ἀμβλωτικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amvlotikos
|Transliteration C=amvlotikos
|Beta Code=a)mblwtiko/s
|Beta Code=a)mblwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">producing abortion</b>, φάρμακα Gal.17(1).799.</span>
|Definition=ἀμβλωτική, ἀμβλωτικόν, [[producing abortion]], φάρμακα Gal.17(1).799.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν medic. [[abortivo]] φάρμακα Gal.17(1).799.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμβλωτικός''': -ή, -όν, = [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] προκαλέσῃ ἀποβολὴν ἐμβρύου, Γαλην.
|lstext='''ἀμβλωτικός''': -ή, -όν, = [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] προκαλέσῃ ἀποβολὴν ἐμβρύου, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμβλωτικός]], -ή, -όν) [[ἀμβλῶ]]<br />αυτός που προκαλεί [[άμβλωση]] ή χρησιμοποιείται σ' αυτήν.
}}
}}