3,277,286
edits
m (Text replacement - "of Time" to "of time") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diamperes | |Transliteration C=diamperes | ||
|Beta Code=diampere/s | |Beta Code=diampere/s | ||
|Definition=Adv., < | |Definition=Adv.,<br><span class="bld">I</span> of [[place]], [[through and through]], [[right through]], c. gen., δ. ἀσπίδος Il.12.429, cf. 20.362; δ. στέρνων S.''Ph.''791: c. acc., βέβληαι κενεῶνα δ. Il.5.284; <b class="b3">δ. οὖς</b> prob. in A.''Ch.''380 (lyr.); δ. διὰ μέσου τοῦ [σφονδύλου] [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 616e.<br><span class="bld">2</span> abs., [[without break]], [[continuously]], ἐκ κεφαλῆς… δ. ἐς πόδας ἄκρους Il.16.640; πέτρη ἠλίβατος… δ. ἀμφοτέρωθεν Od.10.88; σταυροὺς… ἔλασσε δ. ἔνθα καὶ ἔνθα 14.11; <b class="b3">ἡ δ'</b> [the wall] <b class="b3">ἕσπετο πᾶσα δ.</b> all [[in a piece]], Il.12.398.<br><span class="bld">II</span> of [[time]], [[throughout]], [[for ever]], Od.8.245, Hes.''Th.''402, Emp.17.6; pleon., ἤματα πάντα δ. Il.16.499, cf. ''Supp.Epigr.''1.409 (Eretria); αἰὲν διαμπερές [[for ever and aye]], Il.15.70. (Found in tmesi διὰ δ' ἀμπερές 11.377, 17.309; cf. [[ἀμπερέως]]: ''poet.'' for <b class="b3">δι-ανα-περές ([[πείρω]])</b>.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0591.png Seite 591]] neutrum von [[διαμπερής]] (διά, ἀνά, [[περάω]], [[πείρω]], [[πέρας]]), durch und durch, ganz hindurch; ununterbrochen, fortwährend; durchweg, durchaus, ganz und gar. Homer oft: mit genitiv., Iliad. 12, 429 πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ [[χρόα]] χαλκῷ, ἠμὲν ὁτέῳ στρεφθέντι μετάφρενα γυμνωθείη μαρναμένων, πολλοὶ δὲ διαμπερὲς ἀσπίδος αὐτῆς, durch den Schild hindurch; 20, 362 ἀλλὰ [[μάλα]] στιχὸς [[εἶμι]] [[διαμπερές]]; ohne Casus, vom Raume. Iliad. 16, 640 βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους; Odyss. 7, 96 ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ' [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]], ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο [[διαμπερές]]; Iliad. 5, 658 ὁ μὲν βάλεν αὐχένα μέσσον [[Σαρπηδών]], αἰχμὴ δὲ διαμπερὲς ἦλθ' ἀλεγεινή; Odyss. 14, 11 σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]], πυκνοὺς καὶ θαμέας, rund herum; 10, 88 λιμένα, ὃν πέρι πέτρη [[ἠλίβατος]] τετύχηκε διαμπερὲς [[ἀμφοτέρωθεν]]; von der Zeit, Odyss. 20, 47 διαμπερὲς ἥ σε [[φυλάσσω]] ἐν πάντεσσι πόνοις; Iliad. 16, 499 ἤματα πάντα [[διαμπερές]]; Odyss. 4, 209 διαμπερὲς ἤματα πάντα; Iliad. 15, 70 ἐκ τοῦ δ' ἄν τοι [[ἔπειτα]] παλίωξιν παρὰ [[νηῶν]] αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι [[διαμπερές]], εἰς ὅ κ' Αχαιοὶ Ἴλιον αἰπὺ ἕλοιεν; übertragen, Iliad. 16, 618 [[τάχα]] κέν σε [[ἔγχος]] ἐμὸν κατέπαυσε [[διαμπερές]], εἴ σ' ἔβαλόν περ; zuweilen sind mehrere Auffassungen möglich: Iliad. 7. 171 κλήρῳ νῦν πεπάλασθε [[διαμπερές]], ὅς κε λάχῃσιν, alle, die Reihe durch, kann räumlich und zeitlich gefaßt werden; 12, 398 Σαρπηδὼν δ' ἄρ' ἔπαλξιν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν ἕλχ' | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0591.png Seite 591]] neutrum von [[διαμπερής]] (διά, ἀνά, [[περάω]], [[πείρω]], [[πέρας]]), durch und durch, ganz hindurch; ununterbrochen, fortwährend; durchweg, durchaus, ganz und gar. Homer oft: mit genitiv., Iliad. 