3,274,216
edits
(13_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πᾰρᾰ́δοξος | ||
|Medium diacritics=παράδοξος | |Medium diacritics=παράδοξος | ||
|Low diacritics=παράδοξος | |Low diacritics=παράδοξος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paradoksos | |Transliteration C=paradoksos | ||
|Beta Code=para/docos | |Beta Code=para/docos | ||
|Definition= | |Definition=παράδοξον,<br><span class="bld">A</span> [[contrary to expectation]], [[incredible]], παράδοξος [[λόγος]] = a [[paradox]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 472a; π. τε καὶ ψεῦδος Id.''Plt.''281a; παράδοξα λέγειν [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.2.16; ἂν παράδοξον εἴπω D.3.10; <b class="b3">ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου</b> [[contrary to all expectation]], Id.25.32, cf. Phld.''Vit.''p.23 J.; πολλὰ ποικίλλει χρόνος παράδοξα καὶ θαυμαστά Men.593; π. μοι τὸ πρᾶγμα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''1.6; τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ π. θηρώμενος Plu.''Pomp.''14; [[παράδοξα]] Stoical [[paradox]]es, Id.2.1060b sq.: Comp., Phld.''Mus.''p.72 K., Plot.4.9.2: Sup., [[LXX]] ''Wi.''16.17. Adv. [[παραδόξως]] = [[in a strange manner]], [[in a surprising manner]] Aeschin.2.40, Plb.1.21.11, Dsc.4.83: Sup. παραδοξότατα D.C.67.11; παραδοξοτάτως Gal.7.876.<br><span class="bld">II</span> [[παράδοξος]], title of [[distinguished]] [[athlete]]s, [[musician]]s, and [[artist]]s of all kinds, the [[admirable|Admirable]], IG3.1442, 14.916, Arr.''Epict.''2.18.22, ''IGRom.''4.468 (Pergam., iii A. D.), ''PHamb.''21.3 (iv A. D.), ''Rev.Ét.Gr.''42.434 (Delph.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0477.png Seite 477]] wider Erwarten, wider die gewöhnliche Meinung oder Ansicht, daher unerwartet, unglaublich, sonderbar, wunderbar; παράδοξον τὸ λεγόμενον, Plat. Legg. VII, 821 a; [[λόγος]], Rep. V, 471 a; Xen. Cyr. 7, 2, 16 u. Folgde; καὶ ἐπιφανεῖς πράξεις, Pol. 1, 36, 3; ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου vrbdt Dem. 25, 32. – Auch adv., Pol. 1, 21, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0477.png Seite 477]] wider Erwarten, wider die gewöhnliche Meinung oder Ansicht, daher unerwartet, unglaublich, sonderbar, wunderbar; παράδοξον τὸ λεγόμενον, Plat. Legg. VII, 821 a; [[λόγος]], Rep. V, 471 a; Xen. Cyr. 7, 2, 16 u. Folgde; καὶ ἐπιφανεῖς πράξεις, Pol. 1, 36, 3; ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου vrbdt Dem. 25, 32. – Auch adv., Pol. 1, 21, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />contraire à l'attente <i>ou</i> à l'opinion commune, extraordinaire ; <i>en mauv. part</i> étrange, bizarre, paradoxal ; τὰ παράδοξα PLUT opinions paradoxales <i>ou</i> principes étranges des Stoïciens.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δόξα]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράδοξος -ον [[[παρά]], [[δόξα]]] tegen de verwachting in, verrassend, wonderlijk:; παράδοξος λόγος paradox Plat. Resp. 472a; ἂν παράδοξον εἴπω τι als ik iets verrassends zeg Dem. 3.10; τὸ παραδοξότατον het meest wonderlijke van alles Luc. 39.6; εἴδομεν παράδοξα wij hebben ongelooflijke dingen gezien NT Luc. 5.26; adv. παραδόξως op wonderbaarlijke wijze. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράδοξος:'''<br /><b class="num">1</b> [[противоречащий установившемуся мнению]], [[необычный]], [[невероятный]], [[странный]] ([[λόγος]] Plat.; π. καὶ [[θαυμαστός]] Men.): τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ παραδόξου θηρᾶσθαι Plut. искать славы в необычном;<br /><b class="num">2</b> [[замечательный]], [[необыкновенный]] (ἐπιφανεῖς καὶ παράδοξοι πράξεις Polyb.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παράδοξος''': -ον, ὁ παρὰ τὴν κοινὴν δόξαν, τὴν κοινῶς παραδεδεγμένην δοξασίαν, [[παράδοξος]], «ἀπίστευτος» ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδοξος]], [[λόγος]] π. Πλάτ. Πολ. 472Α· π. τε καὶ [[ψεῦδος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 281Α· παράδοξα λέγειν Ξεν. Κύρ. 7. 2, 16· ἂν παράδοξον εἴπω Δημ. 31. 9· ἐκ τοῦ παραδόξου, παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, ὁ αὐτ. 780. 4· πολλὰ ποικίλλει [[χρόνος]] π. καὶ θαυμαστὰ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 42· τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ π. θηρᾶσθαι Πλουτ. Πομπ. 14· - παράδοξα. Στωϊκὰ παράδοξα, ὁ αὐτ. 2. 1060Β κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -ξως, Αἰσχίν. 33. 23. ΙΙ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐπιφανεῖς καὶ π. πράξεις Πολύβ. 1. 36. 3. 2) [[παράδοξος]] ἐπεκαλεῖτο ὁ νικῶν ἔν τε τῇ [[πάλη]], καὶ τῷ παγκρατίῳ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, ὁ [[θαυμάσιος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 249. 632, 1363-4, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 22· πρβλ. [[παραδοξονίκης]]· - μεταφορ., ἐπὶ τῶν χριστιανῶν μαρτύρων, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 7. | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[παρά]] and [[δόξα]] (in the [[sense]] of [[seeming]]); [[contrary]] to [[expectation]], i.e. [[extraordinary]] ("[[paradox]]"): [[strange]]. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=παράδοξον ([[παρά]] [[contrary]] to ([[see]] [[παρά]], IV:2), and [[δόξα]] [[opinion]]; [[hence]], equivalent to ὁ [[παρά]] [[τήν]] [[δόξαν]] ὤν), [[unexpected]], [[uncommon]], [[incredible]], [[wonderful]]: neuter plural A. V. [[strange]] things, cf. Trench, § 91at the [[end]]). ([[Xenophon]], [[Plato]], [[Polybius]], Aelian v. h. 4,25; Lucian, [[dial]]. deor. 20,7; 9,2; Josephus, contra Apion 1,10, 2; Herodian, 1,1, 5 (4Bekker)).) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παράδοξος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που γίνεται [[παρά]] [[προσδοκία]], [[απίστευτος]], [[απίθανος]], [[παράξενος]], [[αλλόκοτος]] (α. «οι ιστορίες του [[είναι]] [[πάντα]] παράλογες και παράδοξες» β. «[[πάνυ]] γὰρ παράδοξα λέγεις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] παθολογικού φαινομένου που φαίνεται να βρίσκεται σε [[αντίθεση]] με τα άλλα [[σημεία]] τα οποία παρατηρούνται στον ασθενή, π.χ. [[παράδοξος]] [[σφυγμός]] ([[βραδυσφυγμία]] επί υψηλού πυρετού)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[παράδοξο]]<br />αυτό που προκαλεί [[έκπληξη]], [[θαύμα]], [[μυστήριο]]<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> [[κάθε]] [[φυσικό]] [[φαινόμενο]] το οποίο φαίνεται να αντιβαίνει κανόνες της κοινής λογικής, [[επειδή]] δίνει την [[εντύπωση]] ότι εμπεριέχει αντιφατικά στοιχεία («υδροστατικά παράδοξα» <br />α) <b>φρ.</b> «[[παράδοξος]] ύπνος» <b>ιατρ.</b><br />η [[περίοδος]] του ύπνου η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη [[δραστηριότητα]] τών νευρώνων του φλοιού του εγκεφάλου, ταχείες κινήσεις τών οφθαλμών και [[μεγάλη]] [[ατονία]] τών σκελετικών [[μυών]] του κοιμωμένου, που ακολουθούνται από περίοδο βαθιού ύπνου<br />β) «τα παράδοξα του Ζήνωνος» — σοφίσματα του Ελεάτη φιλοσόφου Ζήνωνος, με τα οποία αυτός επιχειρούσε να αποδείξει ότι κατ' ουσίαν δεν υπάρχει [[κίνηση]], ότι η [[κίνηση]] [[είναι]] [[απόρροια]] απάτης τών αισθήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αξιοθαύματος, [[εξαίσιος]], [[υπέροχος]] («ἐπιφανεῖς καὶ παράδοξοι πράξεις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά παράδοξα</i><br />(ενν. <i>αναγνώσματα</i>) [[είδος]] συγγραμμάτων που καλλιεργήθηκε [[κατά]] τους αλεξανδρινούς χρόνους και στα οποία περιγράφονταν απίθανες ιστορίες. Επίρ. <i>παραδόξως</i> ΝΜΑ<br />απροσδόκητα, παράξενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), [[αντίθετος]] στη [[λογική]], [[απίστευτος]], [[παράδοξος]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· <i>ἐκ τοῦ παραδόξου</i>, πέρα από [[κάθε]] [[προσδοκία]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-ξως</i>, σε Αισχίν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρά]]-δοξος, ον, [[δόξα]]<br />[[contrary]] to [[opinion]], [[incredible]], [[paradoxical]], Plat., Xen., etc.; ἐκ τοῦ παραδόξου [[contrary]] to [[expectation]], Dem.:—adv. -ξως, Aeschin. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':par£doxoj 爬拉-多克索士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':在旁-似是的<br />'''字義溯源''':與期望相反的,偉大的,非常的,奇異的,難以置信的;由([[παρά]])*=旁,出於)與([[δόξα]])=榮耀) 組成;而 ([[δόξα]])出自([[δοκέω]])*=想)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 非常的事(1) 路5:26 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[paradoxical]], [[contrary to expectation]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀπίστευτος]], [[ἀλλόκοτος]]). Ἀπό τό [[παρά]] + [[δόξα]] (=[[γνώμη]]) τοῦ [[δοκέω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |