ἀναρριχάομαι: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anarrichaomai
|Transliteration C=anarrichaomai
|Beta Code=a)narrixa/omai
|Beta Code=a)narrixa/omai
|Definition=impf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἀνερριχώμην <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>70</span>, <span class="bibl">Aristaenet.1.20</span>: fut. -ήσομαι <span class="bibl">Poll.5.82</span>: aor. ἀνερριχησάμην <span class="bibl">D.C.43.21</span>:—in Suid. and <span class="title">EM</span> the augm. tenses are written <b class="b3">ἀνηρρ-</b>, cf. [[ἀρριχάομαι]]:— <b class="b2">clamber up with the hands and feet, scramble up</b>, ἀ. ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα <span class="bibl">Hellanic. 197</span> J.; <b class="b3">ἀ. εἰς οὐρανόν</b> Ar.l. c.; also in late Prose, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.28</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>7.24</span>, <span class="bibl">10.29</span>, <span class="bibl">Aristaenet.1.3</span>, <span class="bibl">Lib. <span class="title">Or.</span>18.238</span>, etc.: rarely c. acc., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀ. D.C. l. c.; τὸν τοῖχον <span class="bibl">Aristaenet.1.20</span> (s. v. l., &lt;<b class="b3">πρὸς</b>&gt; add. Pierson):—ridiculed as obsolete by <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>8</span>.</span>
|Definition=impf. ἀνερριχώμην Ar.Pax70, Aristaenet.1.20: fut. -ήσομαι Poll.5.82: aor. ἀνερριχησάμην D.C.43.21:—in Suid. and EM the augm. tenses are written [[ἀνηρριχάομαι]], cf. [[ἀρριχάομαι]]:—[[clamber up with the hands and feet]], [[scramble up]], ἀ. ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic. 197 J.; ἀναρριχάομαι εἰς [[οὐρανός|οὐρανόν]] Ar.l. c.; also in late Prose, Philostr.Im.2.28, Ael.NA7.24, 10.29, Aristaenet.1.3, Lib. Or.18.238, etc.: rarely c. acc., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀ. D.C. l. c.; τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20 ([[si vera lectio|s.v.l.]], add. Pierson):—ridiculed as obsolete by Luc.Lex.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀναρρῐχάομαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [aum. ἀνηρρ- Sud., <i>EM</i> 99.19G.]<br /><b class="num">1</b> [[trepar]] ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic.197, εἰς τὸν οὐρανόν Ar.<i>Pax</i> 70, cf. Philostr.<i>Im</i>.2.28, Ael.<i>NA</i> 7.24<br /><b class="num">•</b>de un borracho ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.<i>Lex</i>.8.<br /><b class="num">2</b> c. ac. [[subir]], [[escalar]] τοὺς ἀναβασμοὺς ... τοῖς γόνασιν D.C.43.21.2, τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20.10.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>impf.</i> ἀνερριχώμην, <i>f.</i> ἀναρριχήσομαι, <i>ao.</i> ἀνερριχησάμην, <i>pf. inus.</i><br />se hisser avec les mains <i>ou</i> [[les pieds]], [[grimper]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], ῥιχάομαι.
