στεφανώνω: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=στεφανῶ, -όω, ΝΜΑ [[στέφανος]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῦν
|mltxt=[[στεφανῶ]], [[στεφανόω]], ΝΜΑ [[στέφανος]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῦν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απονέμω]] [[στέφανο]] ως [[βραβείο]], [[επιβραβεύω]] («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας [[οὕνεκα]] στεφανοῦσι καὶ τιμῶσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθέτω]] στο [[κεφάλι]] κάποιου γαμήλιο [[στέφανο]] («ἐν τῷ στεφάνῳ ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ [[μήτηρ]] αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κουμπάρο) [[αλλάζω]] τα γαμήλια στέφανα<br /><b>2.</b> (για γονείς και συγγενείς) [[τελώ]] τους γάμους, [[παντρεύω]] («[[μεθαύριο]] στεφανώνουμε τον γιο μας»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) [[στεφανωμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />συζευγμένος, παντρεμένος, [[έγγαμος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ιερωμένο) [[τελώ]] το [[μυστήριο]] του γάμου («τους στεφάνωσε ο [[μητροπολίτης]]»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(μτβ. και αμτβ.) [[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[περικυκλώνω]] (α. «ο Λίβανος καπνίζει / [[στεφανωμένος]] [[καταχνιά]]», Γρυπ.<br />β. «τείχεσιν ἐστεφάνωσεν», Διον. Περ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[δόξα]], [[τιμή]] σε κάποιον («δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] σαν [[στεφάνι]] («περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν» — κατασκεύασαν φραγμό [[ολόγυρα]], Οππ.)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>στεφανοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />τίθεμαι ή βρίσκομαι [[γύρω]] [[γύρω]] από [[κάτι]] σαν [[στεφάνι]], σαν [[γύρος]] (α. «ἀμφὶ δ' [[ὅμιλος]] [[ἀπείριτος]] ἐστεφάνωτο», Ύμν. Αφρ.<br />β. «ἄστρα..., τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αμείβω]] κάποιον με χρηματικό [[δώρο]], [[ανταμείβω]] με χρήματα<br /><b>4.</b> [[τιμώ]] κάποιον προσφέροντας σπονδές («τύμβον στεφανοῦν αἵματι χλωρῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιθέτω]] σε άρχοντα τα διακριτικά του αξιώματος του<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> (για νικητές σε αγώνα) [[παίρνω]] [[στέφανο]] ως [[βραβείο]]<br /><b>7.</b> (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>στεφανοῦσα</i><br />[[ονομασία]] ανδριάντα κατασκευασμένου από τον Πραξιτέλη.
», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απονέμω]] [[στέφανο]] ως [[βραβείο]], [[επιβραβεύω]] («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας [[οὕνεκα]] στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθέτω]] στο [[κεφάλι]] κάποιου γαμήλιο [[στέφανο]] («ἐν τῷ στεφάνῳ ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ [[μήτηρ]] αὐτοῡ ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῡ», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κουμπάρο) [[αλλάζω]] τα γαμήλια στέφανα<br /><b>2.</b> (για γονείς και συγγενείς) [[τελώ]] τους γάμους, [[παντρεύω]] («[[μεθαύριο]] στεφανώνουμε τον γιο μας»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) [[στεφανωμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />συζευγμένος, παντρεμένος, [[έγγαμος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ιερωμένο) [[τελώ]] το [[μυστήριο]] του γάμου («τους στεφάνωσε ο [[μητροπολίτης]]»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(μτβ. και αμτβ.) [[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[περικυκλώνω]] (α. «ο Λίβανος καπνίζει / [[στεφανωμένος]] [[καταχνιά]]», Γρυπ.<br />β. «τείχεσιν ἐστεφάνωσεν», Διον. Περ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[δόξα]], [[τιμή]] σε κάποιον («δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] σαν [[στεφάνι]] («περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν» — κατασκεύασαν φραγμό [[ολόγυρα]], Οππ.)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>στεφανοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />τίθεμαι ή βρίσκομαι [[γύρω]] [[γύρω]] από [[κάτι]] σαν [[στεφάνι]], σαν [[γύρος]] (α. «ἀμφὶ δ' [[ὅμιλος]] [[ἀπείριτος]] ἐστεφάνωτο», Ύμν. Αφρ.<br />β. «ἄστρα..., τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αμείβω]] κάποιον με χρηματικό [[δώρο]], [[ανταμείβω]] με χρήματα<br /><b>4.</b> [[τιμώ]] κάποιον προσφέροντας σπονδές («τύμβον στεφανοῦναἵματι χλωρῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιθέτω]] σε άρχοντα τα διακριτικά του αξιώματος του<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> (για νικητές σε αγώνα) [[παίρνω]] [[στέφανο]] ως [[βραβείο]]<br /><b>7.</b> (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>στεφανοῡσα</i><br />[[ονομασία]] ανδριάντα κατασκευασμένου από τον Πραξιτέλη.
}}
}}