3,274,504
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schesis | |Transliteration C=schesis | ||
|Beta Code=sxe/sis | |Beta Code=sxe/sis | ||
|Definition=εως, ἡ, (ἔχω, σχεῖν) < | |Definition=-εως, ἡ, ([[ἔχω]], [[σχεῖν]])<br><span class="bld">A</span> [[state]], [[condition]], <b class="b3">σχέσις τοῦ σώματος</b> [[habit]] of [[body]], much like [[διάθεσις]], which is [[alterable]], opp. [[ἕξις]] ([[constitution]] or [[temperament]], which is [[permanent]]), Hp.''Art.''8; hence [[ἐν σχέσει]], of [[temporary]], [[passing]] [[condition]]s, opp. those which have become [[constitutional]] ([[ἐν ἕξει]]), Gal.10.533; <b class="b3">τί διαφέρει σχέσις ἕξεως</b>; = in [[what]] [[respect]] does [[temporary]] [[condition]] [[differ]] from [[constitution]]? Luc.''Symp.''23, cf. ''Herm.''81; <b class="b3">σχέσις ἀθλητική</b> the [[habit]] of an [[athlete]], D.L.5.67.<br><span class="bld">b</span> [[stationary condition]], whether [[stable]] or not, opp. [[κίνησις]], ''Stoic.''3.19, 2.115 (pl.), Apollod.ib.3.260, Plot.3.1.7; [[ἐν σχέσει]], opp. [[ἐν κινήσει]], but [[inclusive]] of [[ἐν ἕξει]], ''Stoic.''3.26.<br><span class="bld">2</span> generally, [[nature]], [[quality]], <b class="b3">οὔτ' εἶδος,.. οὔθ' ὅπλων σχέσιν</b> A.''Th.''507; <b class="b3">ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχέσις</b> Pl.''Ti.''24b; τριχῶν καὶ ἐσθῆτος X.''Smp.''4.57; ἐν ταύτῃ τῇ σ. διάγει τὸν βίον D.45.68, cf. Epicur.''Nat.''2.2; κρεᾴδια.. δροσώδη τὴν σχέσιν Alex.124.12.<br><span class="bld">3</span> [[expression]], [[attitude]], Phld.''Acad.Ind.''pp.50,53 M.; [[position]], [[posture]], as in [[dancing]], Plu.2.747c.<br><span class="bld">4</span> [[relation]], Arist.''Fr.''182, Zeno Stoic.1.49, etc.; <b class="b3">ἡ πρός τι σχέσις</b> D.L.9.87: abs., Sch.Ar.''Pl.''2: also, [[relationship]], Arr.''Epict.''4.6.26 (but <b class="b3">σχέσιν ἀδελφικὴν ἔχειν πρός τινα</b> to be [[fraternally]] [[disposed]] [[towards]]... ''POsl.''55.6 (ii/iii A.D.); <b class="b3">φιλικὴ σχέσις</b> ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1588.3 (iv A.D.)).<br><span class="bld">b</span> Gramm., [[relation]], A.D.''Adv.'' 183.3, al.: also in Metric, [[κατὰ σχέσιν εἶναι]] or [[κατὰ σχέσιν γεγράφθαι]] or be [[relative]], i.e. composed with [[strophic]] [[correspondence]], Aristid.Quint.1.29, Heph.Poëm.3, Sch.Ar.''Nu.''518.<br><span class="bld">5</span> <b class="b3">αἱ δέκα σχέσεις</b> = the [[ten]] [[category|categories]] or <b class="b3">σχήματα τῆς κατηγορίας</b>, ''Theol.Ar.''59, Iamb.''in Nic.''p.11P.<br><span class="bld">6</span> <b class="b3">αὗται αἱ σχέσεις, ἑπτὰ οὖσαι</b> the [[seven]] [[position]]s (''[[sc.]]'' [[ἄνω]], [[κάτω]] κτλ.), Cleom. 1.1; '[[up]]' and '[[down]]' were not [[relative]] ([[οὐ κατὰ σχέσιν]]) according to the Stoics, ''Stoic.''2.176.<br><span class="bld">II</span> [[checking]], [[retention]], <b class="b3">τῆς καθάρσιος</b> ([[pus]] or [[phlegm]]) Hp.''Aph.''7.80; τοῦ οὔρου Id.''Epid.''5.79; opp. [[ῥοή]], [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''424a.