3,274,216
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cholera | |Transliteration C=cholera | ||
|Beta Code=xole/ra | |Beta Code=xole/ra | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[χολέρη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[cholera]], a disease in which the humours of the body ([[χολή]], χολαί) are violently discharged by vomiting and [[stool]], Hp.''Coac.''117, ''Acut.'' (''Sp.'') 49, al., Aret.''SA''2.5; but,<br><span class="bld">2</span> [[ξηρὴ χολέρη]] = [[obstinate]] [[obstruction]], Hp.''Acut.'' (Sp.).48. (Fr. [[χολή]] acc. to Cels.4.18(11), but fr. [[χολάς]], Alex.Trall.8.1.)<br><span class="bld">2</span> [[nausea]], ἔσται ὑμῖν εἰς χολέραν [[LXX]] ''Nu.''11.20.<br><span class="bld">II</span> = [[χολέδρα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1363.png Seite 1363]] ἡ, 1) eine Dachrinne, durch die das Regenwasser fließt. Dah. nach Alex. Trall. – 2) eine Krankheit, wobei die Feuchtigkeiten durch Erbrechen oder Stuhlgang mit Gewalt wie aus einer Rinne aus dem Leibe ausströmen. – Aber ξηρὰ [[χολέρα]] ist eine hartnäckige Verstopfung, wobei weder Koth noch Urin abgeht. – Die Krankheit scheint natürlicher von [[χολή]] abgeleitet zu werden, da bei ihr die gesammelte oder ausgetretene Galle abgeführt wird, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1363.png Seite 1363]] ἡ, 1) eine Dachrinne, durch die das Regenwasser fließt. Dah. nach Alex. Trall. – 2) eine Krankheit, wobei die Feuchtigkeiten durch Erbrechen oder Stuhlgang mit Gewalt wie aus einer Rinne aus dem Leibe ausströmen. – Aber ξηρὰ [[χολέρα]] ist eine hartnäckige Verstopfung, wobei weder Koth noch Urin abgeht. – Die Krankheit scheint natürlicher von [[χολή]] abgeleitet zu werden, da bei ihr die gesammelte oder ausgetretene Galle abgeführt wird, Medic. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />choléra, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incertaine. | |btext=ας (ἡ) :<br />choléra, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incertaine. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χολέρα:''' предполож. ἡ [[холера]] Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χολέρα''': (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 355), ἡ γνωστὴ φθοροποιὸς [[νόσος]], καθ’ ἣν τὰ ὑγρὰ τοῦ σώματος, ([[χολή]], [[χολαὶ]]) ἐξέρχονται βιαίως ἐκ τοῦ σώματος δι’ ἐμέτου καὶ κενώσεων, Ἱππ. 134Ε, 404. 47, κ. ἀλλ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2, 5· ἐν ᾧ ξηρὰ [[χολέρα]] [[εἶναι]] ἰσχυρὰ [[ἔμφραξις]] τῆς κοιλίας, Ἱππ. 404. 55· ἴδε Foës Oec. (Τὴν ἐκ τοῦ χολὴ ἐτυμολογίαν ἔχει ὁ Κέλσος καὶ ἕτεροι· ὁ δὲ Ἀλέξ. Τραλλ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ [[χολάς]], [[χολάδες]]). ΙΙ. = [[σωλήν]], ἡ ὑδροχόη ἢ ὑδρορρόη ὀροφῆς, Ἡσύχ.· φέρεται χολέδρα, παρ’ Ἀρχιμήδ. σ. 145 Οx., Φίλων Βελοπ. σ. 98, Ὡραπόλλ. 1. 21. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χολέρη Α<br />λοιμώδες και επιδημικό [[νόσημα]] που οφείλεται στο βακτήριο Vibrio cholerae και συνοδεύεται από [[διάρροια]] και χολώδεις εμέτους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δερματοπάθεια]] που παρουσιάζεται στα δάχτυλα ορισμένων επαγγελματιών, όπως βυρσοδεψών κ.ά., υπό [[μορφή]] εκχυμώσεων, και εξελίσσεται σε πολύ οδυνηρές εξελκώσεις<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] γυναίκας πολύ άσχημης και πολύ κακής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ημεδαπή [[χολέρα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χολερίνη]]<br />β) «[[χολέρα]] τών ορνίθων» ή «[[χολέρα]] τών πτηνών»<br /><b>([[κτην]].)</b> [[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] η οποία προσβάλλει τα οικιακά πτηνά, [[ιδίως]] τις όρνιθες, και οφείλεται σε βακτηρίδιο του γένους [[παστερέλλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξηρά]] [[χολέρα]]» — ισχυρή [[έμφραξη]] της κοιλιάς [[κατά]] την οποία δεν εκκρίνονται [[ούτε]] [[κόπρανα]] [[ούτε]] [[ούρα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. όρος του ιατρικού λεξιλογίου, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερ</i>-<i>α</i>, όπως και άλλες ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>ἴκτ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>, <i>ὕδ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>). Κατά την [[αρχαιότητα]] η λ. ερμηνευόταν ως παρ. της λ. [[χολή]] ή της λ. [[χολάς]], [[άποψη]] η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[πλευρά]]. Αντίθετα, η [[άποψη]] νεώτερων μελετητών, σύμφωνα με την οποία η λ. [[χολέρα]] μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghal</i>- «[[ζημιά]], [[βλάβη]], [[σπάσιμο]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. <i>galar</i> «[[αρρώστια]], [[λύπη]]» και το χεττιτ. <i>kallar</i> «[[κακός]], [[άσχημος]]», δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η σημ. του ελλ. όρου [[είναι]] πολύ πιο συγκεκριμένη και ειδική]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χολέρη Α<br />λοιμώδες και επιδημικό [[νόσημα]] που οφείλεται στο βακτήριο Vibrio cholerae και συνοδεύεται από [[διάρροια]] και χολώδεις εμέτους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δερματοπάθεια]] που παρουσιάζεται στα δάχτυλα ορισμένων επαγγελματιών, όπως βυρσοδεψών κ.ά., υπό [[μορφή]] εκχυμώσεων, και εξελίσσεται σε πολύ οδυνηρές εξελκώσεις<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] γυναίκας πολύ άσχημης και πολύ κακής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ημεδαπή [[χολέρα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χολερίνη]]<br />β) «[[χολέρα]] τών ορνίθων» ή «[[χολέρα]] τών πτηνών»<br /><b>([[κτην]].)</b> [[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] η οποία προσβάλλει τα οικιακά πτηνά, [[ιδίως]] τις όρνιθες, και οφείλεται σε βακτηρίδιο του γένους [[παστερέλλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξηρά]] [[χολέρα]]» — ισχυρή [[έμφραξη]] της κοιλιάς [[κατά]] την οποία δεν εκκρίνονται [[ούτε]] [[κόπρανα]] [[ούτε]] [[ούρα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. όρος του ιατρικού λεξιλογίου, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερ</i>-<i>α</i>, όπως και άλλες ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>ἴκτ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>, <i>ὕδ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>). Κατά την [[αρχαιότητα]] η λ. ερμηνευόταν ως παρ. της λ. [[χολή]] ή της λ. [[χολάς]], [[άποψη]] η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[πλευρά]]. Αντίθετα, η [[άποψη]] νεώτερων μελετητών, σύμφωνα με την οποία η λ. [[χολέρα]] μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghal</i>- «[[ζημιά]], [[βλάβη]], [[σπάσιμο]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. <i>galar</i> «[[αρρώστια]], [[λύπη]]» και το χεττιτ. <i>kallar</i> «[[κακός]], [[άσχημος]]», δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η σημ. του ελλ. όρου [[είναι]] πολύ πιο συγκεκριμένη και ειδική]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{FriskDe | ||
| | |ftr='''χολέρα''': {kholéra}<br />'''Forms''': ion. -ρη<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Cholera]], [[Magenkrankheit mit Erbrechen und Durchfall]], ξηρὴ χ. [[Verstopfung]] (Hp., Aret.), [[Erbrechen]], [[Ekel]] (LXX). Nach H. auch = [[σωλήν]], δι’ οὗ τὸ [[ὕδωρ]] ἀπὸ τῶν κεράμων φέρεται ἐξακοντιζόμενον ( = [[χολέδρα]]; s. [[χολή]]).<br />'''Derivative''': Davon [[χολερικός]] ‘zur χ. gehörig, an der χ. leidend', -ώδης ’χ. -ähnlich, χ. verursachend', -ιάω ‘an d. χ. leiden’ (vorw. Mediz.).<br />'''Etymology''': Medizinischer Fachausdruck; zur Bildung vgl. [[ὑστέρα]] und Krankheitsnamen wie [[ἴκτερος]] und [[ὕδερος]], vielleicht Substantivierung mit Akzentverschiebung von *χολερός (Schwyzer 482). Als Grundwort empfiehlt sich aus formalen Gründen eher [[χολή]], [[χόλος]] (Celsus) als [[χολάς]] (Alex. Trall.). Air. ''galar'' n. [[Krankheit]], von Pedersen Vergl. Gramm. 2, 25 mit [[χολέρα]] verbunden, ist fernzuhalten (vgl. Pokorny 411).<br />'''Page''' 2,1109 | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=Πιθανόν ἀπό τό [[χολή]]. Ἴσως ἀκόμα ἀπό τό [[χολάς]] πληθ. [[χολάδες]] (=[[ἔντερα]], [[ἐντόσθια]]). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[χολή]]. | ||
}} | }} |