καθάριος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(18)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katharios
|Transliteration C=katharios
|Beta Code=kaqa/rios
|Beta Code=kaqa/rios
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[καθάρειος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">καθάριον, τό</b>, <b class="b2">purgative medicine</b>, POxy.116.15 (ii A.D.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> v. [[καθάρειος]].<br><span class="bld">II</span> [[καθάριον]], τό, [[purgative medicine]], POxy.116.15 (ii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1281.png Seite 1281]] ον, reinlich, Reinlichkeit liebend u. bewahrend, sauber; [[ἀκολουθίσκος]] Posid. bei Ath. XII, 550 a; περὶ τὸν βίον Arist. rhet. 2, 4; [[σκευασία]] Menand. bei Ath. XIV, 661; καθάριοι ταῖς διαίταις D. Sic. 5, 33; vom Styl, Schol.; – τὸ καθάριον, = [[καθαριότης]], Plut. Symp. 4, 1, 3. – Adv., z. B. καθαρίως ἐγχέειν Xen. Cyr. 1, 3, 8 (so nach Poll. 6, 27, nicht καθαρείως zu lesen); καθαρίως κατόψεσθαι, klar durchschauen, Pol. 6, 3, 4. Aber Strab. 3, 3, 6 μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς erinnert an die unter [[καθάρειος]] angeführten Stellen der com.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1281.png Seite 1281]] ον, reinlich, Reinlichkeit liebend u. bewahrend, sauber; [[ἀκολουθίσκος]] Posid. bei Ath. XII, 550 a; περὶ τὸν βίον Arist. rhet. 2, 4; [[σκευασία]] Menand. bei Ath. XIV, 661; καθάριοι ταῖς διαίταις D. Sic. 5, 33; vom Styl, Schol.; – τὸ καθάριον, = [[καθαριότης]], Plut. Symp. 4, 1, 3. – Adv., z. B. καθαρίως ἐγχέειν Xen. Cyr. 1, 3, 8 (so nach Poll. 6, 27, nicht καθαρείως zu lesen); καθαρίως κατόψεσθαι, klar durchschauen, Pol. 6, 3, 4. Aber Strab. 3, 3, 6 μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς erinnert an die unter [[καθάρειος]] angeführten Stellen der com.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre ; τὸ καθάριον la propreté;<br /><i>Cp.</i> καθαριώτερος, <i>Sp.</i> καθαριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθάριος -ον zie καθάρειος.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθάριος:''' (θᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[чистый]], [[опрятный]] ([[σκευασία]] Men.; [[ὅπλα]] Polyb.; βρώματα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[опрятный]], [[чистоплотный]] (περὶ [[ὅλον]] τὸν βίον Arst.; ταῖς διαίταις Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰθάριος''': ἴδε [[καθάρειος]].
|lstext='''κᾰθάριος''': ἴδε [[καθάρειος]].
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />propre ; τὸ καθάριον la propreté;<br /><i>Cp.</i> καθαριώτερος, <i>Sp.</i> καθαριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]].
|mltxt=, -ο (AM [[καθάριος]], -ον, Α και [[καθάρειος]], -ον)<br />[[καθαρός]], [[παστρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σίγουρος]], [[αναπόφευκτος]], αυτός που με απόλυτη [[βεβαιότητα]] θα συμβεί («[[αφύσικος]] [[πραματευτής]] [[καθάριος]] [[διακονιάρης]]» — αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα, παροιμ.)<br /><b>2.</b> [[τέλειος]], [[αψεγάδιαστος]], [[ανεπίληπτος]] («[[κλέφτης]] [[άπιαστος]], [[καθάριος]] [[νοικοκύρης]]» — ο [[κλέφτης]] που διαφεύγει τη [[σύλληψη]] μπορεί να παριστάνει τον αψεγάδιαστο νοικοκύρη, παροιμ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λαμπερός]], [[αστραφτερός]], [[ξάστερος]], [[διαυγής]] («[[καθάριος]] [[ουρανός]]»)<br /><b>2.</b> [[ξεκάθαρος]], [[σαφής]] («καθάρια [[λόγια]]»)<br /><b>3.</b> [[επίπεδος]], [[ίσιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> εξαγνισμένος, [[αγνός]]<br /><b>2.</b> [[αθώος]]<br /><b>3.</b> [[άπειρος]]<br /><b>4.</b> [[διορατικός]]<br /><b>5.