ἠθοποιός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ithopoios
|Transliteration C=ithopoios
|Beta Code=h)qopoio/s
|Beta Code=h)qopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">forming character</b>, ἠ. τὸ θερμόν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>955a32</span>; μέλη <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.36</span>; παιδεύσεις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Them.</span> 2</span>; <b class="b3">τὸ ἠ</b>.,= foreg. <span class="bibl">1</span>, Id.2.660c.</span>
|Definition=ἠθοποιόν, [[form]]ing [[character]], ἠ. τὸ θερμόν Arist. ''Pr.'' 955a32 ; μέλη S.E. ''M.'' 6.36 ; παιδεύσεις Plu. ''Them.'' 2 ; τὸ ἠ., = [[ἠθοποιΐα]] ([[formation]] of [[character]], [[delineation]] of [[character]]) 1, Id. 2.660c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1157.png Seite 1157]] die Sitten, den Charakter bildend; [[παίδευσις]] Plut. Themist. 2; μαθήματα Dion. 9; die Sitten, den Charakter eines Andern darstellend, nachbildend, Rhett.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1157.png Seite 1157]] die Sitten, den Charakter bildend; [[παίδευσις]] Plut. Themist. 2; μαθήματα Dion. 9; die Sitten, den Charakter eines Andern darstellend, nachbildend, Rhett.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />[[qui forme le caractère]].<br />'''Étymologie:''' [[ἦθος]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠθοποιός:''' [[воспитывающий нравы]], [[влияющий на душевный облик]] (τὸ θερμὸν χαὶ [[ψυχρόν]] Arst.; [[παίδευσις]] Plut.; [[μέλη]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠθοποιός''': -όν, μορφώνων, διαπλάττων χαρακτῆρα, [[μέλη]] Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 36· [[παίδευσις]] Πλούτ. Θεμιστ. 2· τὴν γεωργίαν [[μᾶλλον]] ὡς ἠθοποιὸν ἢ πλουτοποιὸν ἀγαπήσας ὁ αὐτ. Νόμ. 10 κλ.· - τὸ ἠθ. = [[ἠθοποιία]], ὁ αὐτ. 2. 660Β.
|lstext='''ἠθοποιός''': -όν, μορφώνων, διαπλάττων χαρακτῆρα, [[μέλη]] Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 36· [[παίδευσις]] Πλούτ. Θεμιστ. 2· τὴν γεωργίαν [[μᾶλλον]] ὡς ἠθοποιὸν ἢ πλουτοποιὸν ἀγαπήσας ὁ αὐτ. Νόμ. 10 κλ.· - τὸ ἠθ. = [[ἠθοποιία]], ὁ αὐτ. 2. 660Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[ἠθοποιός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[ηθοποιός]]<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] το να υποδύεται στο [[θέατρο]] ή στον κινηματογράφο πρόσωπα δραμάτων ή κωμωδιών, μελοδραμάτων κ.λπ., εκφράζοντας τα διανοήματα, τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα τους με τον λόγο ή με τη μιμική, ο [[θεατρικός]] [[υποκριτής]], ο [[θεατρίνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που στην καθημερινή ζωή αρέσκεται σε θεατρινισμούς, ο [[θεατρίνος]] της ζωής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που διαπλάσσει, που μορφώνει το [[ήθος]], τον χαρακτήρα, [[ηθοπλαστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἠθοποιόν</i><br />η [[ηθοποιία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. [[βροχοποιός]], [[κακοποιός]]. Στη νέα ελλ. η [[σημασία]] της λ. «[[εκείνος]] που διαπλάθει το [[ήθος]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[εκείνος]] που αναπαριστά το [[ήθος]]» και [[έτσι]] το [[ηθοποιός]] αντικατέστησε το αρχ. [[υποκριτής]], που με τη [[σειρά]] του έλαβε στη νέα ελλ. [[άλλη]] σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Σ. Βλάχου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠθοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που διαμορφώνει χαρακτήρα, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠθο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />forming [[character]], Plut.
}}
}}