνη ἐν παρθένῳ· πανάλωτον πεποιημένον <b class="b3">Luna en Virgo: ha de realizarse una práctica que todo lo somete</b> P VII 285 P III 275 σελήνης οὔσης ἀνατολικῆς ἐν κριῷ ἢ λέοντι ἢ παρθένῳ ἢ τοξότῃ <b class="b3">cuando la luna esté saliendo en Aries, Leo, Virgo o Sagitario</b> P V 380 πειρῶ δὲ εἶναι τὴν θεὸν ἤτε ἐν ταύρῳ ἢ παρθένῳ ἢ σκορπίῳ ἢ ἐν ὑδρηχόῳ ἢ ἐν ἰχθύσι <b class="b3">procura que la diosa (e.e., la luna) se encuentre en Tauro o en Virgo, en Escorpio, en Acuario o en Piscis</b> P XII 309 | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, [[παρθένα]] Ν<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που διατηρεί άρρηκτο τον παρθενικό της υμένα, που δεν έχει έλθει [[ακόμη]] σε σαρκική [[επαφή]] με άνδρα<br /><b>2.</b> [[κόρη]], [[κορίτσι]], [[κοπέλα]]<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Παρθένος</i><br />α) [[προσωνυμία]] της Παναγίας<br />β) <b>αστρον.</b> [[ζωδιακός]] [[αστερισμός]], ο [[έκτος]] [[κατά]] σειράν του ζωδιακού κύκλου και ο μεγαλύτερος του, που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών αστερισμών του Ζυγού, του Βοιώτου, της Κόμης, της Βερενίκης, του Λέοντος, του Κρατήρος, του Κόρακος, της Ύδρας και της Κεφαλής του Όφεως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «[[μωρά]] [[παρθένος]]» — [[άτομο]] που απέτυχε στους σκοπούς του, όπως οι [[δέκα]] παρθένοι της παραβολής του Ευαγγελίου που έμειναν έξω από τον νυμφώνα λόγω ολιγωρίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μνηστή]], αρραβωνιαστικιά<br /><b>2.</b> άγαμη [[γυναίκα]]<br /><b>3.</b> αθηναϊκό [[νόμισμα]] που έφερε την [[κεφαλή]] της Αθηνάς<br /><b>4.</b> η [[κόρη]] του οφθαλμού<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> α) [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων που διατηρούσαν την [[παρθενία]] τους, όπως της Αθηνάς, της Αρτέμιδος και της Περσεφόνης<br />β) [[προσωνυμία]] της Ιφιγένειας εν Ταύροις<br />γ) [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων της Ρώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και το λατ. <i>virgo</i> «[[παρθένα]]». Εντύπωση προκαλεί και η θεματική [[μορφή]] της λ. σε -<i>ος</i> για ένα όνομα θηλυκού γένους. Στην Ινδοευρωπαϊκή, εξάλλου, δεν μαρτυρείται τ. με ανάλογη σημ. Ανεξακρίβωτη παρεμένει και η [[θεωρία]] ότι πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]] και η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[πόρτις]] «νεαρή [[κόρη]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[παρθενία]], [[παρθενικός]], <i>παρθένιο</i>(<i>ν</i>), [[παρθένιος]], <i>Παρθενών</i>(<i>ας</i>), [[παρθενωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρθενείον]], [[παρθένειος]], [[παρθενιανός]], [[παρθενίας]], [[παρθενίς]], [[παρθενίσκη]], [[παρθενώ]], [[παρθενώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθενεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[παρθενομήτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρθενοκόμος]], [[παρθενοκτόνος]], [[παρθενόλυτος]], [[παρθενοπίπης]], [[παρθενόσφαγος]], [[παρθενοτροφώ]], [[παρθενόχρως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθενομάρτυς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρθενογενής]], [[παρθενογέννητος]], [[παρθενοποιός]], [[παρθενοπρεπής]], [[παρθενόφυτος]], [[παρθενόφωνα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[παρθενοφθορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρθεναγωγείο]], [[παρθεναγωγός]], [[παρθενογένεση]], [[παρθενοκαρπία]], [[παρθενόκισσος]], [[παρθενορραφή]]. (Β' συνθετικό) [[αειπάρθενος]], [[απάρθενος]]<br /><i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξοπάρθενος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αβροπάρθενος</i>, <i>αρχιπάρθενος</i>, [[γλυκυπάρθενος]], [[δυσπάρθενος]], <i>εκπάρθενος</i>, [[ευπάρθενος]], [[κακοπάρθενος]], [[καλλιπάρθενος]], [[μισοπάρθενος]], [[πολυπάρθενος]], [[συμπάρθενος]], [[ταυροπάρθενος]], [[τριπάρθενος]], [[υποπάρθενος]], [[φιλοπάρθενος]], [[ψευδοπάρθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ημιπάρθενος]], [[μητροπάρθενος]].<br /> <b>(II)</b><br />-α, -ο, θηλ. και -ος / [[παρθένος]], -ον, ΝΜΑ, λακων. τ. [[παρσένος]], -ον, Α [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> αυτός που διατηρεί την [[παρθενία]] του<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρθένο, ο [[παρθενικός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]] («παρθένον ψυχὴν ἔχων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παρθένος]]<br />[[άνδρας]] που δεν έχει συνουσιαστεί με [[γυναίκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[παρθένα]] [[βλάστηση]]» — πυκνή και αδιάβατη [[βλάστηση]]<br />β) «παρθένο [[δάσος]]» — [[δάσος]] με πολύ πλούσια [[βλάστηση]] στο οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εισδύσει<br />γ) «παρθένο [[έδαφος]]»<br />i) [[έδαφος]] ανεκμετάλλευτο, δηλ. χέρσο και ακαλλιέργητο επί [[σειρά]] ετών, το οποίο διατηρεί [[ακόμη]] τη [[γονιμότητα]] του<br />ii) <b>μτφ.</b> [[χώρος]] ή [[κατάσταση]] άγνωστα και ανεκμετάλλευτα<br />δ) «παρθένο [[λάδι]]» — αγνό [[λάδι]] από διαλεγμένες ελιές<br />ε) «παρθένο [[μαλλί]]» — [[μαλλί]] που χρησιμοποιείται πρώτη [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πηγή]]) [[καθαρός]], [[αμόλυντος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παρθένος]] γῆ» — το [[χώμα]] της Σάμου για το οποίο θεωρούσαν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, [[παρθένα]] Ν<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που διατηρεί άρρηκτο τον παρθενικό της υμένα, που δεν έχει έλθει [[ακόμη]] σε σαρκική [[επαφή]] με άνδρα<br /><b>2.</b> [[κόρη]], [[κορίτσι]], [[κοπέλα]]<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Παρθένος</i><br />α) [[προσωνυμία]] της Παναγίας<br />β) <b>αστρον.</b> [[ζωδιακός]] [[αστερισμός]], ο [[έκτος]] [[κατά]] σειράν του ζωδιακού κύκλου και ο μεγαλύτερος του, που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών αστερισμών του Ζυγού, του Βοιώτου, της Κόμης, της Βερενίκης, του Λέοντος, του Κρατήρος, του Κόρακος, της Ύδρας και της Κεφαλής του Όφεως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «[[μωρά]] [[παρθένος]]» — [[άτομο]] που απέτυχε στους σκοπούς του, όπως οι [[δέκα]] παρθένοι της παραβολής του Ευαγγελίου που έμειναν έξω από τον νυμφώνα λόγω ολιγωρίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μνηστή]], αρραβωνιαστικιά<br /><b>2.</b> άγαμη [[γυναίκα]]<br /><b>3.</b> αθηναϊκό [[νόμισμα]] που έφερε την [[κεφαλή]] της Αθηνάς<br /><b>4.