ἑστίαμα: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=estiama
|Transliteration C=estiama
|Beta Code=e(sti/ama
|Beta Code=e(sti/ama
|Definition=ατος, τό<b class="b3">, (ἑστιάω)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">banquet</b>, τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑ. <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span> 387</span> : metaph., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>935a</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[ἑστιάω]]) [[banquet]], τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα E.IT 387: metaph., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Pl.Lg.935a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1044.png Seite 1044]] τό, Schmaus, τὰ Ταντάλου θεοτς ἑστιάματα, der vom Tantalus den Göttern gegebene Schmaus, Eur. I. T. 387; Speise, Nahrung, auch übertr., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. Legg. XI, 935 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1044.png Seite 1044]] τό, Schmaus, τὰ Ταντάλου θεοτς ἑστιάματα, der vom Tantalus den Göttern gegebene Schmaus, Eur. I. T. 387; Speise, Nahrung, auch übertr., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. Legg. XI, 935 a.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[banquet]], [[festin]].<br />'''Étymologie:''' [[ἑστιάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑστίᾱμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[пир]], [[пиршество]] (τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα Eur.);<br /><b class="num">2</b> перен. пища: ἐμπίπλασθαι ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. питать злобу дурной пищей, т. е. отдаваться чувству гнева.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑστίᾱμα''': τό, ([[ἑστιάω]]) [[ἑστίασις]], φίλευμα, τά Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάσματα Εὐρ. Ι. Τ. 387· μεταφ., ἐμπιπλάς ὀργήν κακῶν ἑστιαμάτων Πλάτ. Νομ. 935Α.
|lstext='''ἑστίᾱμα''': τό, ([[ἑστιάω]]) [[ἑστίασις]], φίλευμα, τά Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάσματα Εὐρ. Ι. Τ. 387· μεταφ., ἐμπιπλάς ὀργήν κακῶν ἑστιαμάτων Πλάτ. Νομ. 935Α.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />banquet, festin.<br />'''Étymologie:''' [[ἑστιάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἑστίαμα]]) [[εστιώ]]<br /><b>1.</b> το [[φαγητό]] που προσφέρεται [[κατά]] την [[εστίαση]], το [[φίλεμα]] («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» — τα φαγητά που προσέφερε ο [[Τάνταλος]] στους θεούς, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[τροφή]], [[φαγητό]].
|mltxt=το (Α [[ἑστίαμα]]) [[εστιώ]]<br /><b>1.</b> το [[φαγητό]] που προσφέρεται [[κατά]] την [[εστίαση]], το [[φίλεμα]] («τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα» — τα φαγητά που προσέφερε ο [[Τάνταλος]] στους θεούς, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[τροφή]], [[φαγητό]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑστίᾱμα:''' -ατος, τό ([[ἑστιάω]]), [[φιλοξενία]], [[περιποίηση]], [[συμπόσιο]], [[συνεστίαση]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἑστίᾱμα:''' -ατος, τό ([[ἑστιάω]]), [[φιλοξενία]], [[περιποίηση]], [[συμπόσιο]], [[συνεστίαση]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἑστίᾱμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> пир, пиршество (τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> перен. пища: ἐμπίπλασθαι ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. питать злобу дурной пищей, т. е. отдаваться чувству гнева.
|mdlsjtxt=ἑστίᾱμα, ατος, τό, [[ἑστιάω]]<br />an [[entertainment]], [[banquet]], Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[entertainment]], [[feast]]
}}
}}