3,277,121
edits
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynigetis | |Transliteration C=kynigetis | ||
|Beta Code=kunhge/ths | |Beta Code=kunhge/ths | ||
|Definition= | |Definition=κυνηγέτου, ὁ, Dor. (never in Trag.) [[κυναγέτας]] Pi.N.6.14:—<br><span class="bld">A</span> [[huntsman]], Od.9.120, E.HF860 (troch.), Hec. 1174, Pl.R.432b, X.Cyn.6.11, al., OGI20 (iii B.C.); in plural of certain [[δαίμονες]], Pl.Com.174.16, SIG1040.9 (Piraeus, iv B.C.): metaph., of one who [[seek]]s [[fame]], Pi.l.c.:—fem. [[κυνηγέτις]], Dor. [[κυναγέτις]], ιδος, [[huntress]], Ach.Tat.8.12; [[epithet]] of [[Artemis]], Corn.ND34: as adjective, κ. αἰγανέα AP6.115 (Antip.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui mène des chiens (à la chasse), chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγέω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui mène des chiens (à la chasse), chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυνηγέτης -ου, ὁ, Dor. κυνᾱγέτας [[[κύων]], [[ἄγω]]] [[jager]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der die [[Hunde]] führt, zur Jagd, der [[Jäger]]; Od</i>. 9.120; Eur. <i>Herc.Fur</i>. 860 und [[öfter]]; Plat. <i>Euthyd</i>. 290b und [[sonst]]; – dor. [[κυναγέτας]], Pind. <i>N</i>. 6.26, Eur. <i>Bacch</i>. 869. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠνηγέτης:''' дор. κῠνᾱγέτᾱς, ου ὁ [[охотник]], [[ловец]] Hom., Eur., Plat. etc.: κ. ἀμφὶ πάλᾳ Pind. ловец наград в состязаниях, т. е. борец-соискатель. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυνηγέτης]], ὁ, θηλ. [[κυνηγέτις]], -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και [[κυναγέτις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για [[κυνήγι]], [[θηρευτής]], [[κυνηγός]] (α. | |mltxt=[[κυνηγέτης]], ὁ, θηλ. [[κυνηγέτις]], -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και [[κυναγέτις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για [[κυνήγι]], [[θηρευτής]], [[κυνηγός]] (α. «ὁμαρτεῖν ὡς κυνηγέτη [[κύνας]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἡμᾶς δεῖ [[ὥσπερ]] κυνηγέτας θάμνον κύκλον περιίστασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιζητεί τη [[φήμη]] ή, γενικά, που επιδιώκει [[κάτι]] («τὸν ἀγαθὸν κυνηγέτην μεταθεῖν χρὴ καὶ μὴ ἀνιέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>θηλ.</b> [[κυνηγέτις]] και <i>κυνηγέτρια</i><br />α) η [[κυνηγός]], η [[θηρεύτρια]]<br />β) επίθ. της Αρτέμιδος («[[Ἄρτεμις]] [[κυνηγέτις]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], <i>κυνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠνηγέτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ-, [[κυνηγός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ</i>, [[κάποιος]] που διεκδικεί έπαθλο στην [[πάλη]], σε Πίνδ.· θηλ. [[κυνηγέτις]], σε Δωρ. -ᾱγέτις, <i>-ιδος</i>, [[γυναίκα]] [[κυνηγός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κῠνηγέτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ-, [[κυνηγός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ</i>, [[κάποιος]] που διεκδικεί έπαθλο στην [[πάλη]], σε Πίνδ.· θηλ. [[κυνηγέτις]], σε Δωρ. -ᾱγέτις, <i>-ιδος</i>, [[γυναίκα]] [[κυνηγός]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κῠνηγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λ. [[κυναγός]])· ― ὁ ἄγων κύνας, κυνηγός, [[θηρευτής]], Ὀδ. Ι. 120, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860, Ἑκ. 1174, Πλάτ. Πολ. 432Β, καὶ συχν. παρὰ Ξεν. κυναγέτας ἀμφὶ πάλᾳ, ὁ θηρεύων τὸ [[βραβεῖον]] ἐν τῇ πάλῃ, Πινδ. Ν. 6. 26· ― θηλ. [[κυνηγέτις]], Δωρ. -αγέτις, ιδος, ἡ κυνηγός, Ἀνθ. Π. 6. 115, Ἀχ. Τάτ. 8. 12. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |