χρειαζούμενος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(46) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[αναγκαίος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα χρειαζούμενα</i><br />α) τα απαραίτητα για την [[επιτέλεση]] ενός έργου («[[προτού]] φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει [[μαζί]] σου όλα τα χρειαζούμενα»)<br />β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού έπιπλα και σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρειάζομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούμενος</i>, [[κατά]] τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρ. (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[αναγκαίος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα χρειαζούμενα</i><br />α) τα απαραίτητα για την [[επιτέλεση]] ενός έργου («[[προτού]] φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει [[μαζί]] σου όλα τα χρειαζούμενα»)<br />β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού έπιπλα και σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρειάζομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούμενος</i>, [[κατά]] τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρ. (<b>πρβλ.</b> [[γραμματιζούμενος]], [[πετούμενος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 8 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. χρήσιμος, αναγκαίος
2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα χρειαζούμενα
α) τα απαραίτητα για την επιτέλεση ενός έργου («προτού φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει μαζί σου όλα τα χρειαζούμενα»)
β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού έπιπλα και σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρειάζομαι + κατάλ. -ούμενος, κατά τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρ. (πρβλ. γραμματιζούμενος, πετούμενος)].