3,270,341
edits
m (LSJ1 replacement) |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympathis | |Transliteration C=sympathis | ||
|Beta Code=sumpaqh/s | |Beta Code=sumpaqh/s | ||
|Definition= | |Definition=συμπαθές,<br><span class="bld">A</span> [[affected by like feelings]], [[sympathetic]], οὐδεὶς ὁμαίμου συμπαθέστερος φίλος Pl.Com.192; σ. ἐστιν ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Arist.''Pr.''921a36, cf. ''Pol.''1340a13; <b class="b3">πρὸς τὰ γεννηθέντα συμπαθέστεραι μᾶλλον αἱ μητέρες γίνονται [τῶν τιτθῶν]</b> Sor.1.87, cf. 88.<br><span class="bld">2</span> [[exerting mutual influence]], [[interacting]], ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συμπαθῆ Arist.''Phgn.''808b19, cf. Epicur.''Ep.''1p.20U.; <b class="b3">νεῦρα ἀλλήλοις σ.</b> ''AP''11.352 (Agath.); [[sensitive to influence]], τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ θερμόν.. συμπαθέστατον [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''653b6, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.7.4; of the members of an organism, Hp.''Alim.''23, Plot.4.5.8; ὁ κόσμος σύμπνους καὶ σ. αὐτὸς αὑτῷ Chrysipp.Stoic.2.264; [[exciting sympathy]], χερῶν σ. ὑπτιασμός Phld.''Rh.''1.52 S., cf. D.H.2.45: Sup., ''PHerc.''176p.39V.<br><span class="bld">3</span> of planets, [[in concord]], Vett.Val.37.14; defined by Serapio in ''Cat.Cod.Astr.''8(4).226.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[συμπαθῶς]] = [[sympathetically]], Phld. ''Lib.''p.37 O., Cic.''Att.''12.44.1; τῇ σελήνῃ Str.3.5.8; σ. ἔχειν πρός τινα J.''AJ''7.10.5; συμπαθέστερον ἐρᾶσθαι Arist.''Mir.''846b9, cf. Plu.2.3c; συμπαθέστατα ''IG''12(2).58b33 (Mytil., 1 B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0983.png Seite 983]] ές, mitleidend, mitempfindend, gleiche Stimmung od Leidenschaft habend; Arist. physiogn. 4; συμπαθέστερος, Plat. com. fr. inc. 19; συμπαθέστατος, Arist. partt. an. 2, 7, mitleidig, συμπαθεῖς ποιεῖν τοὺς ἀναγιγνώσκοντας τοῖς λεγομένοις, Pol. 2, 56, 7, vgl. 10, 14, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0983.png Seite 983]] ές, mitleidend, mitempfindend, gleiche Stimmung od Leidenschaft habend; Arist. physiogn. 4; συμπαθέστερος, Plat. com. fr. inc. 19; συμπαθέστατος, Arist. partt. an. 2, 7, mitleidig, συμπαθεῖς ποιεῖν τοὺς ἀναγιγνώσκοντας τοῖς λεγομένοις, Pol. 2, 56, 7, vgl. 10, 14, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>I. 1</b> [[qui prend sa part de la souffrance d'autrui]], [[qui éprouve de la compassion]], [[de la sympathie]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui éprouve les mêmes sentiments que, τινι;<br /><b>II.</b> [[qui excite la compassion]], [[la sympathie]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πάθος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμπαθής -ές, Att. ook ξυμπαθής [συμπάσχω] [[meevoelend]], [[meelevend]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπαθής:'''<br /><b class="num">1</b> [[относящийся с симпатией]]: σ. ἐστιν ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Arst. певец находит отклик в слушателе; [[νεῦρα]] ἀλλήλοις συμπαθέα Anth. созвучные друг другу струны;<br /><b class="num">2</b> [[сочувствующий]], [[соболезнующий]]: συμπαθεῖς τινας ποιεῖν τοῖς λεγομένοις Polyb. возбудить в ком-либо сострадание (своими) словами. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπᾰθής''': -ές, ὁ ὑπὸ ὁμοίων αἰσθημάτων κατεχόμενος, συμπαθῶν [[πρός]] τινα, [[συμπαθητικός]], οὐδεὶς ὁμαίμου συμπαθέστερος φίλος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19· [[νεῦρα]] ἀλλήλοις σ. Ἀνθ. Π. 11. 352· σ. ἐστι ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Ἀριστ. Προβλ. 19. 40, πρβλ. Πολ. 8. 5, 13· ἡ [[ψυχή]] τε καὶ τὸ [[σῶμα]] συμπαθῆ ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 4, 2· ἀπολ., συμπαθέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 19. 2) ὁ διεγείρων συμπάθειαν, Διον. Ἁλ. 2. 45. ΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, ἐν συμπαθείᾳ, τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· σ. ἔχειν [[πρός]] τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 10, 5· συμπαθέστερον ἐρᾶσθαι Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 163, πρβλ. Πλούτ. 2. 3C· συμπαθέστατα Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2167d. | |lstext='''συμπᾰθής''': -ές, ὁ ὑπὸ ὁμοίων αἰσθημάτων κατεχόμενος, συμπαθῶν [[πρός]] τινα, [[συμπαθητικός]], οὐδεὶς ὁμαίμου συμπαθέστερος φίλος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19· [[νεῦρα]] ἀλλήλοις σ. Ἀνθ. Π. 11. 352· σ. ἐστι ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Ἀριστ. Προβλ. 19. 40, πρβλ. Πολ. 8. 5, 13· ἡ [[ψυχή]] τε καὶ τὸ [[σῶμα]] συμπαθῆ ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 4, 2· ἀπολ., συμπαθέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 19. 2) ὁ διεγείρων συμπάθειαν, Διον. Ἁλ. 2. 45. ΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, ἐν συμπαθείᾳ, τῇ σελήνῃ Στράβ. 173· σ. ἔχειν [[πρός]] τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 10, 5· συμπαθέστερον ἐρᾶσθαι Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 163, πρβλ. Πλούτ. 2. 3C· συμπαθέστατα Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2167d. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που διεγείρει [[αίσθημα]] συμπάθειας, [[συμπαθητικός]], [[αξιαγάπητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμπάσχει<br /><b>2.</b> αυτός που αισθάνεται [[στοργή]] ή [[τρυφερότητα]] για κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> αυτός που ασκεί αμοιβαία [[επίδραση]] («νεῡρα ἀλλήλοις συμπαθῆ», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[μέλη]] ή όργανα του σώματος) αυτός στον οποίο εκδηλώνεται το [[φαινόμενο]] της συμπάθειας<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> αυτός που έχει όμοια [[φύση]] ή [[διάθεση]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>6.</b> <b>αστρον.</b> (για πλανήτες) αυτός που βρίσκεται σε [[αρμονία]], σε [[συμφωνία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>7.</b> [[ευαίσθητος]] στην [[επίδραση]] ή στην [[επήρεια]] που δέχεται από κάποιον ή από [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ θερμὸν καὶ ἡ ἀρχὴ συμπαθέστατόν ἐστι καὶ | |mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που διεγείρει [[αίσθημα]] συμπάθειας, [[συμπαθητικός]], [[αξιαγάπητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμπάσχει<br /><b>2.</b> αυτός που αισθάνεται [[στοργή]] ή [[τρυφερότητα]] για κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> αυτός που ασκεί αμοιβαία [[επίδραση]] («νεῡρα ἀλλήλοις συμπαθῆ», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[μέλη]] ή όργανα του σώματος) αυτός στον οποίο εκδηλώνεται το [[φαινόμενο]] της συμπάθειας<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> αυτός που έχει όμοια [[φύση]] ή [[διάθεση]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>6.</b> <b>αστρον.</b> (για πλανήτες) αυτός που βρίσκεται σε [[αρμονία]], σε [[συμφωνία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>7.</b> [[ευαίσθητος]] στην [[επίδραση]] ή στην [[επήρεια]] που δέχεται από κάποιον ή από [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ θερμὸν καὶ ἡ ἀρχὴ συμπαθέστατόν ἐστι καὶ ταχεῖαν ποιεῖται τὴν αἴσθησιν», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπαθώς</i> / [[συμπαθῶς]] ΝΑ<br />με [[αίσθημα]] συμπάθειας, με [[αγάπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με κοινά αισθήματα, με [[ομοιότητα]] αισθημάτων<br /><b>2.</b> ανάλογα ή σύμφωνα με [[κάτι]] («φησὶ δὲ τὴν τοῦ ὠκεανοῦ κίνησιν ὑπέχειν... ἐνιαυσίαν [[συμπαθῶς]] τῇ σελήνῃ», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. [[ἐμπαθής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που μοιράζεται τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον, [[πονόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Αριστ.· απόλ., αυτός που προκαλεί τη [[συμπάθεια]] κάποιου, στον ίδ. | |lsmtext='''συμπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που μοιράζεται τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον, [[πονόψυχος]], <i>τινι</i>, σε Αριστ.· απόλ., αυτός που προκαλεί τη [[συμπάθεια]] κάποιου, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |