μενοεικής: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(24)
m (LSJ1 replacement)
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=menoeikis
|Transliteration C=menoeikis
|Beta Code=menoeikh/s
|Beta Code=menoeikh/s
|Definition=ές, (εἰκός, ἔοικα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">suited to the desires, satisfying, agreeable, to one's taste</b>, mostly of meat and drink, <b class="b3">δαίς, δεῖπνον</b>, <span class="bibl">Il.9.90</span>, <span class="bibl">Od.20.391</span>; ἐδωδή <span class="bibl">6.76</span>; σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον . . ἐνθήσω μενοεικἔ, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι <span class="bibl">5.166</span>; πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ δαίνυσθαι <span class="bibl">Il.9.227</span>, cf. <span class="bibl">Od.16.429</span>; τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα <span class="bibl">14.232</span>; <b class="b3">τάφος μ</b>. a <b class="b2">plentiful</b> funeral feast, <span class="bibl">Il.23.29</span>; <b class="b3">μενοεικέα ὕλην</b> <b class="b2">great store of</b> wood, ib.<span class="bibl">139</span>; [<b class="b3">δῶρα,] χάρις</b>, <span class="bibl">19.144</span>, <span class="bibl">23.650</span>; καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα <span class="bibl">Od.13.273</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span>2</span>.</span>
|Definition=μενοεικές, ([[εἰκός]], [[ἔοικα]]) [[suited to the desires]], [[satisfying]], [[agreeable]], [[to one's taste]], mostly of [[meat]] and [[drink]], [[δαίς]], [[δεῖπνον]], Il.9.90, Od.20.391; ἐδωδή 6.76; σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον… ἐνθήσω μενοεικἔ, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι 5.166; πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ δαίνυσθαι Il.9.227, cf. Od.16.429; τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα 14.232; [[τάφος]] μενοεικής = a [[plentiful]] [[funeral]] [[feast]], Il.23.29; μενοεικέα [[ὕλη]]ν = [[great]] [[store]] of [[wood]], ib.139; [[δῶρον|δῶρα]], [[χάρις]], 19.144, 23.650; καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα Od.13.273, cf. Plu.Phoc.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] ές, dem Verlangen, der Neigung angemessen, das Verlangen stillend, also hinlänglich, reichlich; bei Hom. gew. von Speise u. Trank, [[δαίς]], Il. 9, 90, [[σῖτος]] καὶ [[οἶνος]], Od. 5, 166, ὄψα, 267, [[ἐδωδή]], 6, 76, [[δεῖπνον]], 20, 391, ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν, 16, 429, was herzerfreuend ist, vgl. Il. 9, 227; auch αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, Il. 23, 29, er gab einen reichlichen Leichenschmaus; δῶρα, 19, 144; σοὶ δὲ θεοὶ τῶνδ' ἀντὶ [[χάριν]] μενοεικέα δοῖεν, 23, 650; μενοεικέα νήεον ὕλην, 139, hinreichendes Holz; [[καί]] [[σφιν]] μενοεικέα ληΐδα δῶκα, Od. 13, 273; übh. angenehm, erwünscht, wohlgefällig, τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα, 14, 232, wie Plut. Phoc. 2 sagt ὥςπερ [[ἀμέλει]] τὸ ἡδὺ μενοεικὲς ὁ ποιητὴς κέκληκεν, u. die Erkl. hinzufügt ὡς τῷ ἡδομένῳ τῆς ψυχῆς ὑπεῖκον καὶ μὴ μαχόμενον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] ές, dem Verlangen, der Neigung angemessen, das Verlangen stillend, also hinlänglich, reichlich; bei Hom. gew. von Speise u. Trank, [[δαίς]], Il. 9, 90, [[σῖτος]] καὶ [[οἶνος]], Od. 5, 166, ὄψα, 267, [[ἐδωδή]], 6, 76, [[δεῖπνον]], 20, 391, ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν, 16, 429, was herzerfreuend ist, vgl. Il. 9, 227; auch αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, Il. 23, 29, er gab einen reichlichen Leichenschmaus; δῶρα, 19, 144; σοὶ δὲ θεοὶ τῶνδ' ἀντὶ [[χάριν]] μενοεικέα δοῖεν, 23, 650; μενοεικέα νήεον ὕλην, 139, hinreichendes Holz; [[καί]] [[σφιν]] μενοεικέα ληΐδα δῶκα, Od. 13, 273; übh. angenehm, erwünscht, wohlgefällig, τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα, 14, 232, wie Plut. Phoc. 2 sagt ὥσπερ [[ἀμέλει]] τὸ ἡδὺ μενοεικὲς ὁ ποιητὴς κέκληκεν, u. die Erkl. hinzufügt ὡς τῷ ἡδομένῳ τῆς ψυχῆς ὑπεῖκον καὶ μὴ μαχόμενον.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui plaît à l'esprit]], [[qui réjouit le cœur]], [[agréable]];<br /><b>2</b> [[abondant]].<br />'''Étymologie:''' [[μένος]], [[εἴκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μενοεικής:'''<br /><b class="num">1</b> [[достаточный]], [[обильный]] ([[σῖτος]] καὶ [[οἶνος]], δῶρα, [[δεῖπνον]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[приятный]], [[вкусный]] (τὸ ἡδὺ μενοεικὲς ὁ ποιητὴς κέκληκεν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μενοεικής''': -ές, ([[εἰκός]], [[ἔοικα]]) ὁ ἁρμόζων εἰς τὰς ἐπιθυμίας, ἱκανοποιῶν, [[ἀρκετός]], [[ἄφθονος]] ἢ εὐάρεστός τινι, Ὅμ.: κατὰ τὸ πλεῑστον ἐπὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ ὡς δαίς, [[δεῖπνον]], [[ἐδωδή]], [[σῖτος]], [[οἶνος]] κτλ.· πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ δαίνυσθαι Ἰλ. Ι. 227, πρβλ. Ὀδ. Π. 429· τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα Ξ. 232· αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, [[οὗτος]] δὲ αὐτοὺς εὐώχει διὰ θυμήρους νεκρικοῦ ἐπιδείπνου, Ἰλ. Ψ. 29· μενοεικέα ὕλην, ἄφθονα ξύλα, Ψ. 139· δῶρα, [[χάρις]], κτλ., Ὅμ.· καί [[σφιν]] μενοεικέα ληίδα δῶκα Ὀδ. Ν. 273· πρβλ. Πλουτ. Φωκ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μενοεικέα· πολλήν, προσηνῆ, δαψιλῆ».
|lstext='''μενοεικής''': -ές, ([[εἰκός]], [[ἔοικα]]) ὁ ἁρμόζων εἰς τὰς ἐπιθυμίας, ἱκανοποιῶν, [[ἀρκετός]], [[ἄφθονος]] ἢ εὐάρεστός τινι, Ὅμ.: κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ ὡς δαίς, [[δεῖπνον]], [[ἐδωδή]], [[σῖτος]], [[οἶνος]] κτλ.· πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ δαίνυσθαι Ἰλ. Ι. 227, πρβλ. Ὀδ. Π. 429· τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα Ξ. 232· αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, [[οὗτος]] δὲ αὐτοὺς εὐώχει διὰ θυμήρους νεκρικοῦ ἐπιδείπνου, Ἰλ. Ψ. 29· μενοεικέα ὕλην, ἄφθονα ξύλα, Ψ. 139· δῶρα, [[χάρις]], κτλ., Ὅμ.· καί [[σφιν]] μενοεικέα ληίδα δῶκα Ὀδ. Ν. 273· πρβλ. Πλουτ. Φωκ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μενοεικέα· πολλήν, προσηνῆ, δαψιλῆ».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui plaît à l’esprit, qui réjouit le cœur, agréable;<br /><b>2</b> abondant.<br />'''Étymologie:''' [[μένος]], [[εἴκω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ες ([[μένος]], ϝείκω): suiting the [[spirit]], i. e. [[grateful]], satisfying; [[usually]] said [[with]] [[reference]] to [[quantity]], [[plenty]] of, so pl. μενοεικέ<&lt;><&gt;>, Od. 14.232; and w. [[πολλά]], Il. 9.227.
|auten=ες ([[μένος]], ϝείκω): suiting the [[spirit]], i. e. [[grateful]], satisfying; [[usually]] said [[with]] [[reference]] to [[quantity]], [[plenty]] of, so pl. μενοεικέ, Od. 14.232; and w. [[πολλά]], Il. 9.227.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μενοεικής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για [[τροφή]]) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, [[ικανοποιητικός]], [[ευάρεστος]] («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άφθονος]], [[αρκετός]] («μενοεικέα ὕλην» — άφθονα ξύλα, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τάφος]] [[μενοεικής]]» — πλουσιοπάροχο [[συμπόσιο]] [[προς]] τιμήν ενταφιασθέντος νεκρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μένος]] «[[ορμή]], [[επιθυμία]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εικής</i> στο οποίο απαντά το θ. του [[ἔοικα]] (<b>βλ.</b> και [[εικόνα]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>εικής</i>].
|mltxt=[[μενοεικής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για [[τροφή]]) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, [[ικανοποιητικός]], [[ευάρεστος]] («δεῖπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άφθονος]], [[αρκετός]] («μενοεικέα ὕλην» — άφθονα ξύλα, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τάφος]] [[μενοεικής]]» — πλουσιοπάροχο [[συμπόσιο]] [[προς]] τιμήν ενταφιασθέντος νεκρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μένος]] «[[ορμή]], [[επιθυμία]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εικής</i> στο οποίο απαντά το θ. του [[ἔοικα]] (<b>βλ.</b> και [[εικόνα]]) [[πρβλ]]. [[επιεικής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μενοεικής:''' -ές ([[εἰκός]], [[ἔοικα]]), [[ταιριαστός]] στις επιθυμίες, [[ικανοποιητικός]], [[επαρκής]], [[πλουσιοπάροχος]], [[σύμφωνος]] με τις προτιμήσεις κάποιου, σε Όμηρ.· [[τάφος]] μονοεικής, πλουσιοπάροχη ταφική [[τελετουργία]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μενοεικέα ὕλην</i>, [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ξύλου, στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μενοεικής, ές [[εἰκός]], [[ἔοικα]]<br />[[suited]] to the [[desire]]s, [[satisfying]], [[sufficient]], [[plentiful]], [[agreeable]] to one's [[taste]], Hom.; [[τάφος]] μ. a [[plentiful]] [[funeral]] [[feast]], Il.; μενοεικέα ὕλην [[great]] [[store]] of [[wood]], Il.
}}
}}