</b> απαλλαγμένος<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθάριον</i><br />η [[διαύγεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]] («καθαριώτατόν ἐστι τὸ [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτός]], [[κομψός]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[απλός]], [[αγνός]], [[αμιγής]] («καθάρειον όνομα»)<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. στον συγκρ. ως ουσ.) <i>οι καθαρειότεροι</i><br />οι ευπρεπείς, οι σεβάσμιοι άνδρες<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ καθάρειον</i><br />το εύγευστο της τροφής, η [[νοστιμιά]]<br />β) <i>τὸ καθάριον</i><br />ιατρικό καθαρτικό<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ καθάρειοι</i><br />αυτοί που χρησιμοποιούν καθαρή [[γλώσσα]], ακριβολόγοι<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[καθάρειος]] [[ἄρτος]]» — ο [[λευκός]] [[άρτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθάρια</i> (Α καθαρείως και καθαρίως, Μ καθάρια)<br /><b>1.</b> με [[καθαριότητα]], [[καθαρά]], παστρικά, ευπρεπώς<br /><b>2.</b> με [[σαφήνεια]], ευκρινώς («καθαρείως ὑποδεῖξαι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ξεκάθαρα, αναμφισβήτητα, ολοφάνερα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> εντελώς, [[πέρα]] για [[πέρα]]<br /><b>2.</b> αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κομψά, με [[χάρη]] («καθαρείως εἰργασμένος» Φίλ.)<br /><b>2.</b> λιτά, οικονομικά («μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως»)<br /><b>3.</b> άψογα, άμεμπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθάρειος]] <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i><br />[[είναι]] αβέβαιο αν πρόκειται για αναλογικό σχηματισμό [[προς]] το <i>ἀστ</i>-<i>εῖος</i>. Ο τ. [[καθάριος]] μπορεί να οφείλεται σε ιωτακισμό].
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=-α, -ο (AM [[καθάριος]], -ον, Α και [[καθάρειος]], -ον)<br />[[καθαρός]], [[παστρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σίγουρος]], [[αναπόφευκτος]], αυτός που με απόλυτη [[βεβαιότητα]] θα συμβεί («[[αφύσικος]] [[πραματευτής]] [[καθάριος]] [[διακονιάρης]]» — αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα, παροιμ.)<br /><b>2.</b> [[τέλειος]], [[αψεγάδιαστος]], [[ανεπίληπτος]] («[[κλέφτης]] [[άπιαστος]], [[καθάριος]] [[νοικοκύρης]]» — ο [[κλέφτης]] που διαφεύγει τη [[σύλληψη]] μπορεί να παριστάνει τον αψεγάδιαστο νοικοκύρη, παροιμ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λαμπερός]], [[αστραφτερός]], [[ξάστερος]], [[διαυγής]] («[[καθάριος]] [[ουρανός]]»)<br /><b>2.</b> [[ξεκάθαρος]], [[σαφής]] («καθάρια [[λόγια]]»)<br /><b>3.</b> [[επίπεδος]], [[ίσιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> εξαγνισμένος, [[αγνός]]<br /><b>2.</b> [[αθώος]]<br /><b>3.</b> [[άπειρος]]<br /><b>4.</b> [[διορατικός]]<br /><b>5.</b> απαλλαγμένος<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθάριον</i><br />η [[διαύγεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]] («καθαριώτατόν ἐστι τὸ [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτός]], [[κομψός]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[απλός]], [[αγνός]], [[αμιγής]] («καθάρειον όνομα»)<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. στον συγκρ. ως ουσ.) <i>οι καθαρειότεροι</i><br />οι ευπρεπείς, οι σεβάσμιοι άνδρες<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ καθάρειον</i><br />το εύγευστο της τροφής, η [[νοστιμιά]]<br />β) <i>τὸ καθάριον</i><br />ιατρικό καθαρτικό<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ καθάρειοι</i><br />αυτοί που χρησιμοποιούν καθαρή [[γλώσσα]], ακριβολόγοι<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[καθάρειος]] [[ἄρτος]]» — ο [[λευκός]] [[άρτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθάρια</i> (Α καθαρείως και καθαρίως, Μ καθάρια)<br /><b>1.</b> με [[καθαριότητα]], [[καθαρά]], παστρικά, ευπρεπώς<br /><b>2.</b> με [[σαφήνεια]], ευκρινώς («καθαρείως ὑποδεῑξαι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ξεκάθαρα, αναμφισβήτητα, ολοφάνερα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> εντελώς, [[πέρα]] για [[πέρα]]<br /><b>2.</b> αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κομψά, με [[χάρη]] («καθαρείως εἰργασμένος» Φίλ.)<br /><b>2.</b> λιτά, οικονομικά («μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως»)<br /><b>3.</b> άψογα, άμεμπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθάρειος]] <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i><br />[[είναι]] αβέβαιο αν πρόκειται για αναλογικό σχηματισμό [[προς]] το <i>ἀστ</i>-<i>εῑος</i>. Ο τ. [[καθάριος]] μπορεί να οφείλεται σε ιωτακισμό].
|lsmtext='''κᾰθάριος:''' = [[καθάρειος]].
}}
}}