<br><span class="bld">III</span> [[possession]], Aristaenet.1.19; [[ὅπλον|ὅπλων]] [[bearing]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 452c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ἡ, wie [[ἕξις]], u. das lat. habitus von habere, Haltung, [[Zustand]], Beschaffenheit; ὅπλων, Aesch. Spt. 489; ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν [[σχέσις]], Plat. Tim. 24 b; bes. Leibesbeschaffenheit, Befinden, wobei die Aerzte Krankheiten ἐν ἕξει, die schon habituell, zum gewohnten Zustande geworden, von denen ἐν σχέσει, die sich als vorübergehend leicht vertreiben lassen, unterscheiden; übh. Verfassung; Galen. Vgl. Luc. τί διαφέρει [[σχέσις]] ἕξεως, Conv. 23. – Das Zurückhalten, Festhalten, περὶ ῥοῆς τε καὶ σχέσεως Plat. Crat. 424 a; Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ἡ, wie [[ἕξις]], u. das lat. habitus von habere, Haltung, [[Zustand]], Beschaffenheit; ὅπλων, Aesch. Spt. 489; ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν [[σχέσις]], Plat. Tim. 24 b; bes. Leibesbeschaffenheit, Befinden, wobei die Aerzte Krankheiten ἐν ἕξει, die schon habituell, zum gewohnten Zustande geworden, von denen ἐν σχέσει, die sich als vorübergehend leicht vertreiben lassen, unterscheiden; übh. Verfassung; Galen. Vgl. Luc. τί διαφέρει [[σχέσις]] ἕξεως, Conv. 23. – Das Zurückhalten, Festhalten, περὶ ῥοῆς τε καὶ σχέσεως Plat. Crat. 424 a; Hippocr. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> manière d'être, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> manière d'être, caractère, nature;<br /><b>2</b> [[constitution]], [[tempérament]];<br /><b>II.</b> [[disposition naturelle des choses]], [[convenance]], [[relation]], [[rapport]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σχέσις -εως, ἡ [ἔχω] het vasthouden, hanteren:. ὅπλων σχέσιν het hanteren van wapens Aeschl. Sept. 507. toestand, conditie:. σχέσις τοῦ σώματος de conditie van het lichaam Hp. Art. 8; τί διαφέρει σχέσις ἕξεως; wat is het verschil tussen een voorbijgaande en een permanente toestand? Luc. 17.23. geneesk. het tegenhouden, retentie:. σ. τῆς … καθάρσιος het stoppen van de purgering Hp. Aph. 7.80. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σχέσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[манера держаться]]: τί διαφέρει σ. ἕξεως; Luc. [[чем отличаются манеры от навыков]]?;<br /><b class="num">2</b> [[позиция]], [[фигура]] (''[[sc.]]'' τῆς ὀρχήσεως Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[состояние]], ([[тело]])[[сложение]] (ἀθλητική Diog. L.);<br /><b class="num">4</b> [[характер]], [[форма]], [[манера]]: ἡ τῶν ὅπλων σ. Aesch., Plat. [[характер]] ([[виды]]) [[оружия]]; σ. καὶ [[τριχῶν]] καὶ ἐσθῆτος Xen. манера убирать волосы (т. е. прическа) и покрой одежды; βίου σ. Dem. [[образ жизни]];<br /><b class="num">5</b> [[отношение]]: τὸ δεξιὸν κατὰ τὴν πρὸς τὸ ἕτερον σχέσιν νοεῖται Diog. L. правое мыслится лишь по отношению к чему-л. другому;<br /><b class="num">6</b> [[сношения]], [[связь]] (ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα Arst.);<br /><b class="num">7</b> [[задержка]], [[остановка]] Plat., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η / [[σχέσις]], -εως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[συνάφεια]] που υπάρχει [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, [[αναλογία]], [[σύνδεση]], [[αναφορά]], [[αλληλεξάρτηση]] (α. «[[σχέση]] αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του [[διάθεση]] έχει στενή [[σχέση]] με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν φύσει μὲν οὐκ ἔστι δεξιόν, κατὰ δὲ τὴν ὡς πρὸς τὸ ἕτερον σχέσιν νοεῖται», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> αμοιβαία [[γνωριμία]], [[επικοινωνία]], [[φιλικός]] [[δεσμός]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων προσώπων<br /><b>3.