3,274,916
edits
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikaioo | |Transliteration C=dikaioo | ||
|Beta Code=dikaio/w | |Beta Code=dikaio/w | ||
|Definition=Ion. impf. < | |Definition=Ion. impf.<br><span class="bld">A</span> ἐδικαίευν Hdt.1.100: fut. <b class="b3">δικαιώσω</b> Orac. ap. eund.5.92.β, Th.5.26; δικαιώσομαι Id.3.40:aor. ἐδικαίωσα Id.2.71:—Pass., fut. δικαιωθήσομαι [[LXX]] ''Si.''18.2: aor. ἐδικαιώθην A.''Ag.'' 393 (lyr.): pf. δεδικαίωμαι [[LXX]] ''Ez.''21.13(18).<br><span class="bld">I</span> [[set right]], νόμος… δικαιῶν τὸ βιαιότατον Pi.''Fr.''169.3; [[δικαιωθείς]] = [[proved]], [[tested]], A. l. c.<br><span class="bld">II</span> [[hold]] or [[deem right]], [[claim]] or [[demand as a right]], c. inf., Hdt.1.89, 133, Hp.''Fract.''31; δεινά με δικαιοῖ δρᾶν S.''OT''640, cf. 575; δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτήν Th.2.41: with inf. omitted, <b class="b3">οὕτω δικαιόω</b> (''[[sc.]]'' [[γενέσθαι]]) Hdt.9.42; <b class="b3">δίκας δικαιόω</b> (''[[sc.]]'' [[γενέσθαι]]) ib.93; ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ S.''Ph.''781; οὐκ ὀρθῶς δ. Th.5.26; [[pronounce judgement]], Id.2.71: c. inf., ἐδικαίωσεν ἀποδοῦναι ἡμᾶς τὸ κεφάλαιον ''PRyl.''119.14 (i A. D.); [[consent]], δουλεύειν Hdt.2.172, cf. 6.86; <b class="b3">οὐκ ἐδικαίου οὐδένα οἱ ἐσαγγεῖλαι</b> he [[would]] not [[allow]]… Id.3.118:—Pass., τὸ δικαιωθὲν ὑπό τινος [[that which is ordained]], D.H.10.1.<br><span class="bld">III</span> [[do a man right]] or [[do a man justice]]: hence,<br><span class="bld">1</span> [[chastise]], [[punish]], Hdt.1.100:—Pass., Id.3.29, Pl.''Lg.''934b, D.C.''Fr.''57.47; [[pass sentence on]], ὑμᾶς αὐτοὺς δικαιώσεσθε Th.3.40.<br><span class="bld">2</span> Pass., also, [[have right done one]], opp. [[ἀδικεῖσθαι]], Arist.''EN''1136a18.<br><span class="bld">3</span> [[pronounce and treat as righteous]], [[justify]], [[vindicate]], [[LXX]] ''Ex.''23.7, ''Je.''3.11; ἑαυτούς ''Ev.Luc.''16.15, etc.:—freq. in Pass., ib.7.35, etc. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῐκαιόω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. pres. part. δικαιεῦντος Hdt.9.42; impf. 2<sup>a</sup> sg. ἐδικαίευ Hdt.1.100]<br /><b class="num">I</b> c. ac.<br /><b class="num">1</b> [[considerar justo]] (δίκας) Hdt.9.93, en v. pas. τὸ δικαιωθὲν ὑπ' ἐκείνων τοῦτο νόμος ἦν D.H.10.1.<br /><b class="num">2</b> [[justificar]] νόμος ... [[ἄγει]] δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί Pi.<i>Fr</i>.169a.3, τὴν θείαν ... κρίσιν Eus.<i>HE</i> 8.2.2, en v. pas. κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος <i>Eu.Luc</i>.18.14, καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ πάντων τῶν τέκνων αὐτῆς <i>Eu.Luc</i>.7.35, cf. <i>Eu.Matt</i>.11.19, ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας <i>Ep.Rom</i>.6.7, ἀπὸ πάντων ... ἐν νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι <i>Act.Ap</i>.13.38<br /><b class="num">•</b>c. un pred. τοῦτο γὰρ ... ἀνδράσι δὲ ἀνάρμοστον ἐδικαίωσεν pues esto lo justificó como inapropiado para los hombres</i>, <i>Const.App</i>.1.3.11.