3,274,216
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tilia | |Transliteration C=tilia | ||
|Beta Code=thli/a | |Beta Code=thli/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[board]] or [[table]] with a [[raised]] [[rim]] or [[edge]], to [[prevent]] [[meal]] and [[pastry]] placed on it from [[fall off|falling off]], [[corn-seller's board]] or [[baker's board]], Pherecr.126, Peithol. ap. Arist.Rh.1411a14, cf. HA578a1 (hence cj. for [[ἑστία]]ς in Hippiatr.1), BGU1117.11 (i B.C.), Sch.Ar.Pl.1038 (citing Eup.194), AB275: but in Ar. [[l.c.]] (1037) apptly. [[hoop]] of a [[corn]]-[[sieve]], [[κόσκινο|κοσκίνου]] [[κύκλος]] Sch.<br><span class="bld">2</span> [[table]] or [[stage]] whereon [[game]]-[[cock]]s and [[quail]]s were set to [[fight]], Aeschin.1.53, Poll.9.108, Alciphr.3.53: generally, [[gambling]]-[[table]], ABl.c.<br><span class="bld">3</span> [[chimney board]], [[trapdoor]], Ar.V.147.—A form [[σηλία]] is cited in Sch.Ar. [[l.c.]], cf. [[σήμερον]], [[τήμερον]]; v. [[σαλία]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1106.png Seite 1106]] ἡ, att. statt des ion. u. gemeinen [[σηλία]], das Sieb, der Siebrand; Schol. Ar. Plut. 1037 κοσκίνου [[κύκλος]], der noch hinzusetzt ἢ σανὶς [[πλατεῖα]], ἐφ' ἧς ἄλφιτα ποιοῦσιν, wozu ein Beispiel aus Eupolis angeführt wird: τινὲς δὲ τηλίαν [[ξύλον]] φασὶ πλατύ, εἰς ὃ οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1106.png Seite 1106]] ἡ, att. statt des ion. u. gemeinen [[σηλία]], das Sieb, der Siebrand; Schol. Ar. Plut. 1037 κοσκίνου [[κύκλος]], der noch hinzusetzt ἢ σανὶς [[πλατεῖα]], ἐφ' ἧς ἄλφιτα ποιοῦσιν, wozu ein Beispiel aus Eupolis angeführt wird: τινὲς δὲ τηλίαν [[ξύλον]] φασὶ πλατύ, εἰς ὃ οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπιξηραίνουσι· ἄλλοι δὲ τηλίαν τὸ τῆς καπνοδόχης [[πῶμα]], ὅ ἐστι περιφερές, Deckel des Rauchfangs; vgl. Ar. Vesp. 147. Wahrscheinlich also übh. eine Fläche mit einem erhöhten od. vorspringenden Rande. – Auch der Tisch oder das Brett, auf welchem man Würfel spielte; ἡ [[τηλία]] τίθεται, Aesch. 1, 53; vgl. Poll. 7, 203; B. A. 307. – Auch das Gerüst, auf dem man Streithähne u. Wachteln kämpfen ließ, Poll. 9, 108; Arist. rhet. 3, 10 führt an Σηστὸς [[τηλία]] Πειραιῶς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[cercle d'un crible]];<br /><b>2</b> [[endroit où avaient lieu les combats de coq]];<br /><b>3</b> [[couvercle d'un trou de cheminée]].<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[διαττάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τηλία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[обод решета]] Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[печная вьюшка]] Arph.;<br /><b class="num">3</b> [[помост для бойцовых петухов и перепелов]] Aeschin.;<br /><b class="num">4</b> [[лоток булочника]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηλία''': ἡ, σανὶς ἢ [[τράπεζα]] μεθ’ ὑπερεχούσης περιφερείας [[ὅπως]] μὴ ἐκπίπτῃ τὸ [[ἄλευρον]] ἢ τὸ ζυμαρικόν, [[πλατεῖα]] σανὶς ἀλφιτοπωλική, οἵα ἡ τῶν πωλούντων τὰ κουλλούρια νῦν, Τουρκ. ταβλᾶς, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 7, Πειθόλ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 3, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1037, Α. Β. 275. 15· - ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ξύλινον περιθώριον κοσκίνου σιτηρῶν, κοσκίνου [[κύκλος]] Σχόλ., «[[περιφέρεια]] κοσκίνου» Ἡσύχ. 2) [[τράπεζα]] ἢ [[εἶδος]] σκηνῆς, ἐφ’ ἧς ἀλεκτρυόνες μαχητικοὶ ἢ ὄρτυγες ἐτίθεντο [[ὅπως]] συμπλακῶσι, «καὶ τηλίᾳ μὲν ὁμοίᾳ τῇ ἀρτοπώλιδι κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας ἐπὶ ταῖς μάχαις ταῖς πρὸς ἀλλήλους» ( | |lstext='''τηλία''': ἡ, σανὶς ἢ [[τράπεζα]] μεθ’ ὑπερεχούσης περιφερείας [[ὅπως]] μὴ ἐκπίπτῃ τὸ [[ἄλευρον]] ἢ τὸ ζυμαρικόν, [[πλατεῖα]] σανὶς ἀλφιτοπωλική, οἵα ἡ τῶν πωλούντων τὰ κουλλούρια νῦν, Τουρκ. ταβλᾶς, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 7, Πειθόλ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 3, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1037, Α. Β. 275. 15· - ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ξύλινον περιθώριον κοσκίνου σιτηρῶν, κοσκίνου [[κύκλος]] Σχόλ., «[[περιφέρεια]] κοσκίνου» Ἡσύχ. 2) [[τράπεζα]] ἢ [[εἶδος]] σκηνῆς, ἐφ’ ἧς ἀλεκτρυόνες μαχητικοὶ ἢ ὄρτυγες ἐτίθεντο [[ὅπως]] συμπλακῶσι, «καὶ τηλίᾳ μὲν ὁμοίᾳ τῇ ἀρτοπώλιδι κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας ἐπὶ ταῖς μάχαις ταῖς πρὸς ἀλλήλους» (Πολυδ. Θ΄, 108) Αἰσχίν. 8. 221, Ἀλκίφρ. 3. 53· [[καθόλου]], [[τράπεζα]] κυβευτική· «ἡ [[τηλία]] δὲ σανὶς ἀλφιτοπωλικὴ [[πλατεῖα]], προσηλωμένας ἔχουσα κύκλῳ σανίδας τοῦ μὴ τὰ ἄλφιτα ἐκπίπτειν, καὶ ἐπ’ αὐτῆς οἱ κυβεύοντες παίζουσι» Α. Β. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) [[πῶμα]] ἢ [[σκέπασμα]] καπνοδόχου, Ἀριστοφ. Σφ. 147. - Τύπος τις [[σηλία]] μνημονεύεται παρὰ τῷ Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[σήμερον]], τήμερον. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σηλία]] και [[σαλία]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πάγκος]], [[τεζάκι]] υπαίθριου μικροπωλητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραπεζάκι]] ή [[σανίδα]] με [[περιφέρεια]] που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το [[αλεύρι]] ή τα ζυμαρικά<br /><b>2.</b> [[τραπέζι]] για να παίζουν κύβους, ζάρια<br /><b>3.</b> [[τραπέζι]] ή μικρή [[εξέδρα]] για αλεκτορομαχίες<br /><b>4.</b> ξύλινο [[περιθώριο]] κόσκινου («οὐ ἡ [[τηλία]] τίθεται καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσιν», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[σκέπασμα]] καπνοδόχου («ἀτὰρ οὐκέτ' ἐρρήσεις γε, | |mltxt=η, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σηλία]] και [[σαλία]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πάγκος]], [[τεζάκι]] υπαίθριου μικροπωλητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραπεζάκι]] ή [[σανίδα]] με [[περιφέρεια]] που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το [[αλεύρι]] ή τα ζυμαρικά<br /><b>2.</b> [[τραπέζι]] για να παίζουν κύβους, ζάρια<br /><b>3.</b> [[τραπέζι]] ή μικρή [[εξέδρα]] για αλεκτορομαχίες<br /><b>4.</b> ξύλινο [[περιθώριο]] κόσκινου («οὐ ἡ [[τηλία]] τίθεται καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσιν», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[σκέπασμα]] καπνοδόχου («ἀτὰρ οὐκέτ' ἐρρήσεις γε, ποῦ 'σθ' ἡ [[τηλία]];», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει κατάλ. -<i>ία</i> ([[πρβλ]]. [[κλισία]], [[σχεδία]]) και δηλώνει ορισμένα αντικείμενα με συγκεκριμένες, ειδικές χρήσεις που διαφέρουν [[μεταξύ]] τους. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], αρχική σημ. του τ. [[τηλία]] / [[σηλία]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σημ. «ξύλινο [[περιθώριο]] κόσκινου σιτηρών», από την οποία προήλθαν οι υπόλοιπες ειδικότερες σημ. του τ., [[οπότε]] η λ. μπορεί να συνδεθεί με τα ρ. [[σήθω]] και <i>διαττῶ</i>, που έχουν τη σημ. «[[κοσκινίζω]]». Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tel</i>- «[[επίπεδος]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>talam</i> «[[επιφάνεια]]», λατ. <i>tellus</i> «γη»), η οποία, όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις διάφορες σημ. της λέξης]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τηλία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σανίδα]] ή [[τραπέζι]] με υψωμένες γωνίες, [[σανίδα]] αρτοποιού, παρ' Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραπέζι]] ή είδος σκηνής, στην οποία τα μαχητικά κοκκόρια και τα ορτύκια τοποθετούνταν για [[μάχη]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> [[σκέπασμα]] καπνοδόχου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[στεφάνι]] κόσκινου σιτηρών, στον ίδ. | |lsmtext='''τηλία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σανίδα]] ή [[τραπέζι]] με υψωμένες γωνίες, [[σανίδα]] αρτοποιού, παρ' Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραπέζι]] ή είδος σκηνής, στην οποία τα μαχητικά κοκκόρια και τα ορτύκια τοποθετούνταν για [[μάχη]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> [[σκέπασμα]] καπνοδόχου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[στεφάνι]] κόσκινου σιτηρών, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''τηλία''': {tēlía}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘Tisch od. Brett mit erhöhtem | |ftr='''τηλία''': {tēlía}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘Tisch od. Brett mit erhöhtem Rand', vom Tisch eines Bäckers, vom Gerügt eines Hahnen- od. Wachtelkampfes, von einem Würfelbrett (Kom., Aeschin., Arist., Pap. u.a.). auch von einem Siebreif oder Sieb (Ar. ''Pl''. 1037, wo Sch. [[σηλία]]); unklar Ar. V. 147 (von einem Rauchfang?). Unsicher σαλ[ία] [[Sieb]] (''Suppl''. ''Epigr''. 1, 414, Kreta V-IV<sup>a</sup>).<br />'''Etymology''': Isolierter technischer Aufdruck, Bildung auf -ία wie [[σχεδία]], [[κλισία]]. [[ἑστία]] u.a. aber sonst dunkel. Im Sinn von [[Siebreif]] wird [[τηλία]], [[σηλία]] allgemein zu [[σήθω]], [[διαττάω]] [[seihen]] gezogen, an und für sich annehmbar; in der üblichen Bed. [[Tisch]], [[Brett]] dagegen mit mehreren Wörtern für [[Fläche]], z.B. aind. ''talam'' n. [[Fläche]], lat. ''tellūs'', verbunden (Bq s.v., WP. 1, 740. Pok. 1061). Dabei wird aber, wie Scheller Oxytonierung 62ff. richtig bemerkt, dem besonderen Charakter dieser Tische nicht genügend Rechnung getragen. Scheller ist deshalb geneigt, die Bed. [[Siebreif]] oder [[Sieb]] als die ursprüngliche anzusehen und im übrigen mit einer Übertragung zu ‘Spiel-, Backtisch’ zu rechnen, eine Hypothese, die sich mangels konkreter Anhaltspunkte nicht beweisen läßt.<br />'''Page''' 2,892 | ||
}} | }} |