</b> <b>(φιλοσ.)</b> μία από τις κατηγορίες του Αριστοτέλη, το [[πρός]] τι</i>, η όλη ύπαρξη του οποίου συνίσταται στο ότι αναφέρεται ως εξαρτώμενο από [[άλλο]] [[πράγμα]] ή συναρτώμενο [[κατά]] κάποιον [[άλλο]] τρόπο με [[άλλο]] [[πράγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> [[συνθήκη]] που ικανοποιείται από δύο ή περισσότερα μεγέθη<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τον Καντ) μία από τις [[τέσσερεις]] κατηγορίες που περιλαμβάνει τη [[συνάφεια]] ουσίας και συμβεβηκότος, αιτίας και αποτελέσματος και, [[τέλος]], τις σχέσεις αμοιβαιότητας, στα οποία ανταποκρίνονται, αντίστοιχα, οι κατηγορικές, υποθετικές και διαζευκτικές κρίσεις<br />β) ([[κατά]] τον Χέγκελ) διεργασία [[κατά]] την οποία πραγματικά διαφορετικοί όροι συσχετιζόμενοι συναπαρτίζουν ουσιαστική [[ενότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εν σχέσει» ή «σε [[σχέση]]»<br />i) σε [[αναφορά]], σε [[σύνδεση]] («το [[θέμα]] εξετάζεται σε [[σχέση]] με το νέο [[νομοσχέδιο]]»)<br />ii) σε [[σύγκριση]], συγκριτικά («το τελευταίο [[έργο]] του [[είναι]] πολύ καλύτερο σε [[σχέση]] με το προηγούμενο»)<br />β) «δεν έχει [[σχέση]]» — δεν έχει [[καμιά]] [[συνάφεια]], [[συνάρτηση]] ή [[εξάρτηση]]<br />γ) «[[αρχή]] εσώτερων σχέσεων»<br /><b>(φιλοσ.)</b> θεμελιακή [[αρχή]] του φιλοσοφικού συστήματος του Λάιμπνιτς, σύμφωνα με την οποία [[κάθε]] [[σχέση]] [[ανάμεσα]] σε δύο αντικείμενα <i>α</i> και <i>β</i> μπορεί να αναλυθεί με τη [[βοήθεια]] δύο προτάσεων που θα εκφράζουν ότι καθένα από τα αντικείμενα αυτά έχει, αντίστοιχα, την [[ιδιότητα]] Π και Κ, [[δηλαδή]], [[κάθε]] [[σχέση]] [[ανάμεσα]] σε δύο αντικείμενα μπορεί να αναλυθεί με όρους εσώτερων ιδιοτήτων τών αντικειμένων αυτών<br />δ) «δημόσιες σχέσεις»<br />(κοινων.-οικον.) [[μορφή]] και [[τεχνική]] επικοινωνίας μιας μονάδας —που μπορεί να [[είναι]] [[άτομο]] ή [[σύνολο]]— η οποία έχει ως [[αντικείμενο]], με τη [[χρησιμοποίηση]] [[κάθε]] πρόσφορου μέσου, την [[ενημέρωση]] [[κάθε]] ενδιαφερομένου και της κοινής γνώμης για τη [[δράση]] και τους σκοπούς της μονάδας, την [[προβολή]] μιας θετικής εικόνας της και τη [[δημιουργία]] ευνοϊκού κλίματος, με βασική [[επιδίωξη]] την [[εξυπηρέτηση]] τών στόχων και της πολιτικής της<br />ε) «διακρατικές σχέσεις»<br /><b>(πολ.)</b> οι [[κάθε]] είδους σχέσεις, διπλωματικές, οικονομικές, πολιτιστικές, μορφωτικές κ.ά., που αναπτύσσονται [[μεταξύ]] τών κρατών<br />στ) «διαπροσωπικές σχέσεις»<br />i) (γενικά) οι σχέσεις [[μεταξύ]] τών διαφόρων προσώπων<br />ii) (κοινων.-ψυχολ.) το [[πλέγμα]] τών άμεσων σχέσεων στο οποίο ανήκουν όλα τα φαινόμενα και οι διεργασίες που διαδραματίζονται [[μεταξύ]] δύο προσώπων ή [[μεταξύ]] ενός προσώπου και άλλων προσώπων, στα πλαίσια της οικογένειας, της επαγγελματικής ζωής και τών άλλων καταστάσεων και μορφών κοινωνικής συμβίωσης<br />ζ) «διεθνείς σχέσεις»<br />i) <b>(πολ.)</b> οι σχέσεις που αναπτύσσει μία [[χώρα]] με άλλες χώρες, οι εξωτερικές σχέσεις ενός κράτους<br />ii) το [[σύνολο]] τών δραστηριοτήτων εξωτερικής πολιτικής και το [[πλέγμα]] τών πολιτικών, νομικών, οικονομικών, πολιτιστικών κ.