</b> η [[κόρη]] του οφθαλμού<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> α) [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων που διατηρούσαν την [[παρθενία]] τους, όπως της Αθηνάς, της Αρτέμιδος και της Περσεφόνης<br />β) [[προσωνυμία]] της Ιφιγένειας εν Ταύροις<br />γ) [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων της Ρώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και το λατ. <i>virgo</i> «[[παρθένα]]». Εντύπωση προκαλεί και η θεματική [[μορφή]] της λ. σε -<i>ος</i> για ένα όνομα θηλυκού γένους. Στην Ινδοευρωπαϊκή, εξάλλου, δεν μαρτυρείται τ. με ανάλογη σημ. Ανεξακρίβωτη παρεμένει και η [[θεωρία]] ότι πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]] και η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[πόρτις]] «νεαρή [[κόρη]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[παρθενία]], [[παρθενικός]], <i>παρθένιο</i>(<i>ν</i>), [[παρθένιος]], <i>Παρθενών</i>(<i>ας</i>), [[παρθενωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρθενείον]], [[παρθένειος]], [[παρθενιανός]], [[παρθενίας]], [[παρθενίς]], [[παρθενίσκη]], [[παρθενώ]], [[παρθενώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθενεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[παρθενομήτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρθενοκόμος]], [[παρθενοκτόνος]], [[παρθενόλυτος]], [[παρθενοπίπης]], [[παρθενόσφαγος]], [[παρθενοτροφώ]], [[παρθενόχρως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθενομάρτυς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρθενογενής]], [[παρθενογέννητος]], [[παρθενοποιός]], [[παρθενοπρεπής]], [[παρθενόφυτος]], [[παρθενόφωνα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[παρθενοφθορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρθεναγωγείο]], [[παρθεναγωγός]], [[παρθενογένεση]], [[παρθενοκαρπία]], [[παρθενόκισσος]], [[παρθενορραφή]]. (Β' συνθετικό) [[αειπάρθενος]], [[απάρθενος]]<br /><i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξοπάρθενος</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αβροπάρθενος</i>, <i>αρχιπάρθενος</i>, [[γλυκυπάρθενος]], [[δυσπάρθενος]], <i>εκπάρθενος</i>, [[ευπάρθενος]], [[κακοπάρθενος]], [[καλλιπάρθενος]], [[μισοπάρθενος]], [[πολυπάρθενος]], [[συμπάρθενος]], [[ταυροπάρθενος]], [[τριπάρθενος]], [[υποπάρθενος]], [[φιλοπάρθενος]], [[ψευδοπάρθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ημιπάρθενος]], [[μητροπάρθενος]].<br /> <b>(II)</b><br />-α, -ο, θηλ. και -ος / [[παρθένος]], -ον, ΝΜΑ, λακων. τ. [[παρσένος]], -ον, Α [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> αυτός που διατηρεί την [[παρθενία]] του<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρθένο, ο [[παρθενικός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]] («παρθένον ψυχὴν ἔχων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παρθένος]]<br />[[άνδρας]] που δεν έχει συνουσιαστεί με [[γυναίκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[παρθένα]] [[βλάστηση]]» — πυκνή και αδιάβατη [[βλάστηση]]<br />β) «παρθένο [[δάσος]]» — [[δάσος]] με πολύ πλούσια [[βλάστηση]] στο οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εισδύσει<br />γ) «παρθένο [[έδαφος]]»<br />i) [[έδαφος]] ανεκμετάλλευτο, δηλ. χέρσο και ακαλλιέργητο επί [[σειρά]] ετών, το οποίο διατηρεί [[ακόμη]] τη [[γονιμότητα]] του<br />ii) <b>μτφ.</b> [[χώρος]] ή [[κατάσταση]] άγνωστα και ανεκμετάλλευτα<br />δ) «παρθένο [[λάδι]]» — αγνό [[λάδι]] από διαλεγμένες ελιές<br />ε) «παρθένο [[μαλλί]]» — [[μαλλί]] που χρησιμοποιείται πρώτη [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πηγή]]) [[καθαρός]], [[αμόλυντος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παρθένος]] γῆ» — το [[χώμα]] της Σάμου για το οποίο θεωρούσαν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρθένος''': Λακων. [[παρσένος]] (Ἀριστοφ. Λυσ. 1263-72), ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κόρη]] [[ἄγαμος]], κοινῶς «παρθένα», Ὅμ., κλ.