12, 429 πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ [[χρόα]] χαλκῷ, ἠμὲν ὁτέῳ στρεφθέντι μετάφρενα γυμνωθείη μαρναμένων, πολλοὶ δὲ διαμπερὲς ἀσπίδος αὐτῆς, durch den Schild hindurch; 20, 362 ἀλλὰ [[μάλα]] στιχὸς [[εἶμι]] [[διαμπερές]]; ohne Casus, vom Raume. Iliad. 16, 640 βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους; Odyss. 7, 96 ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ' [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]], ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο [[διαμπερές]]; Iliad. 5, 658 ὁ μὲν βάλεν αὐχένα μέσσον [[Σαρπηδών]], αἰχμὴ δὲ διαμπερὲς ἦλθ' ἀλεγεινή; Odyss. 14, 11 σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]], πυκνοὺς καὶ θαμέας, rund herum; 10, 88 λιμένα, ὃν πέρι πέτρη [[ἠλίβατος]] τετύχηκε διαμπερὲς [[ἀμφοτέρωθεν]]; von der Zeit, Odyss. 20, 47 διαμπερὲς ἥ σε [[φυλάσσω]] ἐν πάντεσσι πόνοις; Iliad. 16, 499 ἤματα πάντα [[διαμπερές]]; Odyss. 4, 209 διαμπερὲς ἤματα πάντα; Iliad. 15, 70 ἐκ τοῦ δ' ἄν τοι [[ἔπειτα]] παλίωξιν παρὰ [[νηῶν]] αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι [[διαμπερές]], εἰς ὅ κ' Αχαιοὶ Ἴλιον αἰπὺ ἕλοιεν; übertragen, Iliad. 16, 618 [[τάχα]] κέν σε [[ἔγχος]] ἐμὸν κατέπαυσε [[διαμπερές]], εἴ σ' ἔβαλόν περ; zuweilen sind mehrere Auffassungen möglich: Iliad. 7. 171 κλήρῳ νῦν πεπάλασθε [[διαμπερές]], ὅς κε λάχῃσιν, alle, die Reihe durch, kann räumlich und zeitlich gefaßt werden; 12, 398 Σαρπηδὼν δ' ἄρ' ἔπαλξιν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν ἕλχ'· ἡ δ' ἕσπετο [[πᾶσα]] [[διαμπερές]], αὐτὰρ [[ὕπερθεν]] [[τεῖχος]] ἐγυμνώθη, πολέεσσι δὲ θῆκε κέλευθον, das [[διαμπερές]] kann zu [[πᾶσα]] und zu ἕσπετο gehören, »die [[ganze]] Brustwehr sank«, oder »die Brustwehr sank [[ganze]]«; 10, 89 Ἀγαμέμνονα, τὸν περὶ πάντων Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι [[διαμπερές]], εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ, das [[διαμπερές]] kann sich auf εἰς ὅ κε μένῃ beziehen, aber auch auf ἐνέηκε πόνοισι. Mit [[περάω]] ist [[διαμπερές]] verbunden Odyss. 5, 480 οὔτ' [[ὄμβρος]] περάασκε [[διαμπερές]]. Auch in tmesi kommt [[διαμπερές]] vor: Odyss. 21, 422 Iliad. 11, 377. 17, 309 διὰ δ' [[ἀμπερές]]. Aus dieser Tmesis geht unter Anderm hervor, daß ἀνά mit in [[διαμπερές]] steckt, was Einige in Abrede stellen, indem sie das Wort von [[διαπεράω]] herleiten und das Μ für ein euphonisches Einschiebsel erklären. – Folgende: Hesiod. Th. 402 O. 236 Aeschyl. Ch. 380 Sophocl. Phil. 791 Apoll. Rhod. 4, 1253 Plat. Phaedon. 111 e Rep. 10, 616 d und e Xenoph. A. 4, 1, 18. 7, 8, 14 Plutarch. Philopoem. 6. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[διαμπερής]]. | |btext=v. [[διαμπερής]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαμπερές zie διαμπερής. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμπερές:'''<br /><b class="num">I</b> adv.<br /><b class="num">1</b> (на)сквозь, навылет (τοξευθεὶς δ. εἰς τὴν κεφαλήν Xen.; δ. ἐληλάσθαι διά τι Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[сплошь]], [[вплотную]] (σταυροὺς ἐλαύνειν Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[непрерывно]], [[постоянно]] (ἔργα τιθέναι Hom.; θάλλειν ἀγαθοῖσι Hes.): ἤματα πάντα δ. Hom. во все дни, (на)всегда.