3,277,040
edits
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=san | |Transliteration C=san | ||
|Beta Code=san | |Beta Code=san | ||
|Definition=(Greek name prob. σάν (v. < | |Definition=(Greek name prob. σάν (v.<br><span class="bld">A</span> Σ ς B. 2), eighteenth letter in the Etruscan abecedaria (''IG''14.2420) and probably in the oldest Gr. alphabets, occupying the same serial position as the Hebrew Tsade (†, Phoenician † † ''Syria'' 6.103), with which it may be identified. In many of the oldest Gr. alphabets it represents the sound [[s]], for which † and † (twenty-first letter in the Etruscan abecedaria) is an alternative representation preferred in other Gr. alphabets. It is uncertain whether the letter † (name and serial position unknown), which represents the sound σς in ''Schwyzer'' 707 (Ephesus, vi B.C.), 701''A''17 (Erythrae, v B.C.), ''SIG''4.6 (Cyzicus, vi B.C.), 45.2, al. (Halic., v B.C.) and the third sound (σς?) in the name of Mesambria in BMus.Cat.Coins Thrace p.132, is to be identified with Μ.<br><span class="bld">0-0</span>It is also uncertain whether the numerical symbol † (= 900), described by Gal.17(1).525, which has this form in ''PEleph.''1 (iv B.C.), ''PCair.Zen.''22.5 (iii B.C.), ''Rev.Phil.''35.138 (Thessaly, iii B.C.), ''Milet.''6.39 (ii B.C.), where it forms part of a symbol for thousands, and later the forms Τ ''JHS''26.287 (Athenian tesserae of iv B.C.), 25.342 (papyri of ii B.C.), ''SIG''695.83 (Magn. Mae., ii B.C.), ''IG''12(1).913 (Rhodes, i B.C.), † ib.22.2776.11, al. (ii A.D.), and † (medieval Mss., called [[παρακύϊσμα]] in Sch.D.T. p.496 H.), is to be identified with either of the foregoing. The numerical symbol, in the form †, follows ω in an Attic abecedarium, Bullettino dell' Inst. di corrisp. archeol. 1867.75, and that position tallies with its numerical value, since ω = 800. The extended alphabet used by Archim.''Spir.''11, ''Aequil.''2.3 for a diagram ends with ω †. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και σα Ν<br /> ([[μόριο]]) ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό)<br /> <b>1.</b> ([[κυρίως]] με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή [[χωρίς]] [[άρθρο]] ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, [[καθώς]] (α. «φωνάζει σαν [[βόδι]]» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» — λέγεται σε οικείο ή φίλο με την [[ευκαιρία]] επίσκεψης που πραγματοποιεί αυτός [[μετά]] από [[απουσία]] πολλών χρόνων γ. «[[κανείς]] δεν σ' αγαπά σαν την [[μητέρα]] σου» δ. «φωνάζει σαν να τόν σκοτώνουν»)<br /> <b>2.</b> (με επίρρ. χρον. και σε συνεκφ. με το <i>και</i>) όπως («και σαν [[πρώτα]] ανδρειωμένη / χαίρε ω χαίρε, Ελευθεριά», <b>Σολωμ.</b>)<br /> ΙΙ. (ως μειωτικό της σημασίας επιθέτων, επιρρημάτων και ρημάτων) [[νομίζω]], αν δεν γελιέμαι, [[σάμπως]] («σαν καλά να τά καταφέρνεις με την καινούργια σου δουλειά»)<br /> ΙΙΙ. (ως εισαγωγικό) α) (αναφορικής πρότασης) όσο («σαν τόν αγαπάνε οι γονείς του, [[κανείς]] δεν τόν αγαπάει)<br /> β) προκειμένου να δηλώσει μια ενδεχόμενη ή αβέβαιη [[κατάσταση]] («σαν να ακούστηκε [[κάτι]]»)<br /> ΙV. (ως απορηματικό) [[άραγε]], [[τάχα]] («σαν τί να σ' ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;», δημ. [[τραγούδι]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὡσὰν</i> (φρ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὡς ἄν</i>), με σίγηση του αρκτικού <i>ω</i>-].<br /> <b>(II)</b><br /> Ν<br /> <b>(σύνδ.)</b><br /> <b>1.</b> <b>χρον.</b> α) όταν, [[ευθύς]] [[μόλις]] («σαν πας στην Καλαμάτα κι ερθείς με το καλό», δημ. [[τραγούδι]])<br /> β) [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]] («σαν μέ βλέπει, τρέμει»)<br /> <b>2.</b> <b>(αιτιολ.)</b> [[επειδή]], [[αφού]] («σαν το λες εσύ, σωστό θά'ναι»)<br /> <b>3.</b> <b>(υποθ.)</b> αν («σαν έρθει η [[μάνα]] μου απ' τη γη κι ο [[κύρης]] μου απ' τον Άδη», δημ. [[τραγούδι]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὡς ἄν</i>, με σίγηση του αρκτικού <i>ω</i>-]. | |mltxt=<b>(I)</b><br /> και σα Ν<br /> ([[μόριο]]) ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό)<br /> <b>1.</b> ([[κυρίως]] με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή [[χωρίς]] [[άρθρο]] ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, [[καθώς]] (α. «φωνάζει σαν [[βόδι]]» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» — λέγεται σε οικείο ή φίλο με την [[ευκαιρία]] επίσκεψης που πραγματοποιεί αυτός [[μετά]] από [[απουσία]] πολλών χρόνων γ. «[[κανείς]] δεν σ' αγαπά σαν την [[μητέρα]] σου» δ. «φωνάζει σαν να τόν σκοτώνουν»)<br /> <b>2.</b> (με επίρρ. χρον. και σε συνεκφ. με το <i>και</i>) όπως («και σαν [[πρώτα]] ανδρειωμένη / χαίρε ω χαίρε, Ελευθεριά», <b>Σολωμ.</b>)<br /> ΙΙ. (ως μειωτικό της σημασίας επιθέτων, επιρρημάτων και ρημάτων) [[νομίζω]], αν δεν γελιέμαι, [[σάμπως]] («σαν καλά να τά καταφέρνεις με την καινούργια σου δουλειά»)<br /> ΙΙΙ. (ως εισαγωγικό) α) (αναφορικής πρότασης) όσο («σαν τόν αγαπάνε οι γονείς του, [[κανείς]] δεν τόν αγαπάει)<br /> β) προκειμένου να δηλώσει μια ενδεχόμενη ή αβέβαιη [[κατάσταση]] («σαν να ακούστηκε [[κάτι]]»)<br /> ΙV. (ως απορηματικό) [[άραγε]], [[τάχα]] («σαν τί να σ' ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;», δημ. [[τραγούδι]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὡσὰν</i> (φρ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὡς ἄν</i>), με σίγηση του αρκτικού <i>ω</i>-].<br /> <b>(II)</b><br /> Ν<br /> <b>(σύνδ.)</b><br /> <b>1.</b> <b>χρον.</b> α) όταν, [[ευθύς]] [[μόλις]] («σαν πας στην Καλαμάτα κι ερθείς με το καλό», δημ. [[τραγούδι]])<br /> β) [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]] («σαν μέ βλέπει, τρέμει»)<br /> <b>2.</b> <b>(αιτιολ.)</b> [[επειδή]], [[αφού]] («σαν το λες εσύ, σωστό θά'ναι»)<br /> <b>3.</b> <b>(υποθ.)</b> αν («σαν έρθει η [[μάνα]] μου απ' τη γη κι ο [[κύρης]] μου απ' τον Άδη», δημ. [[τραγούδι]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὡς ἄν</i>, με σίγηση του αρκτικού <i>ω</i>-]. | ||
}} | }} |