˙ [[ὡσαύτως]] γυνὴ [[παρθένος]] Ἡσ. Θ. 514˙ π. κόρα, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1730˙ π. [[θυγάτηρ]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9˙- [[καθόλου]], [[κοράσιον]] ([[μήπω]] εἰς γάμον ἐλθόν), Ἰλ. Β. 514, Σοφ. Τρ. 1219, Ἀριστοφ. Νεφ. 530˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γυνή]], Σοφ. Τρ. 148, Θεόκρ. 27. 64˙ αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί, τὰ δυστυχῆ μου κοράσια, Σοφ. Ο. Τ. 1462˙ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐπὶ γυναικῶν [[καθόλου]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1219, πρβλ. 1275˙ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ κόρα, Εὐριπ. Ἑλ. 1342, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 943˙- ἐν τῇ Λατ. virgo καὶ puella. 2) Παρθένος, ὡς [[ὄνομα]] τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 5. 11, 10., 10. 34, 8˙ ([[ἐντεῦθεν]], [[νόμισμα]] Ἀθηναϊκὸν ἔχον [[τύπωμα]] κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, «φιλοῦσι δὲ (δηλ. αἱ ἐν Κορίνθῳ ἑταιρίδες) τὰς ἐξ Ἀθηνῶν παρθένους, [[ὅταν]] φέρῃς πολλάς» Πολυδ. Ι´, 75), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2661b· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐριπ. Ἱππ. 17˙ ἐπὶ τῆς ἐν Ταύροις Ἰφιγενείας, Ἡρόδ. 4. 103˙ αἱ ἱεραὶ π., ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων παρθένων ἐν Ρώμῃ, Διον. Ἁλ. 1. 69, Πλούτ., κτλ.˙ [[ὡσαύτως]], αἱ Ἑστιάδες π. Πλουτ. Κικ. 19˙ καὶ [[ἁπλῶς]], αἱ π., Διον. Ἁλ. 2. 66. 3) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου, Ἄρατ. 97. κτλ. 4)= [[κόρη]] ΙΙΙ, ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[παρθενικός]], [[ἁγνός]], παρθένον ψυχὴν ἔχων Εὐριπ. Ἱππ. 1006˙ μίτρη π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319˙ μεταφορ., π. πηγὴ Αἰσχύλου Πέρσ. 613, πρβλ. [[παρθένιος]] ΙΙ˙ ὦ παρθένοι= ὦ παρθένιοι τριήρεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1302. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. [[παρθένος]], ὁ, ἀνὴρ [[ἄγαμος]], Ἀποκάλ. ιδ´, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b, Ἰακωψίου Ἀνθολ. Π. ἐν τῷ Πίνακι. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἄγνωστος]]).- Ἐκκλ., ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἰγνάτ. 717Β, Πολύκαρπ. 1009C, Τατιαν. 862C, 873C· τὸ [[τάγμα]] τῶν παρθένων Μεθόδ. 129Β, Ἀθαν. Ι, 232Β, ΙΙ, 921Β, 953Β, κτλ.˙- ἡ [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 300Β, 1205Α, Ἱππόλ. 624Α, Ὠριγέν. Ι, 668Β, IV, 784Β, Μεθόδ. 349Β, Εὐσ. VI, 833C, Κύριλλ. Ἱερ. 465Β, κλ. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρθένος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κόρη]] [[παρθένα]], άγαμη [[κόρη]], [[παρθένος]], [[κοπέλα]], [[κορίτσι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Παρθένος</i>, ως όνομα της θεάς Αθηνάς στην Αθήνα, λέγεται και για την Άρτεμη κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[παρθενικός]], [[αμόλυντος]], [[αγνός]], <i>πάρθενον ψυχὴν ἔχων</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[παρθένος]] [[πηγή]], σε Αισχύλ.· <i>παρθένοι τριήρεις</i>, παρθενικά, δηλ. καινούρια, [[νέα]] καράβια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως αρσ., [[παρθένος]], <i>ὁ</i>, [[ανύπαντρος]], [[άγαμος]] άντρας, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''παρθένος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κόρη]] [[παρθένα]], άγαμη [[κόρη]], [[παρθένος]], [[κοπέλα]], [[κορίτσι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Παρθένος</i>, ως όνομα της θεάς Αθηνάς στην Αθήνα, λέγεται και για την Άρτεμη κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[παρθενικός]], [[αμόλυντος]], [[αγνός]], <i>πάρθενον ψυχὴν ἔχων</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[παρθένος]] [[πηγή]], σε Αισχύλ.· <i>παρθένοι τριήρεις</i>, παρθενικά, δηλ. καινούρια, [[νέα]] καράβια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως αρσ., [[παρθένος]], <i>ὁ</i>, [[ανύπαντρος]], [[άγαμος]] άντρας, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Κατά μερικούς συγγενεύει μέ τά [[πόρις]], [[πόρτις]] (=[[μοσχαράκι]]) καί τά [[εὐθενέω]] (=[[θάλλω]], [[ἀκμάζω]]), [[εὐθένεια]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[παρθενεία]], [[παρθενεύω]], [[παρθένευμα]], [[παρθένια]] (=τραγούδια παρθένων μέ συνοδεία αὐλοῦ), [[παρθενικός]], [[παρθένιος]], [[παρθενών]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 48: | Line 54: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παρθένος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[maid]], [[maiden]], [[virgin]], [[girl]], Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> Παρθένος, as a [[name]] of [[Athena]] at [[Athens]], of [[Artemis]], etc.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[maiden]], [[virgin]], [[chaste]], πάρθενον ψυχὴν ἔχων Eur.: metaph., π. [[πηγή]] Aesch.; παρθένοι τριήρεις [[maiden]], i. e. new, ships, Ar.<br /><b class="num">III.</b> as masc., [[παρθένος]], an [[unmarried]] man, NTest. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=[[παρθένος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[maid]], [[maiden]], [[virgin]], [[girl]], Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> Παρθένος, as a [[name]] of [[Athena]] at [[Athens]], of [[Artemis]], etc.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[maiden]], [[virgin]], [[chaste]], πάρθενον ψυχὴν ἔχων Eur.: metaph., π. [[πηγή]] Aesch.; παρθένοι τριήρεις [[maiden]], i. e. new, ships, Ar.<br /><b class="num">III.</b> as masc., [[παρθένος]], an [[unmarried]] man, NTest. [deriv. uncertain] | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[girl]], [[unmarried girl]], [[unmarried maiden]], [[virgin]] | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 57: | Line 66: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':parqšnoj 爬而帖挪士<br />'''詞類次數''':名詞(14)<br />'''原文字根''':在旁 安置(的) 相當於: ([[בְּתוּלָה]]‎) ([[עַלְמָה]]‎)<br />'''字義溯源''':童女*,處女,女兒,童身。馬太福音與路加福音都記載,童女馬利亞從聖靈懷孕生出聖者主耶穌,而稱為神的兒子( 路1:35)。所以主耶穌是真神,也是真人,能符合神的要求,照著神的計劃而完成了救贖工作<br />'''同源字''':1) ([[παρθενία]])童女時期 2) ([[παρθένος]])童女<br />'''出現次數''':總共(15);太(4);路(2);徒(1);林前(6);林後(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 童女(5) 太1:23; 太25:1; 太25:7; 太25:11; 路1:27;<br />2) 女兒(3) 林前7:36; 林前7:37; 林前7:38;<br />3) 處女(3) 徒21:9; 林前7:28; 林前7:34;<br />4) 把一個⋯童女(1) 林後11:2;<br />5) 童身(1) 啓14:4;<br />6) 童身的人(1) 林前7:25;<br />7) 一個童女(1) 路1:27 | |sngr='''原文音譯''':parqšnoj 爬而帖挪士<br />'''詞類次數''':名詞(14)<br />'''原文字根''':在旁 安置(的) 相當於: ([[בְּתוּלָה]]‎) ([[עַלְמָה]]‎)<br />'''字義溯源''':童女*,處女,女兒,童身。馬太福音與路加福音都記載,童女馬利亞從聖靈懷孕生出聖者主耶穌,而稱為神的兒子( 路1:35)。所以主耶穌是真神,也是真人,能符合神的要求,照著神的計劃而完成了救贖工作<br />'''同源字''':1) ([[παρθενία]])童女時期 2) ([[παρθένος]])童女<br />'''出現次數''':總共(15);太(4);路(2);徒(1);林前(6);林後(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 童女(5) 太1:23; 太25:1; 太25:7; 太25:11; 路1:27;<br />2) 女兒(3) 林前7:36; 林前7:37; 林前7:38;<br />3) 處女(3) 徒21:9; 林前7:28; 林前7:34;<br />4) 把一個⋯童女(1) 林後11:2;<br />5) 童身(1) 啓14:4;<br />6) 童身的人(1) 林前7:25;<br />7) 一個童女(1) 路1:27 | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |