διαδότης: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[διαδότης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[διαδοσίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπάλληλος]] επιφορτισμένος να διανέμει στους στρατιώτες είδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διαδίδω]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μαυρογένη στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=ο (Α [[διαδότης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[διαδοσίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπάλληλος]] επιφορτισμένος να διανέμει στους στρατιώτες είδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διαδίδω]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μαυρογένη στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[distributor]]===
Arabic: قَاسِم‎; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: [[verspreider]]; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: [[Verteiler]]; Greek: [[διανομέας]]; Ancient Greek: [[ἀναπομπός]], [[ἀπονεμητής]], [[διαδότης]], [[διαιρέτης]], [[διανεμητής]], [[διανομεύς]], [[ἐπιδότης]], [[ἐπιδώτης]], [[ἐπιμεριστής]], [[μεριστής]], [[νομεύς]], [[ταμίας]], [[ταμιευτής]], [[ταμίης]]; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: [[divisor]]; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: [[дистрибьютор]], [[распределитель]]; Spanish: [[distribuidor]]; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör
}}
}}