τοπικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=topikos
|Transliteration C=topikos
|Beta Code=topiko/s
|Beta Code=topiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for place, in respect to place</b>, <b class="b3">ὕλη τ</b>., = [[κατὰ τόπον κινητή]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>1042b6</span>. Adv. -κῶς <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span>5, al., Plu.2.424e. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">local</b>, φυλαί <span class="bibl">D.H.4.14</span>; ἄνεμοι Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.9.9.1</span>; <b class="b3">τ. δυναστεία</b> <b class="b2">local</b> influence, <b class="b2">PRyl</b>,<span class="bibl">114.16</span> (iii A. D.); τ. βία <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>58.8</span> (iii A. D.); <b class="b2">of local make</b>, ἀγγεῖον <span class="title">TAM</span>2.437 (Patara). Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">in the local dialect</b>, opp. <b class="b3">συνήθως</b>, Sch.Th.<span class="title">Oxy.</span>853 xiii 3. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of medicines and medical treatment or ailments, <b class="b2">to be applied locally, topical</b>, <span class="bibl">Sor.2.15</span>, Gal.12.383; τ. συγκίνησις <span class="bibl">Sor.1.46</span> (<b class="b3">τροπ-</b> cod.); <b class="b3">τ. ἕλκος, πόνος</b>, <span class="bibl">Id.2.36</span>, <span class="bibl"><span class="title">Fract.</span>15</span>; τ. διάθεσις Gal.16.710. Adv. -κῶς <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Anat.</span>30</span>, <span class="bibl">Sor.1.102</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b3">τ. ἐπίρρημα</b> adverb <b class="b2">of place</b>, <span class="bibl">D.T.641.32</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>243.29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">concerning</b> <b class="b3">τόποι</b> or <b class="b2">common-places</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1396b21</span>; he wrote a treatise <b class="b3">τὰ τοπικά</b>, being (as he says) <b class="b2">the method</b> or <b class="b2">theory of drawing conclusions</b> ἐξ ἐνδόξων; τ. ἀντίθεσις <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Stat.</span>6</span>; -ώτεροι λόγοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Id.</span>2.11</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Stat.</span>3</span>,<span class="bibl">12</span>.</span>
|Definition=τοπική, τοπικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[place]], [[in respect to place]], <b class="b3">ὕλη τ.</b>, = [[κατὰ τόπον κινητή]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1042b6. Adv. [[τοπικῶς]] ''Peripl.M.Rubr.''5, al., Plu.2.424e.<br><span class="bld">2</span> [[local]], φυλαί D.H.4.14; ἄνεμοι Antyll. ap. Orib.9.9.1; <b class="b3">τ. δυναστεία</b> [[local]] influence, [[PRyl]],114.16 (iii A. D.); τ. βία ''PFlor.''58.8 (iii A. D.); [[of local make]], ἀγγεῖον ''TAM''2.437 (Patara). Adv. [[τοπικῶς]] = [[in the local dialect]], opp. [[συνήθως]], Sch.Th.''Oxy.''853 xiii 3.<br><span class="bld">3</span> of medicines and [[medical]] [[treatment]] or ailments, to [[be applied locally]], [[topical]], Sor.2.15, Gal.12.383; τ. συγκίνησις Sor.1.46 (τροπ- cod.); <b class="b3">τ. ἕλκος, πόνος</b>, Id.2.36, ''Fract.''15; τ. διάθεσις Gal.16.710. Adv. [[τοπικῶς]] Ruf.''Anat.''30, Sor.1.102.<br><span class="bld">4</span> <b class="b3">τ. ἐπίρρημα</b> adverb [[of place]], D.T.641.32, A.D.''Conj.''243.29.<br><span class="bld">II</span> [[concerning]] [[τόποι]] or [[common-places]], Arist.''Rh.''1396b21; he wrote a treatise <b class="b3">τὰ τοπικά</b>, being (as he says) [[the method]] or [[theory of drawing conclusions]] ἐξ ἐνδόξων; τ. ἀντίθεσις Hermog.''Stat.''6; τοπικώτεροι λόγοι Id.''Id.''2.11. Adv. [[τοπικῶς]] Id.''Stat.''3,12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] 1) den Ort, die Gegend, Lage betreffend, zum Orte gehörig, örtlich, Plut. – 2) topisch, die Gemeinplätze betreffend; ἡ τοπική sc. [[τέχνη]], die Kunst, Gemeinplätze, τόποι, zum rednerischen Gebrauche zu finden u. anzuwenden; Arist. top. 1, 1; Rhett.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] 1) den Ort, die Gegend, Lage betreffend, zum Orte gehörig, örtlich, Plut. – 2) topisch, die Gemeinplätze betreffend; ἡ τοπική ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Kunst, Gemeinplätze, τόποι, zum rednerischen Gebrauche zu finden u. anzuwenden; Arist. top. 1, 1; Rhett.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>t. de rhét.</i> de lieu commun ; ἡ τοπική ([[τέχνη]]) la science des lieux communs.<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τοπικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[совершающийся или изменяющийся в пространстве]] ([[κίνησις]], [[ὕλη]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> рит.-лог. топический, касающийся общих типов умозаключения Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοπικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τόπον, ὁ ἀναφερόμενος εἰς τόπον, [[κίνησις]] τ. Ἀριστ. π. Φυτ 1. 1, 8· ὕλη τ. = κατὰ τόπον κινητή, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 1, 9· ― Ἐπιρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 424Α. 2) ὁ ἐπὶ τόπου [[ἐγχώριος]], φυλαὶ Διον. Ἁλ. 4. 14· ἐπὶ φαρμάκων, ὧν [[χρῆσις]] πρέπει νὰ γίνηται ἐπὶ ὡρισμένου μέρους, Γαλην. Τῶν [[Κατὰ]] τόπους 1, 1. ΙΙ. ὁ ἀναφερόμενος εἰς κοινοὺς τόπους, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 22, 13· ὁ αὐτὸς ἔγραψε πραγματείαν τὰ τοπικά, ἐν ᾗ (ὡς λέγει) ἐκτίθησι τὴν μέθοδον ἢ θεωρίαν καθ’ ἣν ἐξάγει τις συμπεράσματα ἐν πιθαναῖς ὑποθέσεσιν· ἡ δὲ [[τέχνη]] αὕτη [[εἶναι]] ἡ διαλεκτική, Τοπ. 1. 1, 1.
|lstext='''τοπικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τόπον, ὁ ἀναφερόμενος εἰς τόπον, [[κίνησις]] τ. Ἀριστ. π. Φυτ 1. 1, 8· ὕλη τ. = κατὰ τόπον κινητή, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 1, 9· ― Ἐπιρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 424Α. 2) ὁ ἐπὶ τόπου [[ἐγχώριος]], φυλαὶ Διον. Ἁλ. 4. 14· ἐπὶ φαρμάκων, ὧν [[χρῆσις]] πρέπει νὰ γίνηται ἐπὶ ὡρισμένου μέρους, Γαλην. Τῶν [[Κατὰ]] τόπους 1, 1. ΙΙ. ὁ ἀναφερόμενος εἰς κοινοὺς τόπους, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 22, 13· ὁ αὐτὸς ἔγραψε πραγματείαν τὰ τοπικά, ἐν ᾗ (ὡς λέγει) ἐκτίθησι τὴν μέθοδον ἢ θεωρίαν καθ’ ἣν ἐξάγει τις συμπεράσματα ἐν πιθαναῖς ὑποθέσεσιν· ἡ δὲ [[τέχνη]] αὕτη [[εἶναι]] ἡ διαλεκτική, Τοπ. 1. 1, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>t. de rhét.</i> de lieu commun ; ἡ τοπική ([[τέχνη]]) la science des lieux communs.<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τοπικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[τόπος]]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο [[τόπο]] ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ [[δυναστεία]]», πάπ.<br />γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα [[σημείο]] του σώματος (α. «τοπική [[αναισθησία]]» β. «[[τοπικός]] [[ερεθισμός]]» γ. «τοπικὴ [[διάθεσις]]», <b>Γαλ.</b><br />δ. «τοπικὴ [[συγκίνησις]]», Σωρ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Τοπικά</i>- [[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους για τις πιθανές αποδείξεις και τη [[διαλεκτική]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τοπικό(ν) [[επίρρημα]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[επίρρημα]] που φανερώνει [[τόπο]], που δηλώνει σχέσεις τόπου, όπως λ.χ. ([[εκεί]], <i>εδώ</i>, [[πάνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ιδιότητας, η οποία ισχύει μόνο για ένα [[σημείο]] ευθείας, επιφάνειας ή συνόλου<br /><b>2.</b> (το θηλ. και ουσ.) <i>η τοπική</i><br /><b>γραμμ.</b> παλαιά [[πτώση]] που σήμαινε <i>πού</i>, τοπικά ή χρονικά και η οποία στην αρχαία Ελληνική και στη Λατινική ταυτίστηκε με τη [[δοτική]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τοπική ώρα» — η ώρα που αντιστοιχεί σε [[κάθε]] [[τόπο]] ανάλογα με το γεωγραφικό του [[πλάτος]]<br />β) «τοπική [[αυτοδιοίκηση]]» — η [[διοίκηση]] τών τοπικών υποθέσεων ορισμένης εδαφικής περιοχής, όπως [[είναι]] οι δήμοι και οι κοινότητες, εκ μέρους οργάνων που εκλέγονται ελεύθερα από τους πολίτες της περιοχής αυτής<br />γ) «τοπική [[φυλή]]»<br /><b>ανθρωπολ.</b> [[ομάδα]] ατόμων που αντιστοιχεί χονδρικά σε έναν πληθυσμό του οποίου τα [[μέλη]] ζευγαρώνουν [[σχεδόν]] αποκλειστικά [[μεταξύ]] τους [[καθώς]] οι επαφές τους με άλλες ομάδες [[είναι]] περιορισμένες [[είτε]] εξαιτίας γεωγραφικών [[φραγμών]] [[είτε]] εξαιτίας κοινωνικών απαγορεύσεων<br />δ) «τοπικοί άνεμοι»<br /><b>(μετεωρ.)</b> μικρής έντασης άνεμοι που ελέγχονται περισσότερο από την [[τοπογραφία]] και τις ατμοσφαιρικές συνθήκες της περιοχής όπου εμφανίζονται [[παρά]] από τη γενικότερη [[κυκλοφορία]] στην [[ατμόσφαιρα]]<br />ε) «[[τοπικός]] [[υπεργαλαξίας]]»<br /><b>αστρον.</b> [[σύστημα]] [[γαλαξιών]] στο [[κέντρο]] του οποίου κυριαρχεί το γαλαξιακό [[σμήνος]] του αστερισμού της Παρθένου, ενώ [[τμήμα]] του αποτελεί και ο [[δικός]] μας [[γαλαξίας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τόπο]], σε χώρο (α. «αἱ.,.τοιαῡται φωναί, καὶ περὶ θεοῡ πατρὸς [[πολλάκις]] ἀναγραφεῑσαι, οὐ τοπικὰς σημαίνουσι διαστάσεις», Ωριγ.<br />β. «ὕλη τοπική», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοινούς τόπους, σε κοινοτοπίες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τοπικώς]] / <i>τοπικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τοπικά</i> Ν<br />σε [[σχέση]] με ένα συγκεκριμένο [[μέρος]] του σώματος, με [[εντόπιση]] σε ορισμένο [[μέρος]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε [[σχέση]] με ορισμένο [[τόπο]], περιορισμένα σε έναν [[τόπο]] («τοπικά θα σημειωθούν βροχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σε [[σχέση]] με [[τόπο]], σε ό,τι αφορά [[τόπο]], χώρο («ἐξ εκείνου ἔχων τὴν αναφοράν, εἰς ἐκεῑνον ἐνοῡται [[πάλιν]], ἐκείνῳ τῆς διαστάσεως συγκρίσεώς τε οὐ τοπικῶς, ἀλλὰ νοερῶς γινομένης», Μέγ. Κωνστ.)<br /><b>αρχ.</b><br />σε [[σχέση]] με κοινούς τόπους, με κοινοτοπίες.
|mltxt=-ή, -ό / [[τοπικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ ([[τόπος]])<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο [[τόπο]] ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ [[δυναστεία]]», πάπ.<br />γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα [[σημείο]] του σώματος (α. «τοπική [[αναισθησία]]» β. «[[τοπικός]] [[ερεθισμός]]» γ. «τοπικὴ [[διάθεσις]]», <b>Γαλ.</b><br />δ. «τοπικὴ [[συγκίνησις]]», Σωρ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Τοπικά</i>- [[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους για τις πιθανές αποδείξεις και τη [[διαλεκτική]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τοπικό(ν) [[επίρρημα]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[επίρρημα]] που φανερώνει [[τόπο]], που δηλώνει σχέσεις τόπου, όπως λ.χ. ([[εκεί]], <i>εδώ</i>, [[πάνω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ιδιότητας, η οποία ισχύει μόνο για ένα [[σημείο]] ευθείας, επιφάνειας ή συνόλου<br /><b>2.</b> (το θηλ. και ουσ.) <i>η τοπική</i><br /><b>γραμμ.</b> παλαιά [[πτώση]] που σήμαινε <i>πού</i>, τοπικά ή χρονικά και η οποία στην αρχαία Ελληνική και στη Λατινική ταυτίστηκε με τη [[δοτική]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τοπική ώρα» — η ώρα που αντιστοιχεί σε [[κάθε]] [[τόπο]] ανάλογα με το γεωγραφικό του [[πλάτος]]<br />β) «τοπική [[αυτοδιοίκηση]]» — η [[διοίκηση]] τών τοπικών υποθέσεων ορισμένης εδαφικής περιοχής, όπως [[είναι]] οι δήμοι και οι κοινότητες, εκ μέρους οργάνων που εκλέγονται ελεύθερα από τους πολίτες της περιοχής αυτής<br />γ) «τοπική [[φυλή]]»<br /><b>ανθρωπολ.</b> [[ομάδα]] ατόμων που αντιστοιχεί χονδρικά σε έναν πληθυσμό του οποίου τα [[μέλη]] ζευγαρώνουν [[σχεδόν]] αποκλειστικά [[μεταξύ]] τους [[καθώς]] οι επαφές τους με άλλες ομάδες [[είναι]] περιορισμένες [[είτε]] εξαιτίας γεωγραφικών [[φραγμών]] [[είτε]] εξαιτίας κοινωνικών απαγορεύσεων<br />δ) «τοπικοί άνεμοι»<br /><b>(μετεωρ.)</b> μικρής έντασης άνεμοι που ελέγχονται περισσότερο από την [[τοπογραφία]] και τις ατμοσφαιρικές συνθήκες της περιοχής όπου εμφανίζονται [[παρά]] από τη γενικότερη [[κυκλοφορία]] στην [[ατμόσφαιρα]]<br />ε) «[[τοπικός]] [[υπεργαλαξίας]]»<br /><b>αστρον.</b> [[σύστημα]] [[γαλαξιών]] στο [[κέντρο]] του οποίου κυριαρχεί το γαλαξιακό [[σμήνος]] του αστερισμού της Παρθένου, ενώ [[τμήμα]] του αποτελεί και ο [[δικός]] μας [[γαλαξίας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τόπο]], σε χώρο (α. «αἱ.,.τοιαῦται φωναί, καὶ περὶ θεοῦ πατρὸς [[πολλάκις]] ἀναγραφεῖσαι, οὐ τοπικὰς σημαίνουσι διαστάσεις», Ωριγ.<br />β. «ὕλη τοπική», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοινούς τόπους, σε κοινοτοπίες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τοπικώς]] / <i>τοπικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>τοπικά</i> Ν<br />σε [[σχέση]] με ένα συγκεκριμένο [[μέρος]] του σώματος, με [[εντόπιση]] σε ορισμένο [[μέρος]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε [[σχέση]] με ορισμένο [[τόπο]], περιορισμένα σε έναν [[τόπο]] («τοπικά θα σημειωθούν βροχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σε [[σχέση]] με [[τόπο]], σε ό,τι αφορά [[τόπο]], χώρο («ἐξ εκείνου ἔχων τὴν αναφοράν, εἰς ἐκεῖνον ἐνοῦται [[πάλιν]], ἐκείνῳ τῆς διαστάσεως συγκρίσεώς τε οὐ τοπικῶς, ἀλλὰ νοερῶς γινομένης», Μέγ. Κωνστ.)<br /><b>αρχ.</b><br />σε [[σχέση]] με κοινούς τόπους, με κοινοτοπίες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοπικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε <i>τόπον</i>, αυτός που αναφέρεται σε κάποιον [[τόπο]], σε Αριστ.
|lsmtext='''τοπικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε <i>τόπον</i>, αυτός που αναφέρεται σε κάποιον [[τόπο]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τοπικός]], ή, όν<br />[[concerning]] τόποι or [[common]]-places, Arist.
}}
}}