τροπός: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />ο [[τροπωτήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- της ρίζας του [[τρέπω]]. Ο τ. στη [[λήγουσα]] αναλογικά [[προς]] το [[τροφός]]).
|mltxt=ο, ΝΑ<br />ο [[τροπωτήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- της ρίζας του [[τρέπω]]. Ο τ. στη [[λήγουσα]] αναλογικά [[προς]] το [[τροφός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπός Medium diacritics: τροπός Low diacritics: τροπός Capitals: ΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: tropós Transliteration B: tropos Transliteration C: tropos Beta Code: tropo/s

English (LSJ)

ὁ, twisted leather thong, with which the oar was fastened to the thole, τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782, 8.53; τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courroie pour attacher la rame au bord du navire.
Étymologie: τρέπω.

English (Autenrieth)

pl., thongs or straps, by means of which oars were loosely attached to the thole-pins (κληῖδες), Od. 4.782 and Od. 8.53. (See cut No. 32, d. Α later different arrangement is seen in the following cut, and in No. 38.)

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο τροπωτήρας
αρχ.
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας του τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός].

Greek Monotonic

τροπός: ὁ (τρέπω), ιμάντας από στριμμένο δέρμα, με το οποίο προσέδεναν το κουπί στο σκαλμό, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροπός -οῦ, ὁ [τρέπω] strop (aan roeiriem).

German (Pape)

ὁ, ein gedrehter, lederner Riemen, mit dem die Ruder an der Ruderbank befestigt waren; δερμάτινοι, Od. 4.782, 8.53; Opp. Hal. 5.359.
Bei Sp. auch ein Balken, wie τράπηξ, τράφηξ, Moschio bei Ath. V.208c.

Russian (Dvoretsky)

τροπός: ὁ Hom. = τροπωτήρ.

Middle Liddell

τροπός, οῦ, ὁ, τρέπω
a twisted leather thong, with which the oar was fastened to the thole, Od.