<br /><b class="num">II</b> в знач. praep. [[cum]] gen. и acc. через, навылет (ἀσπίδος и στέρνων Soph.; [[βλῆσθαι]] κενεῶνα δ. Hom.; δ. [[οὖς]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[πείρω]]): [[piercing]] [[through]], [[through]] and [[through]]; ‘in [[unbroken]] [[succession]],’ Il. 7.171, Od. 22.190, Od. 14.11; of [[time]], forever, [[constantly]], [[with]] [[αἰεί]], ἤματα πάντα, Ο , Od. 4.209. (Sometimes διὰ δ' [[ἀμπερές]], Il. 11.377, Ρ 3, Od. 21.422.) | |auten=([[πείρω]]): [[piercing]] [[through]], [[through]] and [[through]]; ‘in [[unbroken]] [[succession]],’ Il. 7.171, Od. 22.190, Od. 14.11; of [[time]], forever, [[constantly]], [[with]] [[αἰεί]], ἤματα πάντα, Ο, Od. 4.209. (Sometimes διὰ δ' [[ἀμπερές]], Il. 11.377, Ρ 3, Od. 21.422.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διαμπερές:''' (ἀμ-[[πείρω]]=ἀνα-[[πείρω]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], πέρα ως πέρα, εντελώς δια μέσου, [[ολωσδιόλου]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αδιάλειπτα, συνεχόμενα, επανειλημμένα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, από την [[αρχή]] ως το [[τέλος]], αιωνίως, στον ίδ.· <i>διαμπερὲς ἀιεί</i>, [[πάντοτε]], αιωνίως, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''διαμπερές:''' (ἀμ-[[πείρω]]=ἀνα-[[πείρω]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], πέρα ως πέρα, εντελώς δια μέσου, [[ολωσδιόλου]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., αδιάλειπτα, συνεχόμενα, επανειλημμένα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, από την [[αρχή]] ως το [[τέλος]], αιωνίως, στον ίδ.· <i>διαμπερὲς ἀιεί</i>, [[πάντοτε]], αιωνίως, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαμπερές''': ἐπίρρ., 1) ἐπὶ τόπου, [[πέρα]] [[πέρα]], ἐντελῶς διὰ μέσου, μετὰ γεν., δ. ἀσπίδος Ἰλ. Μ. 429, πρβλ. Υ. 362· δ. στέρνων Σοφ. Φ. 791· - μετ’ αἰτ., κενεῶνα δ. Ἰλ. Ε. 248· δ. οὖς Αἰσχύλ. Χο. 380· δ. διὰ μέσου σφονδύλου Πλάτ. Πολ. 616Ε. ΙΙ. ἀπόλ., πολὺ ὅμοιον τῷ διηνεκέως, [[ἄνευ]] διαλείμματος ἢ διακοπῆς, συνεχῶς, ἐκ κεφαλῆς… δ. ἐς πόδας ἄκρους Ἰλ. Π. 640· πέτρη [[ἠλίβατος]]… δ. [[ἀμφοτέρωθεν]] Ὀδ. Κ. 88· σταυροὺς... ἔλασσε δ. [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ξ. 11· ἡ δ’ [τὸ [[τεῖχος]]] ἔσπετο πᾶσα δ., ὅλον ὡς ἓν [[τεμάχιον]], Ἰλ. Μ. 398· πρβλ. [[παλάσσω]] ΙΙ. 2) ἐπὶ χρόνου, ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, αἰωνίως, Ὀδ. Θ. 245, Κ. 88, Ἡσ. Θ. 402· πλεον., ἤματα πάντα δ. Ἰλ. Π. 499· διαμπερὲς [[αἰεί]], [[πάντοτε]] αἰωνίως, Ο. 70· - [[ὡσαύτως]] διαμπερέως Ἱππ. 535. 46, Νίκ. Θ. 495, πρβλ. ἑπ. (Πρβλ. διαπρύσιος· - τὸ ἁπλοῦν εὕρηται ἐν τμήσει, διὰ δ’ ἀμπερὲς Ἰλ. Λ. 377., Ρ. 309· καί τις [[τύπος]] ἀναπερέως ἀπαντᾷ παρὰ Φιλυλλ. Πολ. 3· - [[ὥστε]] ἀναμφιβόλως [[εἶναι]] ποιητ. ἀντὶ τοῦ διαναπερὲς ἐκ τοῦ [[πείρω]]· πρβλ. [[διάνδιχα]]). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adv.<br />Meaning: [[through and through]], [[right through]], local and temporal (Il.);<br />Other forms: also with tmesis <b class="b3">διὰ δ</b>[[ἀμπερές]] (Schwyzer-Debrunner 426)<br />Derivatives: [[διαμπερής]] as adj. [[piercing]] (Hp.); [[διαμπερέως]] (Hp.), from there <b class="b3">ἀμπερέως διαμπάξ</b> H.<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From [[διά]] and [[ἀμπείρω]] ([[ἀμπείραντες]] <b class="b2">having pierced, </b> Β 426; [[διαμπείρω]] [Q. S.] is new after it for [[διαπείρω]]) with root vowel as in <b class="b3">δια-περάω</b>, [[περόνη]] etc. and after the adj. in <b class="b3">-ής</b> (Schwyzer 513). After it synonymous [[διαμπάξ]] (A.). - The combination <b class="b3">δι(ά)-ἀνά</b> also in [[διάνδιχα]] (Hom.), see [[δίχα]]; s. Schwyzer-Debrunner 449. Cf. Strömberg Greek Prefix Studies 140f., Luther "Wahrheit" und "Lüge" 154f. | |etymtx=Grammatical information: adv.<br />Meaning: [[through and through]], [[right through]], local and temporal (Il.);<br />Other forms: also with tmesis <b class="b3">διὰ δ</b>[[ἀμπερές]] (Schwyzer-Debrunner 426)<br />Derivatives: [[διαμπερής]] as adj. [[piercing]] (Hp.); [[διαμπερέως]] (Hp.), from there <b class="b3">ἀμπερέως διαμπάξ</b> [[H]].<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From [[διά]] and [[ἀμπείρω]] ([[ἀμπείραντες]] <b class="b2">having pierced, </b> Β 426; [[διαμπείρω]] [Q. S.] is new after it for [[διαπείρω]]) with root vowel as in <b class="b3">δια-περάω</b>, [[περόνη]] etc. and after the adj. in <b class="b3">-ής</b> (Schwyzer 513). After it synonymous [[διαμπάξ]] (A.). - The combination <b class="b3">δι(ά)-ἀνά</b> also in [[διάνδιχα]] (Hom.), see [[δίχα]]; s. Schwyzer-Debrunner 449. Cf. Strömberg Greek Prefix Studies 140f., Luther "Wahrheit" und "Lüge" 154f. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<i>adverb</i>[[ἀμπείρω]] = [[ἀναπείρω]]<br /><b class="num">1.</b> of | |mdlsjtxt=<i>adverb</i>[[ἀμπείρω]] = [[ἀναπείρω]]<br /><b class="num">1.</b> of [[place]], [[through]] and [[through]], [[right]] [[through]], [[clean]] [[through]], c. gen., Il., Soph.:—c. acc., Il., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> absol. without [[break]], [[continuously]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> of [[time]], [[throughout]], for [[ever]], Hom.; διαμπερὲς [[αἰεί]] for [[ever]] and aye, Il. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''διαμπερές''': {diamperés}<br />'''Forms''': auch mit Tmesis διὰ δ’[[ἀμπερές]] (Schwyzer-Debrunner 426)<br />'''Grammar''': Adv.<br />'''Meaning''': [[durch und durch]], [[ununterbrochen]], lokal und temporal (ep. poet. seit Il.);<br />'''Derivative''': [[διαμπερής]] als Adj. [[durchbohrend]] (Hp.); [[διαμπερέως]] (Hp., Nik., H.), daraus [[ἀμπερέως]] | |ftr='''διαμπερές''': {diamperés}<br />'''Forms''': auch mit Tmesis διὰ δ’[[ἀμπερές]] (Schwyzer-Debrunner 426)<br />'''Grammar''': Adv.<br />'''Meaning''': [[durch und durch]], [[ununterbrochen]], lokal und temporal (ep. poet. seit Il.);<br />'''Derivative''': [[διαμπερής]] als Adj. [[durchbohrend]] (Hp.); [[διαμπερέως]] (Hp., Nik., H.), daraus [[ἀμπερέως]]· [[διαμπάξ]] H.<br />'''Etymology''': Von [[διά]] und [[ἀμπείρω]] (ἀμπείραντες [[durchbohrt]], [[aufgespießt habend]] Β 426; [[διαμπείρω]] [Q. S.] ist danach neugebildet für [[διαπείρω]]) mit Wurzelvokal wie in [[διαπεράω]], [[περόνη]] usw. und Anschluß an die Adj. auf -ής (Schwyzer 513). Danach das synonyme [[διαμπάξ]] (A., E., X. usw.), zu [[ἅπαξ]], [[πήγνυμι]]. — Die Kombination δι(ά)-[[ἀνά]] noch in [[διάνδιχα]] (Hom.) u. a.; s. Schwyzer-Debrunner 449. Vgl. noch Strömberg Greek Prefix Studies 140f., Luther "Wahrheit" und "Lüge" 154f.<br />'''Page''' 1,386 | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[right through]] | |woodrun=[[right through]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[πέρα]] γιά [[πέρα]]). Ἐπίρρημα ἀπό τό [[διαμπείρω]] → [[διαναπείρω]] → διά + ἀνά + [[πείρω]] (=[[διατρυπῶ]]). Ἐπίθετο παράγωγο: [[διαμπερής]] (=[[διαπεραστικός]]). | |||
}} | }} |