φυρός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyros
|Transliteration C=fyros
|Beta Code=furo/s
|Beta Code=furo/s
|Definition=ά, όν, = [[φυρόχρωμος]], [[βοῦς]] PGen. 48.8 (iv AD) ; perh. cf. Hsch. s.v. [[φυρτίζεσθαι]].
|Definition=ά, όν, = [[φυρόχρωμος]], [[βοῦς]] PGen. 48.8 (iv AD) ; perhaps cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[φυρτίζεσθαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φυρός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[φύρα]], που έχει ελαττωθεί το [[βάρος]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φυρό [[μυαλό]]» — αυτός που έχει φυράνει, που παρουσιάζει [[άνοια]]<br />β) «φυρό [[παράθυρο]] [ή [[ξύλο]]]» — [[παράθυρο]] [ή [[ξύλο]]] που έχει συρρικνωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φυρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. με την αρχ. σημ. έχει προέλθει κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. <i>φυρό</i>-<i>χρωμος</i>, ενώ με τη νεοελλ. σημ. κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. <i>φυρό</i>-<i>μυαλος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κουτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κουτό</i>-<i>μυαλος</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[φυρός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[φύρα]], που έχει ελαττωθεί το [[βάρος]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φυρό [[μυαλό]]» — αυτός που έχει φυράνει, που παρουσιάζει [[άνοια]]<br />β) «φυρό [[παράθυρο]] [ή [[ξύλο]]]» — [[παράθυρο]] [ή [[ξύλο]]] που έχει συρρικνωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φυρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. με την αρχ. σημ. έχει προέλθει κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. <i>φυρό</i>-<i>χρωμος</i>, ενώ με τη νεοελλ. σημ. κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. <i>φυρό</i>-<i>μυαλος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κουτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κουτό</i>-<i>μυαλος</i>)].
}}
}}