ά. σχέσεων, διμερών [[είτε]] πολυμερών, [[μεταξύ]] τών κρατών στο [[πλαίσιο]] της διεθνούς κοινότητας, οι οποίες ρυθμίζονται βάσει τών αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου<br />η) «διπλωματικές σχέσεις»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> οι επίσημες πολιτικές σχέσεις [[μεταξύ]] ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών οι οποίες συνάπτονται [[έπειτα]] από αμοιβαία εκφρασμένη [[βούληση]] τών ενδιαφερόμενων [[μερών]] και στα πλαίσια τών οποίων αυτά ανταλλάσσουν μόνιμες διπλωματικές αποστολές, με σκοπό την [[ανάπτυξη]] της διμερούς και, κατ' [[επέκταση]], της διεθνούς συνεργασίας και την [[προστασία]] τών συμφερόντων καθενός από τα συμβαλλόμενα κράτη [[καθώς]] και τών υπηκόων του στο [[έδαφος]] του άλλου κράτους<br />θ) «εξωτερικές σχέσεις»<br /><b>(πολ.)</b> το [[σύνολο]] πολιτικών, οικονομικών και άλλων σχέσεων, επίσημων και ανεπίσημων, κυβερνητικών και μη κυβερνητικών, τις οποίες διατηρεί ένα [[κράτος]] με άλλα κράτη ή με άλλα υποκείμενα διεθνούς δικαίου και διεθνείς οργανισμούς ή οργανώσεις<br />ι) «εργασιακές σχέσεις»<br />(κοινων.-οικον.) οι σχέσεις [[μεταξύ]] εργαζομένων, αφ' ενός, και εργοδοτών ή διοικούντων, αφ' ετέρου, οι οποίες οριοθετούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της [[κάθε]] πλευράς<br />ια) «[[θεωρία]] σχέσεων»<br /><b>(λογ.)</b> θεμελιώδες [[μέρος]] της σύγχρονης λογικής που περιλαμβάνει τον υπολογισμό τών σχέσεων, [[καθώς]] και τη [[μελέτη]] τών διαφόρων τύπων σχέσεων και τών γενικών τους ιδιοτήτων<br />ιβ) «κοινωνικές σχέσεις»<br /><b>(κοινων.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[άποψη]]) το [[σύνολο]] τών συστηματικά δομημένων οικονομικών, πολιτικών, νομικών, ηθικών, οικογενειακών κ.ά. σχέσεων [[μεταξύ]] τών ατόμων και τών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες δημιουργούνται [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της κοινής υλικής και πνευματικής δράσης τους, σχέσεων στα πλαίσια τών οποίων καθοριστικό ρόλο έχουν οι σχέσεις παραγωγής<br />ιγ) «κοινωνική [[σχέση]]»<br /><b>(κοινων.)</b> [[μορφή]] σχέσης [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων φορέων, [[κατά]] την οποία η [[δράση]] ή η [[ενέργεια]] του ενός επιτελείται με [[βάση]] την προηγούμενη ή την προβλεπόμενη [[δράση]] ή [[ενέργεια]] του άλλου και η οποία χαρακτηρίζεται από την αμοιβαία [[αναγνώριση]] τών αντίστοιχων φορέων ότι [[είναι]] κάτοχοι συγκεκριμένων θέσεων και φορείς συγκεκριμένων ρόλων<br />ιδ) «νομικές σχέσεις»<br /><b>(νομ.)</b> οι σχέσεις [[μεταξύ]] τών μελών της κοινωνίας που [[είναι]] περιβεβλημένες με κανονιστικό χαρακτήρα μέσω της ρύθμισή τους από τον νόμο<br />ιε) «πολιτικές σχέσεις» — το [[σύνολο]] τών σχέσεων που υπάρχουν εξ αντικειμένου [[μεταξύ]] κρατών, εθνών, κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, [[μεταξύ]] πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών οργανώσεων, [[μεταξύ]] πολιτών και κράτους, [[μεταξύ]] κυβερνωμένων και κυβερνώντων<br />ιστ) «προξενικές σχέσεις»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> επίσημες και μόνιμου χαρακτήρα σχέσεις που διατηρούν δύο κράτη [[μεταξύ]] τους μέσω τών προξενικών αποστολών και οι οποίες έχουν ως κύριο [[αντικείμενο]] την [[προστασία]] τών οικονομικών και νομικών συμφερόντων του αντίστοιχου κράτους και τών υπηκόων του που διαμένουν μόνιμα ή προσωρινά στο [[έδαφος]] του άλλου κράτους<br />ιζ) «σχέσεις ιδιοκτησίας»<br /><b>(κοινων.)