ὁδοιπορικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odoiporikos
|Transliteration C=odoiporikos
|Beta Code=o(doiporiko/s
|Beta Code=o(doiporiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for a traveller</b>, ἐσθῆτες <span class="bibl">Plb.31.14.6</span> ; ἵπποι <span class="bibl">Poll.1.181</span> : <b class="b3">τὸ ὁ</b>. (sc. <b class="b3">βιβλίον</b>) <b class="b2">guide-book</b>, Hieronym.<span class="title">Ep.</span>8.8, <span class="title">Gloss.</span> Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">like a traveller</b>, ἐσταλμένος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arat.</span>21</span>.</span>
|Definition=ὁδοιπορική, ὁδοιπορικόν, of or for a [[traveller]], ἐσθῆτες Plb.31.14.6; ἵπποι Poll.1.181: τὸ [[ὁδοιπορικόν]] (''[[sc.]]'' [[βιβλίον]]) [[guidebook]], Hieronym.Ep.8.8, ''Glossaria'' Adv. [[ὁδοιπορικῶς]] = [[like a traveller]], ἐσταλμένος Plu.Arat.21.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0293.png Seite 293]] ή, όν, zur Wanderung, Reise gehörig; ἐσθῆτες, Reisekleider, Pol. 31, 22, 6; [[βιβλίον]], Reisebeschreibung. – Adv. ὁδοιπορικῶς, Plut. Arat. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0293.png Seite 293]] ή, όν, zur Wanderung, Reise gehörig; ἐσθῆτες, Reisekleider, Pol. 31, 22, 6; [[βιβλίον]], Reisebeschreibung. – Adv. ὁδοιπορικῶς, Plut. Arat. 21.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδοιπορικός:''' [[путевой]], [[дорожный]] ([[ἐσθής]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδοιπορικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁδοιπορίαν, ἐσθὴς Πολύβ. 31. 22, 6· ἵπποι [[Πολυδ]]. Α΄, 181· - τὸ ὁδ. (δηλ. [[βιβλίον]]) «ὁδηγὸς» τῶν ὁδοιπόρων Sueton. Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς [[ὁδοιπόρος]], Πλουτ. Ἄρατ. 21.
|lstext='''ὁδοιπορικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁδοιπορίαν, ἐσθὴς Πολύβ. 31. 22, 6· ἵπποι Πολυδ. Α΄, 181· - τὸ ὁδ. (δηλ. [[βιβλίον]]) «ὁδηγὸς» τῶν ὁδοιπόρων Sueton. Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς [[ὁδοιπόρος]], Πλουτ. Ἄρατ. 21.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδοιπορικός]], -ή, -όν) [[οδοιπόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οδοιπορία]] και στον οδοιπόρο ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οδοιπορικό</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[λεπτομερής]] [[περιγραφή]] οδοιπορίας ή ταξιδιού και αντίστοιχο λογοτεχνικό [[έργο]]<br />β) <b>αρχ.</b> [[είδος]] περιγραφικού ταξιδιωτικού οδηγού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με δρομολόγια, αξιοθέατα, και ποικίλες πληροφορίες ή [[είδος]] τοπογραφικού [[χάρτη]] με γραμμές πορείας, αποστάσεις, σταθμούς, πόλεις κ.ά. στοιχεία<br />γ) <b>(τοπογρ.)</b> χαρτογραφική [[απεικόνιση]] της πορείας που διανύθηκε από έναν τοπογράφο ή από εξερευνητή<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οδοιπορικά</i>- τα έξοδα μετακίνησης από έναν [[τόπο]] σε άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[οδηγός]] οδοιπόρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οδοιπορικώς</i> και -<i>ά</i> (Α όδοιπορικώς)<br />με οδοιπορικό τρόπο, με [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οδοιπορικώς, [[μαρς]]!»<br /><b>στρ.</b> [[παράγγελμα]] με το οποίο [[φάλαγγα]] που βαδίζει με στρατιωτικό [[βήμα]] διατάσσεται να μεταπέσει σε χαλαρωμένο βηματισμό.
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδοιπορικός]], -ή, -όν) [[οδοιπόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οδοιπορία]] και στον οδοιπόρο ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οδοιπορικό</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[λεπτομερής]] [[περιγραφή]] οδοιπορίας ή ταξιδιού και αντίστοιχο λογοτεχνικό [[έργο]]<br />β) <b>αρχ.</b> [[είδος]] περιγραφικού ταξιδιωτικού οδηγού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με δρομολόγια, αξιοθέατα, και ποικίλες πληροφορίες ή [[είδος]] τοπογραφικού [[χάρτη]] με γραμμές πορείας, αποστάσεις, σταθμούς, πόλεις κ.ά. στοιχεία<br />γ) <b>(τοπογρ.)</b> χαρτογραφική [[απεικόνιση]] της πορείας που διανύθηκε από έναν τοπογράφο ή από εξερευνητή<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οδοιπορικά</i>- τα έξοδα μετακίνησης από έναν [[τόπο]] σε άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[οδηγός]] οδοιπόρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οδοιπορικώς</i> και -<i>ά</i> (Α όδοιπορικώς)<br />με οδοιπορικό τρόπο, με [[οδοιπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οδοιπορικώς, [[μαρς]]!»<br /><b>στρ.</b> [[παράγγελμα]] με το οποίο [[φάλαγγα]] που βαδίζει με στρατιωτικό [[βήμα]] διατάσσεται να μεταπέσει σε χαλαρωμένο βηματισμό.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδοιπορικός:''' путевой, дорожный ([[ἐσθής]] Polyb.).
}}
}}