σάφα: Difference between revisions

8,882 bytes added ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(41 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=safa
|Transliteration C=safa
|Beta Code=sa/fa
|Beta Code=sa/fa
|Definition=[σᾰ], poet. Adv. of <b class="b3">σαφής</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">clearly, plainly, assuredly</b>, in Hom. esp. with Verbs of knowing, most freq. <b class="b3">σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς</b>, etc., like [[εὖ οἶδα]], εὖ εἰδώς, etc., to know <b class="b2">assuredly, of a surety</b>, followed by interrog., <span class="bibl">Il.2.192</span>, <span class="bibl">252</span>, al.; by <b class="b3">εἰ</b>, <span class="bibl">5.183</span>; c. acc. and interrog. clause, <span class="bibl">Od.17.373</span>; abs., <span class="bibl">2.108</span>; c. gen., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων <span class="bibl">Il.12.228</span>, cf. <span class="bibl">Od.1.202</span>; c. inf., <span class="bibl">Il.15.632</span>; freq. in Trag., <b class="b3">σάφ' οἶδα, σάφ' ἴσθι</b>, etc., <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>740</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pers.</span>337</span>, etc.; Com., σάφ' ἴσθι ὅτι <span class="bibl">Ar. <span class="title">Pl.</span>889</span>; less freq. in Prose, <span class="bibl">Antipho 6.18</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.5.21</span>; also ἐπιστάμεναι σ. θυμῷ <span class="bibl">Od.4.730</span>; σ. ἐπίστασθαι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>64</span>; σ. δαείς <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 7.91</span>: also with Verbs of speaking, <b class="b2">clearly</b> or <b class="b2">with certainty</b>, σ. εἰπεῖν <span class="bibl">Od.2.31</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>8.46</span>; σ. φράζειν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>3</span>; μυθήσασθαι <span class="bibl">Theoc.25.198</span>; <b class="b3">σ. εἰπεῖν</b> speak <b class="b2">truly</b>, opp. <b class="b3">ψεύδεσθαι</b>, <span class="bibl">Il.4.404</span>.</span>
|Definition=[σᾰ], ''poet.'' Adv. of [[σαφής]], [[clearly]], [[plainly]], [[assuredly]], in Hom. esp. with Verbs of knowing, most freq. <b class="b3">σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς</b>, etc., like [[εὖ οἶδα]], εὖ εἰδώς, etc., to know [[assuredly]], [[of a surety]], followed by interrog., Il.2.192, 252, al.; by [[εἰ]], 5.183; c. acc. and interrog. clause, Od.17.373; abs., 2.108; c. gen., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων Il.12.228, cf. Od.1.202; c. inf., Il.15.632; freq. in Trag., <b class="b3">σάφ' οἶδα, σάφ' ἴσθι</b>, etc., A.''Supp.''740, ''Pers.''337, etc.; Com., σάφ' ἴσθι ὅτι Ar. ''Pl.''889; less freq. in Prose, Antipho 6.18, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.21; also [[ἐπιστάμεναι]] σ. θυμῷ Od.4.730; σ. ἐπίστασθαι Hp.''Art.''64; σ. δαείς Pi.''O.'' 7.91: also with Verbs of speaking, [[clearly]] or [[with certainty]], σ. εἰπεῖν Od.2.31, Pi.''O.''8.46; σ. φράζειν Hp.''Acut.''3; μυθήσασθαι Theoc.25.198; <b class="b3">σ. εἰπεῖν</b> speak [[truly]], opp. [[ψεύδεσθαι]], Il.4.404.