ἐρι-: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - " ;" to ";")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eri-
|Transliteration C=eri-
|Beta Code=e)ri
|Beta Code=e)ri
|Definition=insepar. Particle, <span class="sense"><span class="bld">A</span> like [[ἀρι-]], used as a prefix to strengthen the sense of a word, <b class="b2">very, much;</b> mostly Ep. and Lyr.</span>
|Definition=insepar. Particle, like [[ἀρι-]], used as a prefix to strengthen the sense of a word, [[very]], [[much]]; mostly Ep. and Lyr.
}}
}}
{{ls
{{FriskDe
|lstext='''ἐρῐ-''': ἀχώριστον [[μόριον]] ὡς τὸ ἀρι-, προτιθέμενον τῶν λέξεων πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ. καὶ Λυρ. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐρῑ· πολύ, μέγα, ἰσχυρόν».
|ftr='''ἐρι-''': {eri-}<br />'''Grammar''': untrennbares verstärkendes Präfix<br />'''Meaning''': [[sehr]], [[hoch]] (ep. poet. seit Il.),<br />'''Composita''': vorwiegend in Bahivrihi wie [[ἐρίγδουπος]], [[ἐρισθενής]], [[ἐρίτιμος]], [[ἐριαύχην]]; auch [[ἐριβρεμέτης]], [[ἐρίδματος]] (A. ''Ag''. 1461 [lyr.]) u. a.; vgl. Chantraine REGr. 49, 406.<br />'''Etymology''': Neben [[ἐρι-]] steht in derselben Bedeutung [[ἀρι-]], das aber wie aind. ''ari''- im Gegensatz zu [[ἐρι-]] in Verbaladjektiven zu Hause ist, vgl. s. v. und Schwyzer 434. Der unansehnliche Lautkörper im Verein mit der allgemeinen Bedeutung läßt allerhand Kombinationen freien Raum; als eine Möglichkeit mag an die Sippe von [[ὄρνυμι]] [[erregen]], [[erheben]] ([[ἐρι-]] neben *[[ἔρος]]?, vgl. s. [[ἐρέας]]) erinnert werden.<br />'''Page''' 1,557-558
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἐρι- (Α)<br />αχώριστο [[μόριο]] (όπως το <i>αρι</i>-) που επιτείνει την [[έννοια]] τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. [[εριαυγής]]<br />[[πάρα]] πολύ [[λαμπρός]], φωτεινότατος<br />β. [[ερίτιμος]]<br />[[πολύτιμος]], εντιμότατος<br />γ. εριβρεμέτης αυτός που βροντάει ισχυρά, αυτός που βρυχάται [[δυνατά]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιτ. [[πρόθημα]] που απαντά ήδη στον Όμηρο και σπανιότερα στους λυρικούς και στην [[τραγωδία]]. Η [[υπόθεση]] ότι το <i>ερι</i>- συνδέεται με το ρ. <i>όρνυμι</i> παραμένει αναπόδεικτη. Το [[πρόθημα]] <i>ερι</i>- εμφανίζεται σε αρκετά [[σύνθετα]] που δηλώνουν ήχο, κρότο ή ύψος, σημασιολογικά δε συνδέεται με το επιτ. [[πρόθημα]] <i>αρι</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ερίτιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εριαυγής]], [[εριαχθής]], [[εριβόας]], [[ερίβομβος]], <i>εριβρεμέτης</i>, [[εριβρεμής]], [[εριβριθής]], [[ερίβρομος]], [[ερίβρυχος]], [[εριβώλαξ]], [[εριγάστωρ]], [[ερίγδουπος]], [[εριγηθής]], [[ερίγληνος]], [[ερίδηλος]], [[εριδινής]], [[ερίδματος]], [[ερίδουπος]], [[ερίδωρος]], [[ερίζωος]], [[εριήκοος]], [[εριηχής]], <i>εριθαλής</i>, [[ερίθαλλος]], [[εριθηλής]], [[ερίθηλος]], [[ερίθυμος]], [[ερικλάγκτης]], [[ερίκλαυστος]], [[ερικλυτός]], [[ερίκνημος]], [[ερικτέανος]], [[ερίκτυπος]], [[ερικυδής]], [[ερικύμων]], [[εριλαμπής]], [[εριμύκης]], [[ερίμυκος]], [[ερίολβος]], [[ερίπλευρος]], [[ερίπνους]], [[εριπτοίητος]], [[ερισθενής]], [[ερισμάραγος]], [[ερίσπορος]], [[εριστάφυλος]], [[εριστέφανος]], [[ερισφάραγος]], [[ερίσφηλος]], [[ερίτμητος]], [[εριφεγγής]], [[εριφλεγής]], [[ερίφλοιος]], [[ερίχρυσος]], [[εριώδυνος]], [[εριώπης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εριαύχην]] <b>μσν.</b> [[ερίβοτρυς]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἐρι- (Α)<br />αχώριστο [[μόριο]] (όπως το <i>αρι</i>-) που επιτείνει την [[έννοια]] τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. [[εριαυγής]]<br />[[πάρα]] πολύ [[λαμπρός]], φωτεινότατος<br />β. [[ερίτιμος]]<br />[[πολύτιμος]], εντιμότατος<br />γ. εριβρεμέτης αυτός που βροντάει ισχυρά, αυτός που βρυχάται [[δυνατά]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιτ. [[πρόθημα]] που απαντά ήδη στον Όμηρο και σπανιότερα στους λυρικούς και στην [[τραγωδία]]. Η [[υπόθεση]] ότι το <i>ερι</i>- συνδέεται με το ρ. <i>όρνυμι</i> παραμένει αναπόδεικτη. Το [[πρόθημα]] <i>ερι</i>- εμφανίζεται σε αρκετά [[σύνθετα]] που δηλώνουν ήχο, κρότο ή ύψος, σημασιολογικά δε συνδέεται με το επιτ. [[πρόθημα]] <i>αρι</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ερίτιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εριαυγής]], [[εριαχθής]], [[εριβόας]], [[ερίβομβος]], [[ἐριβρεμέτης|εριβρεμέτης]], [[εριβρεμής]], [[εριβριθής]], [[ερίβρομος]], [[ερίβρυχος]], [[εριβώλαξ]], [[εριγάστωρ]], [[ερίγδουπος]], [[εριγηθής]], [[ερίγληνος]], [[ερίδηλος]], [[εριδινής]], [[ερίδματος]], [[ερίδουπος]], [[ερίδωρος]], [[ερίζωος]], [[εριήκοος]], [[εριηχής]], [[ἐριθαλής|εριθαλής]], [[ερίθαλλος]], [[εριθηλής]], [[ερίθηλος]], [[ερίθυμος]], [[ερικλάγκτης]], [[ερίκλαυστος]], [[ερικλυτός]], [[ερίκνημος]], [[ερικτέανος]], [[ερίκτυπος]], [[ερικυδής]], [[ερικύμων]], [[εριλαμπής]], [[εριμύκης]], [[ερίμυκος]], [[ερίολβος]], [[ερίπλευρος]], [[ερίπνους]], [[εριπτοίητος]], [[ερισθενής]], [[ερισμάραγος]], [[ερίσπορος]], [[εριστάφυλος]], [[εριστέφανος]], [[ερισφάραγος]], [[ερίσφηλος]], [[ερίτμητος]], [[εριφεγγής]], [[εριφλεγής]], [[ερίφλοιος]], [[ερίχρυσος]], [[εριώδυνος]], [[εριώπης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εριαύχην]] <b>μσν.</b> [[ερίβοτρυς]]].
}}
}}
{{FriskDe
{{ls
|ftr='''ἐρι-''': {eri-}<br />'''Grammar''': untrennbares verstärkendes Präfix<br />'''Meaning''': [[sehr]], [[hoch]] (ep. poet. seit Il.),<br />'''Composita''' : vorwiegend in Bahivrihi wie ἐρί-(γ)δουπος, -[[σθενής]], -τιμος, -αύχην; auch [[ἐριβρεμέτης]], -δμᾶτος (A. ''Ag''. 1461 [lyr.]) u. a.; vgl. Chantraine REGr. 49, 406.<br />'''Etymology''' : Neben [[ἐρι-]] steht in derselben Bedeutung [[ἀρι-]], das aber wie aind. ''ari''- im Gegensatz zu [[ἐρι-]] in Verbaladjektiven zu Hause ist, vgl. s. v. und Schwyzer 434. Der unansehnliche Lautkörper im Verein mit der allgemeinen Bedeutung läßt allerhand Kombinationen freien Raum; als eine Möglichkeit mag an die Sippe von [[ὄρνυμι]] [[erregen]], [[erheben]] ([[ἐρι-]] neben *[[ἔρος]]?, vgl. s. [[ἐρέας]]) erinnert werden.<br />'''Page''' 1,557-558
|lstext='''ἐρῐ-''': ἀχώριστον [[μόριον]] ὡς τὸ ἀρι-, προτιθέμενον τῶν λέξεων πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ. καὶ Λυρ. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐρῑ· πολύ, μέγα, ἰσχυρόν».
}}
}}