3,274,873
edits
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filopragmon | |Transliteration C=filopragmon | ||
|Beta Code=filopra/gmwn | |Beta Code=filopra/gmwn | ||
|Definition= | |Definition=φιλοπράγμον, gen. ονος, [[fond of business]]; mostly in bad sense, like [[πολυπράγμων]], [[meddlesome]], a [[busybody]], Lycurg.3, Is. 4.30, Jul.Caes.315c; name of a [[comedy]] by [[Crito]]; τὸ [[φιλόπραγμον]], in good sense, Plu.2.515f. Adv. [[φιλοπραγμόνως]], Adv. Comp. φιλοπραγμονέστερον, φ. [[ἀναφέρειν]] τι εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα Str.17.1.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ονος, Beschäftigung liebend, geschäftig, thätig, emsig, auch der sich in fremde Händel mengt, streit- u. proceßsüchtig, unruhig; Is. 4, 30; Lycurg. 3; also wie [[πολυπράγμων]]. – Adv. [[φιλοπραγμόνως]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ονος, Beschäftigung liebend, geschäftig, thätig, emsig, auch der sich in fremde Händel mengt, streit- u. proceßsüchtig, unruhig; Is. 4, 30; Lycurg. 3; also wie [[πολυπράγμων]]. – Adv. [[φιλοπραγμόνως]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui aime à se mêler des affaires d'autrui]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πρᾶγμα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοπράγμων:''' 2, gen. ονος хлопотливый, суетливый, неугомонный Isae. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοπράγμων''': γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐνασχόλησιν, ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, τὰς ἀσχολίας· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ [[πολυπράγμων]], ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, [[πολυάσχολος]], [[ἀνήσυχος]] καὶ [[περίεργος]] [[ἄνθρωπος]], Λυκοῦργ. 148. 12, Ἰσαῖος 49. 31· [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Κρίτωνος· τὸ φιλόπραγμον Πλούτ. 2. 515F. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154. | |lstext='''φῐλοπράγμων''': γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐνασχόλησιν, ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, τὰς ἀσχολίας· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ [[πολυπράγμων]], ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, [[πολυάσχολος]], [[ἀνήσυχος]] καὶ [[περίεργος]] [[ἄνθρωπος]], Λυκοῦργ. 148. 12, Ἰσαῖος 49. 31· [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Κρίτωνος· τὸ φιλόπραγμον Πλούτ. 2. 515F. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όπραγμον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να ασχολείται με [[πολλά]], [[πολυπράγμων]], [[πολυάσχολος]]<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) αυτός που του αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, [[περίεργος]], [[αδιάκριτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόπραγμον</i><br />η [[φιλοπραγμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), | |mltxt=-όπραγμον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να ασχολείται με [[πολλά]], [[πολυπράγμων]], [[πολυάσχολος]]<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) αυτός που του αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, [[περίεργος]], [[αδιάκριτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόπραγμον</i><br />η [[φιλοπραγμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυπράγμων]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλοπράγμων:''' γεν. <i>-ονος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που αγαπά τις ενασχολήσεις· με αρνητική [[σημασία]], [[πολυάσχολος]] [[άνθρωπος]], [[ανακατωσούρης]], [[κουτσομπόλης]], σε Ισαίο. | |lsmtext='''φῐλοπράγμων:''' γεν. <i>-ονος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που αγαπά τις ενασχολήσεις· με αρνητική [[σημασία]], [[πολυάσχολος]] [[άνθρωπος]], [[ανακατωσούρης]], [[κουτσομπόλης]], σε Ισαίο. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |