μεμόρηται: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=memoritai
|Transliteration C=memoritai
|Beta Code=memo/rhtai
|Beta Code=memo/rhtai
|Definition=μεμορημένος, μεμορμένος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[μείρομαι]].</span>
|Definition=μεμορημένος, μεμορμένος, v. [[μείρομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμόρηται''': μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. [[μείρομαι]].
|lstext='''μεμόρηται''': μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. [[μείρομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεμόρηται:''' γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του [[μείρομαι]]· μτχ. [[μεμορημένος]].
}}
}}