ἀρότρευμα: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arotrevma
|Transliteration C=arotrevma
|Beta Code=a)ro/treuma
|Beta Code=a)ro/treuma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ploughing]]: metaph., [[generation]], <b class="b3">φύσεως ἀ. καινοῖς</b> Poet. ap. Stob.1.49.46.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[ploughing]]: metaph., [[generation]], <b class="b3">φύσεως ἀ. καινοῖς</b> Poet. ap. Stob.1.49.46.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[arada]], [[labranza]], fig. [[generación]] φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Orác. en Stob.1.49.46.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρότρευμα''': -ατος, τὸ, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μεταφ., [[ἄλλος]] ἐξ ἄλλου γεννώμενος ἠδ’ ἀναβλαστῶν (μεταγεν. ἀντὶ ἀναβλαστάνων) ψυχοῦται γονίμου φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Ποιητ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1000.
|lstext='''ἀρότρευμα''': -ατος, τὸ, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μεταφ., [[ἄλλος]] ἐξ ἄλλου γεννώμενος ἠδ’ ἀναβλαστῶν (μεταγεν. ἀντὶ ἀναβλαστάνων) ψυχοῦται γονίμου φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Ποιητ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1000.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[arada]], [[labranza]], fig. [[generación]] φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Orác. en Stob.1.49.46.
}}
}}