}}
{{pape
|ptext=oder nach Thom.Mag. und <i>B.A</i>. 19 [[besser]] [[ἀναριχάομαι]], <i>mit Händen und [[Füßen]] emporklettern, [[emporstreben]]</i>, eigtl. ion., Hippocr.; εἰς τὸν οὐρανόν ἀνερρχᾶτο Ar. <i>Pl</i>. 70; Aristaen. 1.20; ἀναρριχησάμενος Luc. <i>Lexiph</i>. 8; vgl. Pierson Moer. p. 64.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρρῐχάομαι:''' [[карабкаться]], [[взбираться]] (εἰς τὸν οὐρανόν Arph.; ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρρῐχάομαι''': παρατ. ἀνερριχώμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 70, Ἀρισταίν. 1. 20: μέλλ. -ήσομαι [[Πολυδ]].5.82: ἀόρ. ἀνερριχησάμην Δίων Κ. 43. 21: - παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἐτυμολ. Μ. οἱ δεχόμενοι αὔξησιν χρόνοι γράφονται ἀνηρρ-, καὶ [[οὗτος]] ἀληθῶς ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ὁ κανονικὸς [[σχηματισμός]], ἀφοῦ τὸ ἁπλοῦν [[εἶναι]] [[ἀρριχάομαι]], Ἱππῶναξ 97, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14· ἴδε Δινδορφ. Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - [[ἐνίοτε]] γράφεται δι’ ἑνὸς ρ, Α. Β. 19, 55, καὶ ἐν χειρογρ. Ἀριστοτέλ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἀναβαίνω μεταχειριζόμενος χεῖρας καὶ πόδας, [[ἀνέρπω]] τρόπον τινά, «σκαλώνω» ἢ «σκαρφαλώνω», ἀναρριχῶνται δὲ [[ὥσπερ]] οἱ πίθηκοι ἐπ’ [[ἄκρα]] τὰ δέντρα Ἑλλάνικ. 178: ἀν. εἰς οὐρανὸν ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς π.χ. τῷ Φιλοστρ. 853, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24, 10. 29, Ἀρισταίν. 1. 3, Λιβαν., κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀναρρ. Δίων Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸν τοῖχον Ἀρισταίν. 1. 20: - Ἡ [[λέξις]] χλευάζεται ὡς ἀπηρχαιωμένη ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ὅλως]] [[ἀσαφής]]).
|lstext='''ἀναρρῐχάομαι''': παρατ. ἀνερριχώμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 70, Ἀρισταίν. 1. 20: μέλλ. -ήσομαι Πολυδ.5.82: ἀόρ. ἀνερριχησάμην Δίων Κ. 43. 21: - παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἐτυμολ. Μ. οἱ δεχόμενοι αὔξησιν χρόνοι γράφονται ἀνηρρ-, καὶ [[οὗτος]] ἀληθῶς ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ὁ κανονικὸς [[σχηματισμός]], ἀφοῦ τὸ ἁπλοῦν [[εἶναι]] [[ἀρριχάομαι]], Ἱππῶναξ 97, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14· ἴδε Δινδορφ. Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - [[ἐνίοτε]] γράφεται δι’ ἑνὸς ρ, Α. Β. 19, 55, καὶ ἐν χειρογρ. Ἀριστοτέλ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἀναβαίνω μεταχειριζόμενος χεῖρας καὶ πόδας, [[ἀνέρπω]] τρόπον τινά, «σκαλώνω» ἢ «σκαρφαλώνω», ἀναρριχῶνται δὲ [[ὥσπερ]] οἱ πίθηκοι ἐπ’ [[ἄκρα]] τὰ δέντρα Ἑλλάνικ. 178: ἀν. εἰς οὐρανὸν ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς π.χ. τῷ Φιλοστρ. 853, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24, 10. 29, Ἀρισταίν. 1. 3, Λιβαν., κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀναρρ. Δίων Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸν τοῖχον Ἀρισταίν. 1. 20: - Ἡ [[λέξις]] χλευάζεται ὡς ἀπηρχαιωμένη ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ὅλως]] [[ἀσαφής]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρρῐχάομαι:''' παρατ. <i>ἀνερριχώμην</i>, [[ανεβαίνω]] με τα χέρια και τα πόδια, [[σκαρφαλώνω]], [[αναρριχώμαι]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[climb with hands and feet]] (Ar.)<br />Other forms: also [[ἀρριχάομαι]] (Hippon.; by Lucian called obsolete; perhaps shortened from <b class="b3">ἀναρρ-</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. See Solmsen IF 13, 132ff.; Ehrlich Betonung 53.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].]<br />to [[clamber]] up with the hands and feet, [[scramble]] up, Ar.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἀναρριχάομαι''': {ana-rrikháomai}<br />'''Forms''': auch [[ἀρριχάομαι]] (Hellanik., Ar., später Prosa; von Lukian als veraltetverpönt). Davon [[ἀναρρίχησις]] [[das Emporklettern]] (Arist.).<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[mit Händen und Füßen emporklettern]],<br />'''Etymology''': Iterativ-intensive Ableitung von einem verschollenen primären Verb ohne sichere Entsprechungen. Unhaltbar Solmsen IF 13, 132ff.; vgl. noch Ehrlich Betonung 53.<br />'''Page''' 1,103
}}
}}