ἴον: Difference between revisions

430 bytes added ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ion
|Transliteration C=ion
|Beta Code=i)/on
|Beta Code=i)/on
|Definition=[<b class="b3">ῐ], τό</b>, heterocl. dat. pl. <b class="b3">ἰάσῐ [ῑᾰ</b>] Nic.<span class="title">Fr.</span>74.2:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">violet, Viola odorata</b>, στέφανοι ἴων <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>23.12</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.55</span>, etc.; καὶ τὸ ἴον μέλαν ἐντί <span class="bibl">Theoc.10.28</span>, cf. <span class="title">AP</span>4.21 (Mel.); <b class="b3">κυαναυγές</b> ib.<span class="bibl">5.73</span> (Rufin.); ἴ. τὸ μέλαν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.13.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>1.13.12</span>; <b class="b3">ἴον</b> alone, Dsc. 4.121:—in <span class="bibl">Od.5.72</span>, <b class="b3">λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον</b>, there were vv.ll. <b class="b3">σίου</b> (Ptol. Euerg.) and <b class="b3">θρύου</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἴον τὸ λευκόν</b>( = [[λευκόϊον]], q.v.) <b class="b2">gilliflower, Matthiola incana</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.6.3</span>; also <b class="b3">ἴον</b> alone, ib.<span class="bibl">6.8.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[κρίνον]], Philin. ap. <span class="bibl">Ath.15.681b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> generally, any <b class="b2">flower</b>, EM473.10. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">V</span> a precious stone of dark colour, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>37.170</span>. (<b class="b3">ϝίον</b>, cf. <b class="b3">γία· ἄνθη</b>, Hsch., Lat. <b class="b2">viola</b>.) </span>
|Definition=[ῐ], τό, heterocl. dat. pl. <b class="b3">ἰάσῐ [ῑᾰ]</b> Nic.''Fr.''74.2:—<br><span class="bld">A</span> [[violet]], [[Viola odorata]], στέφανοι ἴων Sapph.''Supp.''23.12, cf. Pi.''O.''6.55, etc.; καὶ τὸ ἴον μέλαν ἐντί Theoc.10.28, cf. ''AP''4.21 (Mel.); [[κυαναυγές]] ib.5.73 (Rufin.); ἴ. τὸ μέλαν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.13.2, ''CP''1.13.12; [[ἴον]] alone, Dsc. 4.121:—in Od.5.72, <b class="b3">λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον</b>, there were vv.ll. [[σίου]] (Ptol. Euerg.) and [[θρύου]].<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἴον τὸ λευκόν</b>(= [[λευκόϊον]], [[quod vide|q.v.]]) [[gilliflower]], [[Matthiola incana]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.6.3; also [[ἴον]] alone, ib.6.8.1.<br><span class="bld">III</span> = [[κρίνον]], Philin. ap. Ath.15.681b.<br><span class="bld">IV</span> generally, any [[flower]], EM473.10.<br><span class="bld">V</span> a precious stone of dark colour, Plin.''HN''37.170. ([[ϝίον]], cf. γία· ἄνθη, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Lat. [[viola]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] τό, das Veilchen; Od. 5, 72; Pind. Ol. 6, 55; Plat. Conv. 212 e; Ath. XIV, 629 c u. öfter; κυαναυγές Rufin. 15 (V, 74); man unterschied [[μέλαν]], das gewöhnliche, schwarzblaue, [[λευκόν]], die Levkoie, s. [[λευκόϊον]], u. κρόκεον, gelber Lack, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] τό, das Veilchen; Od. 5, 72; Pind. Ol. 6, 55; Plat. Conv. 212 e; Ath. XIV, 629 c u. öfter; κυαναυγές Rufin. 15 (V, 74); man unterschied [[μέλαν]], das gewöhnliche, schwarzblaue, [[λευκόν]], die Levkoie, s. [[λευκόϊον]], u. κρόκεον, gelber Lack, Theophr.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />violette, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝίον, cf. <i>lat.</i> [[viola]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴον:''' (ῐ) τό фиалка (λειμῶνες ἴου θήλεον Hom.; ἡ [[μέλιττα]] βαδίζει ἀπὸ ἴου ἐπὶ ἴ. Arst.; [[ἴων]] καὶ ῥόδων λειμῶνες Plut.): ἴ. [[μέλαν]] Theocr. или ἴ. κυαναυγές Anth. фиалка темно-синяя (предполож. [[Viola]] odorata).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴον''': ῐ, τό, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. ἴᾰσῐ ῑ, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2: ― μενεξές, viola odorata, ἰδιαιτέρως διακρινόμενον εἰς ἴον [[μέλαν]] Θοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 1, 21, Διοσκ. 4. 122˙ καὶ τὸ ἴον [[μέλαν]] ἐντὶ Θεόκρ. 10. 28, πρβλ. Ἀνθ. Π. 4. 1, 21˙ κυαναυγὲς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 74˙ ― περὶ τῆς Ὁμηρ. σημασίας ἴδε κατωτ. IV. ΙΙ. ἴον τὸ λευκὸν ἢ [[λευκόϊον]], φαίνεται ὅτι περιελάμβανε [[ποικιλίας]] τινας [[οἷον]] τὰ τεχνικῶς καλούμενα: Cheiranthus καὶ Mathiola·περιγράφεται δὲ ὡς ἔχον διάφορα χρώματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3˙ κίτρινον (χλωρόν), π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 11˙ [[φλόγιον]] π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1˙μήλινον ἢ κυανοῦν ἢ πορφυροῦν Διοσκ. 3. 138˙ [[οὕτως]] ὁ Πλίν. ἀναφέρει violae pur pureae, luteae, albae H. N. 21. 14˙ ― τὰ κοινότατα ἐν Ἑλλάδι εἴδη φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ [[λευκόϊον]] θαλάσσιον (Matthiola tricusp data), τὸ πορφύρεον (M. incana), καὶ τὸ μήλινον (Cheiranthus Cheiri). ΙΙΙ. τὸ [[λευκόϊον]] [[ὡσαύτως]] ἀναφέρεται ὡς βολβῶδες [[φυτόν]], [[ἴσως]] τὸ leucoium pestivum, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 9˙ ἢ [[εἶδος]] «ζουμπουλίου», τὸ πρῶτον [[ἄνθος]] [[ὅπερ]] ἀνθεῖ [[μετὰ]] τὸν χειμῶνα, Πλίν. 21. 38. IV. τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72. ― Ἐνταῦθα δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ὑποτεθῇ ὅτι σημαίνει τὸ ἴον, [[ἐπειδὴ]] ἀναφέρεται ὡς αὐξανόμενον [[μετὰ]] τοῦ σελίνου εἰς ἑλώδεις λειμῶνας˙ [[ὅθεν]] ὁ Πτολεμαῖος ὁ Εὐεργέτης προὔτεινε τὴν γραφὴν σίου, = δαυκίου (σία γὰρ [[μετὰ]] σελίνου φύεσθαι, ἀλλὰ μὴ ἴα Ἀθήν. 61C)˙ διὰ τὸν αὐτὸν λόγον δὲν δύναται νὰ [[εἶναι]] τὸ [[ἄνθος]] Cheieranthus ἢ τὸ Matthiola. Οὔτε δύναται νὰ [[εἶναι]] [[λευκόν]] τι [[ἄνθος]], [[διότι]] τὸ ἰοειδὴς κεῖται παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ τὸ [[ἰόεις]], ἰοδνεφὴς ἐπὶ πραγμάτων μελανοχρόων. Ὁ Ruskin λέγει ὅτι τὸ ἴον παρ’ Ὁμ. δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἡ κυανὴ ἢ ἐρυθρὰ ἶρις˙ καὶ τοῦτο κάλλιστα συμφωνεῖ πρὸς τὸ παρὰ Πινδ. Ο. 6. 91, [[ἔνθα]] ἀναφέρονται ἴα καὶ αὐτῶν αἱ ξανθαὶ καὶ παμπόρφυραι ἀκτῖνες. (Οἱ σύνθετοι τύποι ἰοειδὴς καὶ ἰοδνεφής, πιθαν. δὲ καὶ τὸ ἴον, ἀπαιτοῦσι τὸ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμήρ., καθὼς καὶ τὸ ἴον ἐν Θεοκρ. 10. 28, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει γία (δηλ. ϝία) [[ἄνθη]], [[ὥστε]] δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ [[ἀμφιβολία]] περὶ τῆς σχέσεως τῆς λέξ. Fίον πρὸς τὸ Λατιν. vio-la).
|lstext='''ἴον''': ῐ, τό, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. ἴᾰσῐ ῑ, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2: ― μενεξές, viola odorata, ἰδιαιτέρως διακρινόμενον εἰς ἴον [[μέλαν]] Θοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 1, 21, Διοσκ. 4. 122˙ καὶ τὸ ἴον [[μέλαν]] ἐντὶ Θεόκρ. 10. 28, πρβλ. Ἀνθ. Π. 4. 1, 21˙ κυαναυγὲς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 74˙ ― περὶ τῆς Ὁμηρ. σημασίας ἴδε κατωτ. IV. ΙΙ. ἴον τὸ λευκὸν ἢ [[λευκόϊον]], φαίνεται ὅτι περιελάμβανε [[ποικιλίας]] τινας [[οἷον]] τὰ τεχνικῶς καλούμενα: Cheiranthus καὶ Mathiola·περιγράφεται δὲ ὡς ἔχον διάφορα χρώματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3˙ κίτρινον (χλωρόν), π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 11˙ [[φλόγιον]] π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1˙μήλινον ἢ κυανοῦν ἢ πορφυροῦν Διοσκ. 3. 138˙ [[οὕτως]] ὁ Πλίν. ἀναφέρει violae pur pureae, luteae, albae H. N. 21. 14˙ ― τὰ κοινότατα ἐν Ἑλλάδι εἴδη φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ [[λευκόϊον]] θαλάσσιον (Matthiola tricusp data), τὸ πορφύρεον (M. incana), καὶ τὸ μήλινον (Cheiranthus Cheiri). ΙΙΙ. τὸ [[λευκόϊον]] [[ὡσαύτως]] ἀναφέρεται ὡς βολβῶδες [[φυτόν]], [[ἴσως]] τὸ leucoium pestivum, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 9˙ ἢ [[εἶδος]] «ζουμπουλίου», τὸ πρῶτον [[ἄνθος]] [[ὅπερ]] ἀνθεῖ μετὰ τὸν χειμῶνα, Πλίν. 21. 38. IV. τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72. ― Ἐνταῦθα δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ὑποτεθῇ ὅτι σημαίνει τὸ ἴον, [[ἐπειδὴ]] ἀναφέρεται ὡς αὐξανόμενον μετὰ τοῦ σελίνου εἰς ἑλώδεις λειμῶνας˙ [[ὅθεν]] ὁ Πτολεμαῖος ὁ Εὐεργέτης προὔτεινε τὴν γραφὴν σίου, = δαυκίου (σία γὰρ μετὰ σελίνου φύεσθαι, ἀλλὰ μὴ ἴα Ἀθήν. 61C)˙ διὰ τὸν αὐτὸν λόγον δὲν δύναται νὰ [[εἶναι]] τὸ [[ἄνθος]] Cheieranthus ἢ τὸ Matthiola. Οὔτε δύναται νὰ [[εἶναι]] [[λευκόν]] τι [[ἄνθος]], [[διότι]] τὸ ἰοειδὴς κεῖται παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ τὸ [[ἰόεις]], ἰοδνεφὴς ἐπὶ πραγμάτων μελανοχρόων. Ὁ Ruskin λέγει ὅτι τὸ ἴον παρ’ Ὁμ. δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἡ κυανὴ ἢ ἐρυθρὰ ἶρις˙ καὶ τοῦτο κάλλιστα συμφωνεῖ πρὸς τὸ παρὰ Πινδ. Ο. 6. 91, [[ἔνθα]] ἀναφέρονται ἴα καὶ αὐτῶν αἱ ξανθαὶ καὶ παμπόρφυραι ἀκτῖνες. (Οἱ σύνθετοι τύποι ἰοειδὴς καὶ ἰοδνεφής, πιθαν. δὲ καὶ τὸ ἴον, ἀπαιτοῦσι τὸ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμήρ., καθὼς καὶ τὸ ἴον ἐν Θεοκρ. 10. 28, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει γία (δηλ. ϝία) [[ἄνθη]], [[ὥστε]] δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ [[ἀμφιβολία]] περὶ τῆς σχέσεως τῆς λέξ. Fίον πρὸς τὸ Λατιν. vio-la).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />violette, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝίον, cf. <i>lat.</i> viola.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῐον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[violet]] [[ἴων]] ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν [[σῶμα]] (sc. Ἴαμος) (O. 6.55) [[τότε]] βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ [[ἴων]] φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.
|sltr=<b>ῐον</b> [[violet]] [[ἴων]] ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν [[σῶμα]] (''[[sc.]]'' Ἴαμος) (O. 6.55) [[τότε]] βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ [[ἴων]] φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴον:''' [ῐ], τό, [[μενεξές]], σε Θεόκρ.· [[άπαξ]] στον Όμηρ., <i>λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον</i>, πιθ. [[σημασία]] της φράσης, τα λιβάδια ήταν κατάμεστα από μενεξέδες και [[σέλινο]]· [[αλλά]] αν είναι εδώ ο [[ίδιος]] ο [[μενεξές]] ή κάποια άλλα σκουρόχρωμα [[μπλε]] λουλούδια είναι αμφίβ.
|lsmtext='''ἴον:''' [ῐ], τό, [[μενεξές]], σε Θεόκρ.· [[άπαξ]] στον Όμηρ., <i>λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον</i>, πιθ. [[σημασία]] της φράσης, τα λιβάδια ήταν κατάμεστα από μενεξέδες και [[σέλινο]]· [[αλλά]] αν είναι εδώ ο [[ίδιος]] ο [[μενεξές]] ή κάποια άλλα σκουρόχρωμα [[μπλε]] λουλούδια είναι αμφίβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἴον:''' (ῐ) τό фиалка (λειμῶνες ἴου θήλεον Hom.; ἡ [[μέλιττα]] βαδίζει ἀπὸ ἴου ἐπὶ ἴ. Arst.; [[ἴων]] καὶ ῥόδων λειμῶνες Plut.): ἴ. [[μέλαν]] Theocr. или ἴ. κυαναυγές Anth. фиалка темно-синяя (предполож. [[Viola]] odorata).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[violet]] (Hom., Thphr.).<br />Compounds: Determin. comp. <b class="b3">λευκό-ϊον</b> = <b class="b3">ἴον λευκόν</b> <b class="b2">stock-gillyflower</b> (Thphr.; Risch IF. 59, 257); often as 1. member, e. g. <b class="b3">ἰο-ειδής</b> <b class="b2">violet-coloured</b> (<b class="b3">πόντος</b>; Il.), <b class="b3">ἰο-στέφανος</b> <b class="b2">violet-crowned</b>, Athen (h. Hom. 6, 18, Pi., Thgn.), <b class="b3">ἰό-κολπος</b> <b class="b2">with violet bossom</b> (Sapph.; vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 171), <b class="b3">ἰο-δνεφής</b>, s. <b class="b3">δνόφος</b>; on <b class="b3">ἰάνθινος</b> s. v. Wrong Bénaky REGr. 28, 16ff.: <b class="b3">ἴον</b> in <b class="b3">ἰο-ειδής</b> etc. IIp referring to the colour.<br />Derivatives: <b class="b3">ἰόεις</b> <b class="b2">violet-coloured</b> = <b class="b2">dark-blue</b> (<b class="b3">σίδηρος Ψ</b> 850, <b class="b3">θάλασσα</b> Nic.); <b class="b3">ἰωνιά</b> <b class="b2">violet-bed</b>, also plant-name (Thphr.), after <b class="b3">ῥοδων-ιά</b>, <b class="b3">θημων-ιά</b> (Scheller Oxytonierung 70f.); <b class="b3">ἰοντῖτις</b> f. plant-name = <b class="b3">ἀριστολόχεια</b> (Dsc.; after <b class="b3">κληματῖτις</b>?, Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 72).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Medit.<br />Etymology: H. <b class="b3">γία</b> (= <b class="b3">Ϝία</b>) <b class="b3">ἄνθη</b> and the epic metrics confirm the connection with Lat. [[viola]]; both prob. come from a Mediterranean language, s. W.-Hofmann s. v.
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[violet]] (Hom., Thphr.).<br />Compounds: Determin. comp. <b class="b3">λευκό-ϊον</b> = <b class="b3">ἴον λευκόν</b> [[stock-gillyflower]] (Thphr.; Risch IF. 59, 257); often as 1. member, e. g. <b class="b3">ἰο-ειδής</b> [[violet-coloured]] ([[πόντος]]; Il.), <b class="b3">ἰο-στέφανος</b> [[violet-crowned]], Athen (h. Hom. 6, 18, Pi., Thgn.), <b class="b3">ἰό-κολπος</b> [[with violet bossom]] (Sapph.; vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 171), <b class="b3">ἰο-δνεφής</b>, s. [[δνόφος]]; on [[ἰάνθινος]] s. v. Wrong Bénaky REGr. 28, 16ff.: [[ἴον]] in <b class="b3">ἰο-ειδής</b> etc. IIp referring to the colour.<br />Derivatives: [[ἰόεις]] [[violet-coloured]] = [[dark-blue]] (<b class="b3">σίδηρος Ψ</b> 850, [[θάλασσα]] Nic.); [[ἰωνιά]] [[violet-bed]], also plant-name (Thphr.), after <b class="b3">ῥοδων-ιά</b>, <b class="b3">θημων-ιά</b> (Scheller Oxytonierung 70f.); [[ἰοντῖτις]] f. plant-name = [[ἀριστολόχεια]] (Dsc.; after [[κληματῖτις]]?, Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 72).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Medit.<br />Etymology: H. [[γία]] (= [[Ϝία]]) [[ἄνθη]] and the epic metrics confirm the connection with Lat. [[viola]]; both prob. come from a Mediterranean language, s. W.-Hofmann s. v.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />the [[violet]], Theocr.:—[[once]] in Hom., λειμῶνες ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον the meadows were [[blooming]] with ἴον and [[parsley]];—but [[whether]] it is [[here]] [[violet]] or [[some]] [[other]] [[dark]] [[blue]] [[flower]] is [[doubtful]].
|mdlsjtxt=<br />the [[violet]], Theocr.:—[[once]] in Hom., λειμῶνες ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον the meadows were [[blooming]] with ἴον and [[parsley]];—but [[whether]] it is [[here]] [[violet]] or [[some]] [[other]] [[dark]] [[blue]] [[flower]] is [[doubtful]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἴον''': {íon}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Veilchen]] (ep. poet. seit Hom., Thphr. u. a.). Determinativkomp. [[λευκόϊον]] = [[ἴον]] [[λευκόν]] [[Levkoje]] (Thphr.; Risch IF. 59, 257);<br />'''Composita''' : oft als Vorderglied, z. B. [[ἰοειδής]] [[veilchenfarbig]] ([[πόντος]] usw.; ep. seit Il.), [[ἰοστέφανος]] [[veilchenbekränzt]], von Aphrodite, den Musen, Athen (''h''. ''Hom''. 6, 18, Pi., Thgn. usw.), [[ἰόκολπος]] [[mit veilchenduftendem Bausch]] (Sapph.; vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 171), [[ἰοδνεφής]], s. [[δνόφος]]; zu [[ἰάνθινος]] s. bes. Verfehlt Bénaky REGr. 28, 16ff.: [[ἴον]] in [[ἰοειδής]] usw. erst II<sup>p</sup> auf die Farbe bezüglich.<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[ἰόεις]] [[veilchenfarbig]] = [[dunkelblau]] ([[σίδηρος]] Ψ 850, [[θάλασσα]] Nik.); [[ἰωνιά]] [[Veilchenbeet]], auch Pflanzenname (Thphr. u. a.), nach [[ῥοδωνιά]], [[θημωνιά]] (Scheller Oxytonierung 70f.); ἰοντῖτις f. Pflanzenname = [[ἀριστολόχεια]] (Dsk.; nach [[κληματῖτις]]?, Redard Les noms grecs en -της 72).<br />'''Etymology''' : H. γία (= ϝία)· [[ἄνθη]] und die epische Metrik bestätigen Zusammenhang mit lat. ''viola''; beide sind wahrscheinlich aus einer Mittelmeersprache entlehnt, s. die Lit. bei W.-Hofmann s. v.<br />'''Page''' 1,729
}}
}}