<br /><b class="num">3</b> [[someter a la justicia]], [[castigar]], [[condenar]] τοῦτον Hdt.1.100, ὀλίγους D.C.57.47, Κόρινθον <i>AP</i> 14.86, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ὑμᾶς δὲ αὐτοὺς μᾶλλον δικαιώσεσθε Th.3.40<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[sufrir castigo]] κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον ... μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς el hombre injusto, A.<i>A</i>.393, οἱ δὲ ἱρέες ἐδικαιεῦντο Hdt.3.29, τοὺς ἰδόντας αὐτὸν δικαιούμενον Pl.<i>Lg</i>.934b, οἱ δικαιούμενοι los condenados</i> D.C.58.5.6, cf. Poll.8.25.<br /><b class="num">4</b> [[tratar con justicia]], [[defender los derechos de]] χήραν [[LXX]] <i>Is</i>.1.17, οὐ δικαιώσεις τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων [[LXX]] <i>Ex</i>.23.7, en v. pas., op. [[ἀδικεῖσθαι]]: ἔνιοι γὰρ δικαιοῦνται οὐχ ἑκόντες Arist.<i>EN</i> 1136<sup>a</sup>22, [[ἔνθα]] πάντες δικαιοῦνται, μόνη [[ἔγωγε]] ἠδίκημαι ἀδίκως Aesop.255.<br /><b class="num">5</b> en la Biblia, c. sent. legal [[declarar justo]] καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν θεόν <i>Eu.Luc</i>.7.29, ἑαυτούς <i>Eu.Luc</i>.16.15, en v. pas. κύριος μόνος δικαιωθήσεται [[LXX]] <i>Si</i>.18.2, ὁ ἀγαπῶν χρυσίον οὐ δικαιωθήσεται [[LXX]] <i>Si</i>.31.5, τὰ κρίματα κυρίου ... δεδικαιωμένα [[LXX]] <i>Ps</i>.18.10, <i>Is</i>.42.21.<br /><b class="num">6</b> fact. [[hacer (que sea) justo]] τοῦτον ὁ μισθὸς δικαιοῖ la recompensa (en el más allá) hace que ése sea justo</i> Clem.Al.<i>Strom</i>.4.22.144, τὸν ἀνθρώπου βίον Cels.Phil.4.7.<br /><b class="num">II</b> c. inf.<br /><b class="num">1</b> [[considerar justo o conveniente]], [[creer oportuno]] μαθεῖν S.<i>OT</i> 575, δρᾶσαι S.<i>OT</i> 640, cf. <i>Ai</i>.1072, <i>Tr</i>.1244, πειρᾶν τῆς πόλιος Hdt.6.82, σημαίνειν Hdt.1.89, cf. 2.172, 3.118, θάψαι E.<i>Supp</i>.526, cf. <i>Heracl</i>.190, μὴ ἀφαιρεθῆναι Th.2.41, εἴρια ἐπιδεῖν Hp.<i>Fract</i>.31, ἀποδοῦναι ἡμᾶς τὸ κεφάλαιον <i>PRyl</i>.119.14 (I d.C.), ἀγοράσαι <i>PGiss</i>.47.16 (II d.C.), cf. Ph.1.470, Plu.2.97e, <i>Pomp</i>.23, Luc.<i>Syr.D</i>.54, D.H.1.87, Athenag.<i>Res</i>.5.1, c. el inf. sobreentendido ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ S.<i>Ph</i>.781, cf. Th.2.71<br /><b class="num">•</b>c. ὥστε S.<i>OC</i> 1350.<br /><b class="num">2</b> tard. [[pensar]], [[opinar]] πάντας ἀνίστασθαι ... αὐτοὶ δικαιοῦσιν Athenag.<i>Res</i>.14.6, τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου ... μὴ παρέρχεσθαι Mac.Magn.<i>Apocr</i>.4.11, cf. Ath.Al.M.28.1189B.<br /><b class="num">III</b> | |dgtxt=(δῐκαιόω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. pres. part. δικαιεῦντος Hdt.9.42; impf. 2<sup>a</sup> sg. ἐδικαίευ Hdt.1.100]<br /><b class="num">I</b> c. ac.<br /><b class="num">1</b> [[considerar justo]] (δίκας) Hdt.9.93, en v. pas. τὸ δικαιωθὲν ὑπ' ἐκείνων τοῦτο νόμος ἦν D.H.10.1.<br /><b class="num">2</b> [[justificar]] νόμος ... [[ἄγει]] δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί Pi.<i>Fr</i>.169a.3, τὴν θείαν ... κρίσιν Eus.<i>HE</i> 8.2.2, en v. pas. κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος <i>Eu.Luc</i>.18.14, καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ πάντων τῶν τέκνων αὐτῆς <i>Eu.Luc</i>.7.35, cf. <i>Eu.Matt</i>.11.19, ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας <i>Ep.Rom</i>.6.7, ἀπὸ πάντων ... ἐν νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι <i>Act.Ap</i>.13.38<br /><b class="num">•</b>c. un pred. τοῦτο γὰρ ... ἀνδράσι δὲ ἀνάρμοστον ἐδικαίωσεν pues esto lo justificó como inapropiado para los hombres</i>, <i>Const.App</i>.1.3.11.<br /><b class="num">3</b> [[someter a la justicia]], [[castigar]], [[condenar]] τοῦτον Hdt.1.100, ὀλίγους D.C.57.47, Κόρινθον <i>AP</i> 14.86, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ὑμᾶς δὲ αὐτοὺς μᾶλλον δικαιώσεσθε Th.3.40<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[sufrir castigo]] κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον ... μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς el hombre injusto, A.<i>A</i>.393, οἱ δὲ ἱρέες ἐδικαιεῦντο Hdt.3.29, τοὺς ἰδόντας αὐτὸν δικαιούμενον Pl.<i>Lg</i>.934b, οἱ δικαιούμενοι los condenados</i> D.C.58.5.6, cf. Poll.8.25.<br /><b class="num">4</b> [[tratar con justicia]], [[defender los derechos de]] χήραν [[LXX]] <i>Is</i>.1.17, οὐ δικαιώσεις τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων [[LXX]] <i>Ex</i>.23.7, en v. pas., op. [[ἀδικεῖσθαι]]: ἔνιοι γὰρ δικαιοῦνται οὐχ ἑκόντες Arist.<i>EN</i> 1136<sup>a</sup>22, [[ἔνθα]] πάντες δικαιοῦνται, μόνη [[ἔγωγε]] ἠδίκημαι ἀδίκως Aesop.255.<br /><b class="num">5</b> en la Biblia, c. sent. legal [[declarar justo]] καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν θεόν <i>Eu.Luc</i>.7.29, ἑαυτούς <i>Eu.Luc</i>.16.15, en v. pas. κύριος μόνος δικαιωθήσεται [[LXX]] <i>Si</i>.18.2, ὁ ἀγαπῶν χρυσίον οὐ δικαιωθήσεται [[LXX]] <i>Si</i>.31.5, τὰ κρίματα κυρίου ... δεδικαιωμένα [[LXX]] <i>Ps</i>.18.10, <i>Is</i>.42.21.<br /><b class="num">6</b> fact. [[hacer (que sea) justo]] τοῦτον ὁ μισθὸς δικαιοῖ la recompensa (en el más allá) hace que ése sea justo</i> Clem.Al.<i>Strom</i>.4.22.144, τὸν ἀνθρώπου βίον Cels.Phil.4.7.<br /><b class="num">II</b> c. inf.<br /><b class="num">1</b> [[considerar justo o conveniente]], [[creer oportuno]] μαθεῖν S.<i>OT</i> 575, δρᾶσαι S.<i>OT</i> 640, cf. <i>Ai</i>.1072, <i>Tr</i>.1244, πειρᾶν τῆς πόλιος Hdt.6.82, σημαίνειν Hdt.1.89, cf. 2.172, 3.118, θάψαι E.<i>Supp</i>.526, cf. <i>Heracl</i>.190, μὴ ἀφαιρεθῆναι Th.2.41, εἴρια ἐπιδεῖν Hp.<i>Fract</i>.31, ἀποδοῦναι ἡμᾶς τὸ κεφάλαιον <i>PRyl</i>.119.14 (I d.C.), ἀγοράσαι <i>PGiss</i>.47.16 (II d.C.), cf. Ph.1.470, Plu.2.97e, <i>Pomp</i>.23, Luc.<i>Syr.D</i>.54, D.H.1.87, Athenag.<i>Res</i>.5.1, c. el inf. sobreentendido ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ S.<i>Ph</i>.781, cf. Th.2.71<br /><b class="num">•</b>c. ὥστε S.<i>OC</i> 1350.<br /><b class="num">2</b> tard. [[pensar]], [[opinar]] πάντας ἀνίστασθαι ... αὐτοὶ δικαιοῦσιν Athenag.<i>Res</i>.14.6, τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου ... μὴ παρέρχεσθαι Mac.Magn.<i>Apocr</i>.4.11, cf. Ath.Al.M.28.1189B.<br /><b class="num">III</b> usos abs.<br /><b class="num">1</b> c. adv. [[emitir un juicio]], [[dar una interpretación]], [[estimar]] τούτου δὲ οὕτω δικαιεῦντος ἀντέλεγε οὐδείς habiendo él dado esta interpretación nadie replicó</i> Hdt.9.42, εἶχε δὲ καὶ ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ἀποστάσεως μᾶλλον ᾗ οἱ Ἀθηναῖοι ἐδικαίουν la verdad sobre la defección era más bien como la interpretaban los atenienses</i> Th.4.122.<br /><b class="num">2</b> [[hacer justicia]], [[vengar]] τὸν δικαιώσοντα, πολλάκις καὶ ἐπὶ πολλῶν εὑρεῖν ἐστιν Plb.3.31.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐκαιόω''': Ἰων. ἀπαρέμφ. [[δικαιεῦν]], Ἡρόδ. 6.82· μέλλ. -ώσω. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5.92, Θουκ. 5.26· -ώσομαι Θουκ 3.40 ἀόρ. ἐδικαίωσα ὁ αὐτ. 2.71. - Παθ. μέλλ. -ωθήσομαι Ἑβδ. Ι. ἐπανορθῶ, διορθώνω, [[νόμος]]… δικαιῶν τὸ βιαιότατον Πίνδ. Ἀποσπ. 151.4· -δικαιωθείς, δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. θεωρῶ ὡς δίκαιον, [[νομίζω]] κατάλληλον, ἔχω ἀξιώσεις ἢ ἀπαιτῶ τι ὡς δίκαιον, κτλ. μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ [[ἀξιόω]] Ἡρόδ. 1.89, 113, Ἱππ. Ἀγμ. 772· δεινά με δρᾶσαι δικαιοῖ Σοφ. Ο.Τ. 640, πρβλ 575. δ. τι γενέσθαι Ἡρόδ. 9.93· δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν Θουκ. 2.41· τὸ ἀπαρέμφ. [[πολλάκις]] παραλείπεται, ὡς οὕτω δ. (γενέσθαι) Ἡρόδ. 9.42· [[οὕτως]], [[ὅποι]] ποτὲ θεὸς δικαιοῖ Σοφ. Φ.780· -συναινῶ, δουλεύειν Ἡρόδ. 2.172· οὐ δ., ἀρνοῦμαι, δὲν συναινῶ, Θουκ. 2.172· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξῃ τίς τι, Ἡρόδ. 3.118. - Παθ. τὸ δικαιωθέν, ὅ,τι ἔχει ὁρισθῆ, Διον, Ἁλ. 10.1. ΙΙΙ. [[ἀπονέμω]] δικαιοσύνην εἴς τινα, [[δικάζω]], ὅ ἐ. 1) [[καταδικάζω]], κατὰ μέσ. μέλλ., Θουκ. 3.40· [[κολάζω]], τιμωρῶ, Ἡρόδ. 1.100, 3.29, πρβλ. Cic. 2 Verr. 5.57, Ruhnk. Τίμ. - Παθ., ἀποδίδοται εἰς ἐμὲ [[δικαιοσύνη]], ἀντίθ. ἀδικεῖσθαι, Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 5.9,2· τιμωροῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 934Β.<br />2) κηρύττω τινὰ δίκαιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κγ΄,7, Ἱερ. γ΄,11), Εὐαγγ. κ.Λουκ. ις΄, 15, κτλ.· συχνὸν ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]] ζ΄,35, κτλ. | |lstext='''δῐκαιόω''': Ἰων. ἀπαρέμφ. [[δικαιεῦν]], Ἡρόδ. 6.82· μέλλ. -ώσω. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5.92, Θουκ. 5.26· -ώσομαι Θουκ 3.40 ἀόρ. ἐδικαίωσα ὁ αὐτ. 2.71. - Παθ. μέλλ. -ωθήσομαι Ἑβδ. Ι. ἐπανορθῶ, διορθώνω, [[νόμος]]… δικαιῶν τὸ βιαιότατον Πίνδ. Ἀποσπ. 151.4· -δικαιωθείς, δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. θεωρῶ ὡς δίκαιον, [[νομίζω]] κατάλληλον, ἔχω ἀξιώσεις ἢ ἀπαιτῶ τι ὡς δίκαιον, κτλ. μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ [[ἀξιόω]] Ἡρόδ. 1.89, 113, Ἱππ. Ἀγμ. 772· δεινά με δρᾶσαι δικαιοῖ Σοφ. Ο.Τ. 640, πρβλ 575. δ. τι γενέσθαι Ἡρόδ. 9.93· δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν Θουκ. 2.41· τὸ ἀπαρέμφ. [[πολλάκις]] παραλείπεται, ὡς οὕτω δ. (γενέσθαι) Ἡρόδ. 9.42· [[οὕτως]], [[ὅποι]] ποτὲ θεὸς δικαιοῖ Σοφ. Φ.780· -συναινῶ, δουλεύειν Ἡρόδ. 2.172· οὐ δ., ἀρνοῦμαι, δὲν συναινῶ, Θουκ. 2.172· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξῃ τίς τι, Ἡρόδ. 3.118. - Παθ. τὸ δικαιωθέν, ὅ,τι ἔχει ὁρισθῆ, Διον, Ἁλ. 10.1. ΙΙΙ. [[ἀπονέμω]] δικαιοσύνην εἴς τινα, [[δικάζω]], ὅ ἐ. 1) [[καταδικάζω]], κατὰ μέσ. μέλλ., Θουκ. 3.40· [[κολάζω]], τιμωρῶ, Ἡρόδ. 1.100, 3.29, πρβλ. Cic. 2 Verr. 5.57, Ruhnk. Τίμ. - Παθ., ἀποδίδοται εἰς ἐμὲ [[δικαιοσύνη]], ἀντίθ. ἀδικεῖσθαι, Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 5.9,2· τιμωροῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 934Β.<br />2) κηρύττω τινὰ δίκαιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κγ΄,7, Ἱερ. γ΄,11), Εὐαγγ. κ.Λουκ. ις΄, 15, κτλ.· συχνὸν ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]] ζ΄,35, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[δικιώνω]] (AM [[δικαιῶ]], [[δικαιόω]] Μ και [[δικαιώνω]]) [[δίκαιος]]<br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] ή κάποιον ως [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[δικαιολογώ]], [[υπερασπίζω]]<br /><b>3.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]], [[δικάζω]]<br /><b>4.</b> [[απαλλάσσω]] από [[κατηγορία]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <b>εκκλ.</b> απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b><br /><b>1.</b> <i>δικαιώνομαι</i><br />εκ τών υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν σωστές οι προβλέψεις μου<br /><b>2.</b> <i>δικαιούμαι</i><br />έχω νόμιμο [[δικαίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νομίζω]] κατάλληλο, έχω [[αξίωση]], [[απαιτώ]] [[κάτι]] ως [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[συναινώ]], [[επιτρέπω]]<br /><b>3.</b> [[καταδικάζω]]<br /><b>4.</b> [[κολάζω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>5.</b> [[εκφέρω]] [[κρίση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[βρίσκω]] το δίκιο μου. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 35: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῐκαιόω:''' Ιων. παρατ. [[δικαιεῦν]], μέλ. <i>-ώσω</i> και <i>-ώσομαι</i>, αόρ. | |lsmtext='''δῐκαιόω:''' Ιων. παρατ. [[δικαιεῦν]], μέλ. <i>-ώσω</i> και <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδικαίωσα</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐδικαιώθην</i> ([[δίκαιος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σωστό, [[επανορθώνω]], [[διορθώνω]] — Παθ., <i>δικαιωθείς</i>, δοκιμασμένος, ελεγμένος, [[αποδεδειγμένος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] [[δίκαιο]], το [[θεωρώ]] κατάλληλο, έχω την [[αξίωση]], [[απαιτώ]] [[κάτι]] ως [[δίκαιο]], με απαρ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με [[παράλειψη]] απαρ., όπως στο [[οὕτω]] δικαιοῦν (ενν. [[γενέσθαι]]), στον ίδ.· [[συναινώ]], <i>δουλεύειν</i>, στον ίδ.· <i>οὐ δ</i>., [[αρνούμαι]], δεν [[συναινώ]], σε Θουκ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[επιθυμώ]] να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]] σε κάποιον ή (του) [[δίνω]] δίκιο, [[δικάζω]], [[κρίνω]], δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> [[καταδικάζω]], σε Θουκ.· [[κολάζω]], [[τιμωρώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδίδω]] [[δίκαιο]] σε κάποιον, [[αθωώνω]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |