τηλία: Difference between revisions

24 bytes removed ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tilia
|Transliteration C=tilia
|Beta Code=thli/a
|Beta Code=thli/a
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[board]] or [[table]] with a [[raised]] [[rim]] or [[edge]], to [[prevent]] [[meal]] and [[pastry]] placed on it from [[fall off|falling off]], [[corn-seller's board]] or [[baker's board]], Pherecr.126, Peithol. ap. Arist.Rh.1411a14, cf. HA578a1 (hence cj. for [[ἑστία]]ς in Hippiatr.1), BGU1117.11 (i B.C.), Sch.Ar.Pl.1038 (citing Eup.194), AB275: but in Ar. [[l.c.]] (1037) apptly. [[hoop]] of a [[corn]]-[[sieve]], [[κόσκινο|κοσκίνου]] [[κύκλος]] Sch.<br><span class="bld">2</span> [[table]] or [[stage]] whereon [[game]]-[[cock]]s and [[quail]]s were set to [[fight]], Aeschin.1.53, Poll.9.108, Alciphr.3.53: generally, [[gambling]]-[[table]], ABl.c.<br><span class="bld">3</span> [[chimney board]], [[trapdoor]], Ar.V.147.--A form [[σηλία]] is cited in Sch.Ar. [[l.c.]], cf. [[σήμερον]], [[τήμερον]]; v. [[σαλία]].
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[board]] or [[table]] with a [[raised]] [[rim]] or [[edge]], to [[prevent]] [[meal]] and [[pastry]] placed on it from [[fall off|falling off]], [[corn-seller's board]] or [[baker's board]], Pherecr.126, Peithol. ap. Arist.Rh.1411a14, cf. HA578a1 (hence cj. for [[ἑστία]]ς in Hippiatr.1), BGU1117.11 (i B.C.), Sch.Ar.Pl.1038 (citing Eup.194), AB275: but in Ar. [[l.c.]] (1037) apptly. [[hoop]] of a [[corn]]-[[sieve]], [[κόσκινο|κοσκίνου]] [[κύκλος]] Sch.<br><span class="bld">2</span> [[table]] or [[stage]] whereon [[game]]-[[cock]]s and [[quail]]s were set to [[fight]], Aeschin.1.53, Poll.9.108, Alciphr.3.53: generally, [[gambling]]-[[table]], ABl.c.<br><span class="bld">3</span> [[chimney board]], [[trapdoor]], Ar.V.147.—A form [[σηλία]] is cited in Sch.Ar. [[l.c.]], cf. [[σήμερον]], [[τήμερον]]; v. [[σαλία]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σηλία]] και [[σαλία]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πάγκος]], [[τεζάκι]] υπαίθριου μικροπωλητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραπεζάκι]] ή [[σανίδα]] με [[περιφέρεια]] που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το [[αλεύρι]] ή τα ζυμαρικά<br /><b>2.</b> [[τραπέζι]] για να παίζουν κύβους, ζάρια<br /><b>3.</b> [[τραπέζι]] ή μικρή [[εξέδρα]] για αλεκτορομαχίες<br /><b>4.</b> ξύλινο [[περιθώριο]] κόσκινου («οὐ ἡ [[τηλία]] τίθεται καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσιν», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[σκέπασμα]] καπνοδόχου («ἀτὰρ οὐκέτ' ἐρρήσεις γε, ποῦ 'σθ' ἡ [[τηλία]];», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κλισ</i>-<i>ία</i>, <i>σχεδ</i>-<i>ία</i>) και δηλώνει ορισμένα αντικείμενα με συγκεκριμένες, ειδικές χρήσεις που διαφέρουν [[μεταξύ]] τους. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], αρχική σημ. του τ. [[τηλία]] / [[σηλία]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σημ. «ξύλινο [[περιθώριο]] κόσκινου σιτηρών», από την οποία προήλθαν οι υπόλοιπες ειδικότερες σημ. του τ., [[οπότε]] η λ. μπορεί να συνδεθεί με τα ρ. [[σήθω]] και <i>διαττῶ</i>, που έχουν τη σημ. «[[κοσκινίζω]]». Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tel</i>- «[[επίπεδος]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>talam</i> «[[επιφάνεια]]», λατ. <i>tellus</i> «γη»), η οποία, όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις διάφορες σημ. της λέξης].
|mltxt=η, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σηλία]] και [[σαλία]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πάγκος]], [[τεζάκι]] υπαίθριου μικροπωλητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραπεζάκι]] ή [[σανίδα]] με [[περιφέρεια]] που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το [[αλεύρι]] ή τα ζυμαρικά<br /><b>2.</b> [[τραπέζι]] για να παίζουν κύβους, ζάρια<br /><b>3.</b> [[τραπέζι]] ή μικρή [[εξέδρα]] για αλεκτορομαχίες<br /><b>4.</b> ξύλινο [[περιθώριο]] κόσκινου («οὐ ἡ [[τηλία]] τίθεται καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσιν», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[σκέπασμα]] καπνοδόχου («ἀτὰρ οὐκέτ' ἐρρήσεις γε, ποῦ 'σθ' ἡ [[τηλία]];», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει κατάλ. -<i>ία</i> ([[πρβλ]]. [[κλισία]], [[σχεδία]]) και δηλώνει ορισμένα αντικείμενα με συγκεκριμένες, ειδικές χρήσεις που διαφέρουν [[μεταξύ]] τους. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], αρχική σημ. του τ. [[τηλία]] / [[σηλία]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σημ. «ξύλινο [[περιθώριο]] κόσκινου σιτηρών», από την οποία προήλθαν οι υπόλοιπες ειδικότερες σημ. του τ., [[οπότε]] η λ. μπορεί να συνδεθεί με τα ρ. [[σήθω]] και <i>διαττῶ</i>, που έχουν τη σημ. «[[κοσκινίζω]]». Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tel</i>- «[[επίπεδος]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>talam</i> «[[επιφάνεια]]», λατ. <i>tellus</i> «γη»), η οποία, όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις διάφορες σημ. της λέξης].
}}
}}
{{lsm
{{lsm