</b> οι βασικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες καθορίζονται και προστατεύονται νομικά και προσδιορίζουν τον χαρακτήρα όλων τών άλλων κοινωνικών σχέσεων<br />ιη) «σχέσεις παραγωγής»<br /><b>(κοινων.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) οι σχέσεις που αναπτύσσονται εξ αντικειμένου [[μεταξύ]] τών ανθρώπων [[κατά]] τη διεργασία παραγωγής, κατανομής, ανταλλαγής και κατανάλωσης τών υλικών αγαθών και που αποτελούν, [[μαζί]] με τις παραγωγικές δυνάμεις, τις δύο κύριες συνιστώσες του τρόπου παραγωγής<br />ιθ) «[[υπολογισμός]] σχέσεων»<br /><b>(λογ.)</b> [[μέρος]] της θεωρίας τών σχέσεων στο οποίο διατυπώνονται απόλυτοι νόμοι που διέπουν τις λειτουργίες οι οποίες επιτρέπουν τον σχηματισμό νέων σχέσεων με [[βάση]] τις δεδομένες σχέσεις<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> <b>φρ.</b> «τί [[σχέση]] έχει ο [[φάντες]] με το [[ρετσινόλαδο]]» — λέγεται για πράγματα εντελώς άσχετα [[μεταξύ]] τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ερωτικός]] [[δεσμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ευμενής]] [[διάθεση]], [[εύνοια]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ή [[ποιότητα]] («ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν [[σχέσις]] ἀσπίδων καὶ δοράτων», Πλατ.)<br /><b>2.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]] («πρέπουσαν ἔχειν σχέσιν καὶ τριχῶν καὶ ἐσθῆτος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ σχέσιν [[εἶναι]] [ή γεγράφθαι]»<br />(στη [[μετρική]]) [[σύνθεση]] που χαρακτηρίζεται από [[ανταπόκριση]] στροφών, όπως λ.χ. [[είναι]] η [[στροφή]] και η [[αντιστροφή]] (<b>Αριστείδ.</b> Κ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για το [[σώμα]]) πρόσκαιρη [[κατάσταση]] («[[σχέσις]] τοῦ σώματος» — η μεταβαλλόμενη [[κατάσταση]] του σώματος, σε [[αντιδιαστολή]] με την <i>έξη</i>, η οποία έχει στοιχεία μονιμότητας, Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> στάσιμη [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> (στον χορό) [[θέση]], [[στάση]]<br /><b>4.</b> [[διατύπωση]] σκέψης, [[έκφραση]] συναισθήματος, [[στάση]], [[συμπεριφορά]]<br /><b>5.</b> [[συγγένεια]]<br /><b>6.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[θέση]] («αὗται αἱ σχέσεις, ἑπταὶ οὖσαι», Κλεομήδ.)<br /><b>7.</b> [[συγκράτηση]], [[επίσχεση]] («τοῦ οὔρου... [[σχέσις]]», Ιπποκρ.)<br /><b>8.</b> [[κατοχή]], [[κτήση]]<br /><b>9.</b> [[συμμετοχή]]<br /><b>10.</b> [[ονομασία]] είδους ρητορικού σχήματος<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «αἱ [[δέκα]] σχέσεις» — οι [[δέκα]] κατηγορίες ή τα [[δέκα]] σχήματα της κατηγορίας (Ιάμβλ. Νικ. Αριθμ.)<br />β) «νόσοι ἐν σχέσει» — παροδικές ασθένειες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις χρόνιες <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i> / <i>σχέσθαι</i>) με κατάλ. -<i>σις</i>. Η σημ. της λ. διαφέρει από εκείνην του [[ἕξις]], [[επίσης]] παραγώγου του ρ. <i>έχω</i>, στο ότι η λ. [[σχέση]] δηλώνει πρόσκαιρη ή μεταβαλλόμενη [[κατάσταση]], [[συνάφεια]], [[αλληλεξάρτηση]], σε [[αντιδιαστολή]] με την <i>έξη</i>, που έχει το [[στοιχείο]] της μονιμότητας, της σταθερότητας]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σχέσις:''' -εως, ἡ ([[σχεῖν]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κατάσταση]], [[συνθήκη]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[φυσική]] [[κατάσταση]] του σώματος, [[κράση]], [[ιδιοσυγκρασία]], [[φύση]], [[ποιότητα]] ενός πράγματος, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''σχέσις:''' -εως, ἡ ([[σχεῖν]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κατάσταση]], [[συνθήκη]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[φυσική]] [[κατάσταση]] του σώματος, [[κράση]], [[ιδιοσυγκρασία]], [[φύση]], [[ποιότητα]] ενός πράγματος, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σχέσις''': -εως, ἡ, (ἔχω, σχεῖν) [[κατάστασις]], [[σχέσις]] σώματος, [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, σχεδὸν ὡς τὸ [[διάθεσις]], ἥτις μεταβάλλεται, [[ὅθεν]] ἀντίθετον τῷ [[ἕξις]] ([[κρᾶσις]], φυσικὴ [[σύστασις]], ἥτις διαμένει [[ἀμετάβλητος]]), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 784, [[ὅθεν]], πρόσκαιροι ἢ παροδικοὶ νόσοι λέγονται οὖσαι ἐν σχέσει, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς χρονίας, αἵτινες αὐτὴν τὴν σύστασιν τοῦ σώματος ἔχουσι καταλάβει (ἐν ἕξει), Γαλην.· [[σχέσις]] ἕξεως Λουκ. Συμπ. 23, πρβλ. Ἑρμότ. 81· σχ. ἀθλητική, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ ἀθλητοῦ, Διογ. Λ. 5. 67. 2) [[καθόλου]], ἡ [[φύσις]], [[ποιότης]], τὸ [[εἶδος]] πράγματός τινος οὔτ’ [[εἶδος]], ... οὔθ’ ὅπλων σχ. Αἰσχύλ. Θήβ. 507· ἡ τῶν ὅπλων σχ. Πλάτ. Πολ. 452C· ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 24Β· τριχῶν καὶ ἐσθῆτος Ξεν. Συμπ. 4, 57· βίου σχ., [[τρόπος]] ζωῆς, Δημ. 1122. 25 κρέα... δροσώδη τὴν σχέσιν Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 12. 3) [[θέσις]], [[στάσις]], [[οἷον]] ἐν ὀρχήσει, Πλούτ. 2. 747Β. 4) ὡς καὶ νῦν, [[σχέσις]], σχ. ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα Ἀριστ. Ἀποσπ. 178· ἡ [[πρός]] τι σχ. Διογ. Λ. 9. 87· ἀπολ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 2· [[ὡσαύτως]], [[συγγένεια]]. Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 6, 26· ― καὶ ἐν τῇ μετρικῇ, κατὰ σχ. [[εἶναι]], ἔχειν σχέσιν, ὡς ἡ στροφὴ καὶ [[ἀντιστροφή]], Ἀριστείδ. Κόϊντ. περὶ Μουσ. 58. 8, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 518, Ἡφαιστ. ΙΙ. [[ἐπίσχεσις]], [[ἀναστολή]], τῆς [[καθάρσιος]], τῶν ἐπιμηνίων Ἱππ. Ἀφ. 1261, Ἀριστ. σ. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 11· τοῦ οὔρου Ἱππ. 1159F· ἀντίθετον τῷ ῥοή, Πλάτ. Κρατ. 424Α. ΙΙΙ. [[κτῆσις]], [[κατοχή]], Ἀρισταίν. 1. 19. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σχέσις]], εως, [[σχεῖν]]<br /><b class="num">1.</b> a [[state]], [[condition]], Luc.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], the [[nature]] [[quality]], [[fashion]] of a [[thing]], Aesch., Xen., etc. | |mdlsjtxt=[[σχέσις]], εως, [[σχεῖν]]<br /><b class="num">1.</b> a [[state]], [[condition]], Luc.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], the [[nature]] [[quality]], [[fashion]] of a [[thing]], Aesch., Xen., etc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[fashion]], [[manner]], [[shape]], [[style]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[σχεῖν]] τοῦ [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |