υπναράς: Difference between revisions
From LSJ
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. υπναρού, Ν<br />αυτός που του αρέσει πολύ ο ύπνος, αυτός που κοιμάται πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύπνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αράς</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=ο, θηλ. υπναρού, Ν<br />αυτός που του αρέσει πολύ ο ύπνος, αυτός που κοιμάται πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύπνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αράς</i> (<b>πρβλ.</b> [[δουλευταράς]], [[χορευταράς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο, θηλ. υπναρού, Ν
αυτός που του αρέσει πολύ ο ύπνος, αυτός που κοιμάται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύπνος + κατάλ. -αράς (πρβλ. δουλευταράς, χορευταράς)].