σκολύπτω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skolypto
|Transliteration C=skolypto
|Beta Code=skolu/ptw
|Beta Code=skolu/ptw
|Definition== <b class="b3">κολούω, κολοβόω, ἐκτίλλω</b>, Hsch. σκολύφρα· <b class="b3">σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής</b>, Id.; cf. [[σκολύβρα]]. σκομβρίζω, A<br /> = γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, Hsch.
|Definition== [[κολούω]], [[κολοβόω]], [[ἐκτίλλω]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] σκολύφρα· <b class="b3">σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής</b>, Id.; cf. [[σκολύβρα]]. σκομβρίζω, A = γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολύπτω''': [[κολούω]], [[κολοβόω]], «[[ἐκτίλλω]], [[κολούω]]» καὶ «σκολύψαι· κολοῦσαι. κολοβῶσαι» Ἡσύχ.· πρβλ. ἀποσκ-.
|lstext='''σκολύπτω''': [[κολούω]], [[κολοβόω]], «[[ἐκτίλλω]], [[κολούω]]» καὶ «σκολύψαι· κολοῦσαι. κολοβῶσαι» Ἡσύχ.· πρβλ. ἀποσκ-.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κολούω]], κολοβῶ, [[ἐκτίλλω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>jω</i> από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το ρ. [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]], [[γλύφω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σκόλοπας]]). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. [[σκόλλυς]] και [[σκόλυθρον]], ενώ δεν φαίνεται πιθανή η [[σύνδεση]] του με τον τ. «[[σκολύφρα]]<br /><i>σκυθρωπή</i>, <i>σκληρά</i>, [[ἐργώδης]], [[δυσχερής]]»].
}}
}}