φιλοπράγμων: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filopragmon
|Transliteration C=filopragmon
|Beta Code=filopra/gmwn
|Beta Code=filopra/gmwn
|Definition=ον, gen. ονος, [[fond of business]]; mostly in bad sense, like [[πολυπράγμων]], [[meddlesome]], a [[busybody]], Lycurg.3, Is. 4.30, Jul.Caes.315c; name of a [[comedy]] by [[Crito]]; τὸ [[φιλοπράγμον]], in good sense, Plu.2.515f. Adv. [[φιλοπραγμόνως]], Adv. Comp. φιλοπραγμονέστερον, φ. [[ἀναφέρειν]] τι εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα Str.17.1.5.
|Definition=φιλοπράγμον, gen. ονος, [[fond of business]]; mostly in bad sense, like [[πολυπράγμων]], [[meddlesome]], a [[busybody]], Lycurg.3, Is. 4.30, Jul.Caes.315c; name of a [[comedy]] by [[Crito]]; τὸ [[φιλόπραγμον]], in good sense, Plu.2.515f. Adv. [[φιλοπραγμόνως]], Adv. Comp. φιλοπραγμονέστερον, φ. [[ἀναφέρειν]] τι εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα Str.17.1.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ονος, Beschäftigung liebend, geschäftig, thätig, emsig, auch der sich in fremde Händel mengt, streit- u. proceßsüchtig, unruhig; Is. 4, 30; Lycurg. 3; also wie [[πολυπράγμων]]. – Adv. [[φιλοπραγμόνως]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ονος, Beschäftigung liebend, geschäftig, thätig, emsig, auch der sich in fremde Händel mengt, streit- u. proceßsüchtig, unruhig; Is. 4, 30; Lycurg. 3; also wie [[πολυπράγμων]]. – Adv. [[φιλοπραγμόνως]].
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui aime à se mêler des affaires d'autrui]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πρᾶγμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοπράγμων:''' 2, gen. ονος хлопотливый, суетливый, неугомонный Isae.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοπράγμων''': γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐνασχόλησιν, ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, τὰς ἀσχολίας· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ [[πολυπράγμων]], ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, [[πολυάσχολος]], [[ἀνήσυχος]] καὶ [[περίεργος]] [[ἄνθρωπος]], Λυκοῦργ. 148. 12, Ἰσαῖος 49. 31· [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Κρίτωνος· τὸ φιλόπραγμον Πλούτ. 2. 515F. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
|lstext='''φῐλοπράγμων''': γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐνασχόλησιν, ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, τὰς ἀσχολίας· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ [[πολυπράγμων]], ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, [[πολυάσχολος]], [[ἀνήσυχος]] καὶ [[περίεργος]] [[ἄνθρωπος]], Λυκοῦργ. 148. 12, Ἰσαῖος 49. 31· [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Κρίτωνος· τὸ φιλόπραγμον Πλούτ. 2. 515F. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui aime à se mêler des affaires d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πρᾶγμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όπραγμον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να ασχολείται με [[πολλά]], [[πολυπράγμων]], [[πολυάσχολος]]<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) αυτός που του αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, [[περίεργος]], [[αδιάκριτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόπραγμον</i><br />η [[φιλοπραγμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>πράγμων</i>].
|mltxt=-όπραγμον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να ασχολείται με [[πολλά]], [[πολυπράγμων]], [[πολυάσχολος]]<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) αυτός που του αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, [[περίεργος]], [[αδιάκριτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόπραγμον</i><br />η [[φιλοπραγμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυπράγμων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοπράγμων:''' γεν. <i>-ονος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που αγαπά τις ενασχολήσεις· με αρνητική [[σημασία]], [[πολυάσχολος]] [[άνθρωπος]], [[ανακατωσούρης]], [[κουτσομπόλης]], σε Ισαίο.
|lsmtext='''φῐλοπράγμων:''' γεν. <i>-ονος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που αγαπά τις ενασχολήσεις· με αρνητική [[σημασία]], [[πολυάσχολος]] [[άνθρωπος]], [[ανακατωσούρης]], [[κουτσομπόλης]], σε Ισαίο.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοπράγμων:''' 2, gen. ονος хлопотливый, суетливый, неугомонный Isae.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj