τρόνα: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trona
|Transliteration C=trona
|Beta Code=tro/na
|Beta Code=tro/na
|Definition=<b class="b3">ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα</b>, Hsch. (Cf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> θρόνον <span class="bibl">1</span>.) τρόνοι· <b class="b3">στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος</b>, Id.</span>
|Definition=<b class="b3">ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (cf. [[θρόνον]] ''1''.) τρόνοι· στύππιοι, [[στήμων]], [[ἁρπεδόνη]], [[ἄτρακτος]], Id.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρόνα''': τά, = θρόνα (ἴδε [[θρόνον]] Ι), «[[τρόνα]]· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα» Ἡσύχ., καί: «τρόνοι· στύππιοι. [[στήμων]]· [[ἁρπεδόνη]]. ἄτρακτος» ὁ αὐτ.
|lstext='''τρόνα''': τά, = θρόνα (ἴδε [[θρόνον]] Ι), «[[τρόνα]]· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα» Ἡσύχ., καί: «τρόνοι· στύππιοι. [[στήμων]]· [[ἁρπεδόνη]]. ἄτρακτος» ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>(ορυκτ.)</b> ένυδρο δισανθρακικό [[ορυκτό]] του νατρίου που ανήκει στην [[ομάδα]] τών εβαποριτών και απαντά [[σποραδικά]] ως αλατούχα [[λιμναία]] [[απόθεση]] ή ως [[προϊόν]] εξάτμισης, [[καθώς]] και με τη [[μορφή]] εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη.<br /><b>(II)</b><br />τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[θρόνα]], <i>τὰ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[θρόνον]]) με [[τροπή]] του δασέος <i>θ</i>- στο αντίστοιχο ψιλό].
}}
}}