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0865.png Seite 865]] poet. adv. zu [[σαφής]], sichtlich, <b class="b2">deutlich</b>, verständlich, zuverlässig; oft bei Hom., der es bes. mit den Zeitwörtern »wissen« vrbdt, am häufigsten [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] εἰδώς u. s. w., wie εὖ [[εἰδέναι]], bestimmt, genau wissen; auch c. gen., ὃς [[σάφα]] θυμῷ εἰδείη τεράων, Il. 12, 228; eben so [[σάφα]] ἐπί. στασθαι, Od. 4, 730; δαείς, Pind. Ol. 7, 91; u. oft Tragg., wie Aesch. Pers. 329 Ag. 1342; Soph. El. 662 u. oft; ὁρᾷς οὐδἐν ὧν δοκεῖς σάφ' εἰ. δέναι, Eur. Or. 259, u. öfter; οἱ σάφ' εἰδότες, Ar. Th. 596; selten in Prosa, σάφ' [[ἴσθι]] Xen. Cyr. 1, 6, 10, [[οἶδα]] 4, 5, 21; – sonst noch [[σάφα]] εἰπεῖν, bestimmt, deutlich ansagen, ἀγγελίην, Od. 2, 31, auch zuverlässig, wahrhaft sprechen, im Ggstz von ψεύδεσθαι, Il. 4, 404; εἴπαις, Pind. Ol. 8, 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0865.png Seite 865]] poet. adv. zu [[σαφής]], sichtlich, [[deutlich]], verständlich, zuverlässig; oft bei Hom., der es bes. mit den Zeitwörtern »wissen« vrbdt, am häufigsten [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] εἰδώς u. s. w., wie εὖ [[εἰδέναι]], bestimmt, genau wissen; auch c. gen., ὃς [[σάφα]] θυμῷ εἰδείη τεράων, Il. 12, 228; eben so [[σάφα]] ἐπί. στασθαι, Od. 4, 730; δαείς, Pind. Ol. 7, 91; u. oft Tragg., wie Aesch. Pers. 329 Ag. 1342; Soph. El. 662 u. oft; ὁρᾷς οὐδἐν ὧν δοκεῖς σάφ' εἰ. δέναι, Eur. Or. 259, u. öfter; οἱ σάφ' εἰδότες, Ar. Th. 596; selten in Prosa, σάφ' [[ἴσθι]] Xen. Cyr. 1, 6, 10, [[οἶδα]] 4, 5, 21; – sonst noch [[σάφα]] εἰπεῖν, bestimmt, deutlich ansagen, ἀγγελίην, Od. 2, 31, auch zuverlässig, wahrhaft sprechen, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ψεύδεσθαι, Il. 4, 404; εἴπαις, Pind. Ol. 8, 46.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[clairement]], [[manifestement]] : σάφ' [[οἶδα]] XÉN je sais très bien ; [[σάφα]] [[εἰπεῖν]] OD dire clairement;<br /><b>2</b> [[franchement]] : [[σάφα]] [[εἰπεῖν]] IL dire la vérité.<br />'''Étymologie:''' [[σαφής]].
}}
{{elnl
|elnltext=σάφᾰ [σαφής] adv., duidelijk, met zekerheid:. οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως... en wij weten nog absoluut niet hoe … Il. 2.252; μὴ ψεύδε’ ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῖν vertel geen leugens terwijl je het precies weet Il. 4.404.
}}
{{elru
|elrutext='''σάφᾰ:''' (σᾰ) adv.<br /><b class="num">1</b> [[ясно]], [[отчетливо]], [[уверенно]], [[доподлинно]] ([[εἰδέναι]] Hom., Xen., Eur., Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[истинно]], [[правдиво]] ([[εἰπεῖν]] Hom., Pind.).
}}
{{Autenrieth
|auten=([[σαφής]]): [[clearly]], [[plainly]], [[for]] [[certain]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ςᾰφᾰ</b> [[clearly]] εὐθυπορεῖ, [[σάφα]] δαεὶς (O. 7.90) [[σάφα]] εἴπαις (O. 8.46) τὺ δὲ [[σάφα]] νιν ἔχεις (P. 2.57)
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[σαφώς]], [[φανερά]], ολοφάνερα<br /><b>2.</b> (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ' [[οἶδα]] ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σάφα]] [[λέγω]]» — λέω την [[αλήθεια]] («ἐπιστάμενος [[σάφα]] εἰπεῖν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το επίρρ. [[σάφα]] (<b>πρβλ.</b> [[κάρτα]], [[τάχα]]) φαίνεται ότι [[είναι]] ο αρχαιότερος τ. του συστήματος από τον οποίο σχηματίστηκε αρχικά το επίρρ. <i>σαφ</i>-<i>έως</i> (<b>πρβλ.</b> [[τάχα]]: [[ταχέως]]), στη [[συνέχεια]] το ουδ. <i>σαφές</i> με επιρρμ. [[χρήση]] και το συγκρ. <i>σαφέστερον</i>, απ' όπου το επίθ. [[σαφής]]. Καμία από τις ετυμολογήσεις που έχουν προταθεί για τους τ. δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό επιτατικό τ. <i>σα</i>- και β' συνθετικό -<i>φα</i> / -<i>φής</i> (<b>πρβλ.</b> [[φάος]], [[φαίνω]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. [[σάος]] (<b>βλ. λ.</b> [[σώος]], [[τύλη]]), ενώ κατ' άλλους με τον ιων. τ. <i>σάω</i> «[[κοσκινίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σήθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φα</i> (<b>πρβλ.</b> [[μέσφα]]). Η [[οικογένεια]] τών τ. [[σάφα]] / [[σαφής]] εκφράζει την [[έννοια]] της πραγματικότητας με [[διαύγεια]], [[διαφάνεια]], [[ευκρίνεια]], ενώ το επίθ. [[ἀληθής]] είχε τη σημ. «αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να κρυφθεί», από όπου «[[πραγματικός]]», το επίθ. [[ἀτρεκής]] την [[έννοια]] της ακρίβειας και το επίθ. [[ἐτεός]] την [[έννοια]] της αυθεντικότητας].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σάφᾰ:''' [σᾰ], ποιητ. επίρρ. του [[σαφής]], ξεκάθαρα, απλά, επιβεβαιωμένα, σταράτα, ρητά, με ρήματα που σημαίνουν [[γνώση]]· [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] οἰδώς, σε Όμηρ.· επίσης, σε Τραγ.· σάφ' [[οἶδα]], σάφ' [[ἴσθι]] κ.λπ.· σάφ' [[ἴσθι]], [[ὅτι]]..., σε Αριστοφ.· επίσης με λεκτικά ρήματα, σ. [[εἰπεῖν]], σε Όμηρ., Πίνδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάφᾰ''': [σᾰ], ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ [[σαφής]], φανερῶς, «ὁλοφάνερα», σαφῶς, βεβαίως, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ., κλπ., [[μάλιστα]] [[μετὰ]] ῥημάτων γνωστικῶν, συχνότατα δὲ [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] εἰδώς, κτλ., ὡς τὸ εὖ [[οἶδα]], εὖ εἰδώς, κτλ., [[γνωρίζω]] [[μετὰ]] βεβαιότητος, πολύ καλά, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, Ἰλ. Β. 192, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ Ε. 183· μετ’ αἰτ., Ὀδ. Ρ. 373· ἀπολ., Β. 108· [[μετὰ]] γενικ., ὃς [[σάφα]] θυμῷ εἰδείη τεράων Ἰλ. Μ. 228, πρβλ. Ὀδ. Α. 202· μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ο 632· [[συχν]]. [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγικ., σάφ’ [[οἶδα]], σάφ’ [[ἴσθι]] κτλ.· σάφ’ [[ἴσθι]] ὅτι Ἀριστοφ. Πλ. 889· [[ἐνιαχοῦ]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829, Ἀντιφῶν 143. 32, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· - οὕτω, [[σάφα]] ἐπίστασθαι Ὀδ. Δ. 730· [[σάφα]] δαεὶς Πινδ. Ο. 7. 166· - [[συχν]]. [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] ῥημάτων λεκτικῶν, [[σάφα]] εἰπεῖν, [[λέγω]] σαφῶς, φανερά, «καθαρά», «παστρικά», Ὀδ. Β. 31, Πινδ. Ο. 8. 61· [[λέγω]] ἐν ἀληθείᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψεύδεσθαι, Ἰλ. Δ. 404· σ. φράζειν Ἱππ. 383. 51· μυθήσασθαι Θεόκρ. 25. 198. Πρβλ. [[σαφής]].
|lstext='''σάφᾰ''': [σᾰ], ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ [[σαφής]], φανερῶς, «ὁλοφάνερα», σαφῶς, βεβαίως, συχν. παρ’ Ὁμήρ., κλπ., [[μάλιστα]] μετὰ ῥημάτων γνωστικῶν, συχνότατα δὲ [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] εἰδώς, κτλ., ὡς τὸ εὖ [[οἶδα]], εὖ εἰδώς, κτλ., [[γνωρίζω]] μετὰ βεβαιότητος, πολύ καλά, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, Ἰλ. Β. 192, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ Ε. 183· μετ’ αἰτ., Ὀδ. Ρ. 373· ἀπολ., Β. 108· μετὰ γενικ., ὃς [[σάφα]] θυμῷ εἰδείη τεράων Ἰλ. Μ. 228, πρβλ. Ὀδ. Α. 202· μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ο 632· συχν. [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγικ., σάφ’ [[οἶδα]], σάφ’ [[ἴσθι]] κτλ.· σάφ’ [[ἴσθι]] ὅτι Ἀριστοφ. Πλ. 889· [[ἐνιαχοῦ]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829, Ἀντιφῶν 143. 32, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· - οὕτω, [[σάφα]] ἐπίστασθαι Ὀδ. Δ. 730· [[σάφα]] δαεὶς Πινδ. Ο. 7. 166· - συχν. [[ὡσαύτως]] μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν, [[σάφα]] εἰπεῖν, [[λέγω]] σαφῶς, φανερά, «καθαρά», «παστρικά», Ὀδ. Β. 31, Πινδ. Ο. 8. 61· [[λέγω]] ἐν ἀληθείᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψεύδεσθαι, Ἰλ. Δ. 404· σ. φράζειν Ἱππ. 383. 51· μυθήσασθαι Θεόκρ. 25. 198. Πρβλ. [[σαφής]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: Adv.<br />Meaning: [[surely]], [[certainly]], [[definitely]], esp. with <b class="b3">οῖ᾽δα</b>, also w. other verbs of ḳnowing and saying (Il.).<br />Derivatives: Besides [[σαφής]] adj. [[sure]], [[definite]], [[apparent]], [[clear]], [[evident]] (Pi., A.; <b class="b3">σαφές</b> h. Merc.; s. bel.) with adv. [[σαφέως]], [[σαφῶς]] <b class="b2">id.</b> (h. Cer.). Expressive enlargement <b class="b3">σαφ-ηνής</b>, Dor. <b class="b3">-ανής</b>, adv. <b class="b3">-ηνέως</b> (Pi., trag.; adv. also Hdt.), after <b class="b3">ἀπ-</b>, <b class="b3">προσ-ηνής</b> a. o. (to be rejected Prellwitz Glotta 19, 95ff.), with <b class="b3">σαφήν-εια</b> f. [[clarity]], [[clearness]] (Att. since A., Alcmaion; opposite [[ἀσάφεια]] from <b class="b3">ἀ-σαφής</b>), <b class="b3">-ίζω</b> [[to make clear]], [[to explain]] (IA.) with <b class="b3">-ισμός</b>, <b class="b3">-ιστικός</b> (late). -- Quite doubtful <b class="b3">σαφήτωρ μάντις ἀληθής</b>, [[μηνυτής]], [[ἑρμηνευτής]] H., as if from <b class="b3">*σαφέω</b> ([[διασαφέω]] since E.); certainly only arisen from a [[varia lectio|v.l.]] Ι 404 (for [[ἀφήτωρ]]).<br />Origin: XX [etym. unknown]; PGX [probably a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Of the above words the earliest attested adv. [[σάφα]] (on the formation Schwyzer 622) seems to be the oldest; from this [[σαφέως]] (as [[τάχα]]: [[ταχέως]]), the ntr. [[σαφές]] (<b class="b3">σαφες δ</b>' <b class="b3">οὑκ οῖ᾽δα</b> h.Merc. 208) with [[σαφέστερον]], and to this at last [[σαφής]] (Leumann Hom. Wörter 112 n. 77). -- Unexplained. Often analysed as in <b class="b3">σα-φής</b> with the 2. member of [[φάος]], [[φαίνω]]; before this <b class="b3">σα-</b> as strengthening element, and this either with Prellwitz BB 22, 81 ff. to [[σάος]] (<b class="b2">*tuh₂-</b>; s. [[σῶς]] and [[τύλη]]) or with Brugmann IF 39, 114ff. to [[τίς]] (<b class="b2">*kʷih₂-</b>); prop. exclamation; cf. [[Σίσυφος]] and [[σοφός]]. Against this after Grošelj Živa Ant. 1, 127 to Ion. [[σάω]] [[sieve]] (s. [[διαττάω]] and [[σήθω]]), so prop. *'sieved'; <b class="b3">-φα</b> as in [[μέσφα]]. Older proposals in Bq and W.-Hofmann s. [[faber]], [[sapiō]] and [[tabula]]. -- Estensively on [[σάφα]] Luther "Wahrheit" u. "Lüge" 61 ff.; s. also Frisk GHÅ 41 (1935): 3, 20 (Kl. Schr. [Göteborg 1966] 18). -- Furnée suggests several connections, which are not evident (index s.v.); he concludes to Pre-Greek.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. adv. of [[σαφής]]<br />[[clearly]], [[plainly]], [[assuredly]], of a [[surety]], with Verbs of [[knowing]], [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] [[εἰδώς]], Hom.; also in Trag., σάφ' [[οἶδα]], σάφ' [[ἴσθι]], etc.; σάφ' [[ἴσθι]], ὅτι . . Ar.; also withVerbs of [[speaking]], [[σάφα]] [[εἰπεῖν]] Hom., Pind.
}}
{{FriskDe
|ftr='''σάφα''': [[σαφής]] {sápha}<br />'''Grammar''': Adv.<br />'''Meaning''': [[bestimmt]], [[sicher]], [[zuverlässig]], bes. mit οἰδα, auch m. anderen Verba des Wissens und des Sagens (vorw. ep. poet. seit Il.).<br />'''Derivative''': Daneben [[σαφής]] Adj. [[bestimmt]], [[zuverlässig]], [[offenbar]], [[deutlich]], [[klar]] (seit Pi. u. A.; σαφες seit ''h.'' ''Merc.;'' s. u.) mit Adv. [[σαφέως]], [[σαφῶς]] ib. (seit ''h''. ''Cer''.). Expressive Erweiterung [[σαφηνής]], dor. -ανής, Adv. -ηνέως (Pi., Trag.; Adv. auch Hdt.), nach ἀπ-, [[προσηνής]] u. a. (abzulehnen Prellwitz Glotta 19, 95ff.), mit [[σαφήνεια]] f. [[Deutlichkeit]], [[Klarheit]] (att. seit A., Alkmaion; Gegensatz [[ἀσάφεια]] von [[ἀσαφής]]), -ίζω [[klar machen]], [[erklären]] (ion. att.) mit -ισμός, -ιστικός (sp.). — Ganz fraglich [[σαφήτωρ]]· [[μάντις]] [[ἀληθής]], [[μηνυτής]], [[ἑρμηνευτής]] H., wie von *[[σαφέω]] ([[διασαφέω]] seit E.); gewiß nur aus einer [[varia lectio|v.l.]] Ι 404 (für [[ἀφήτωρ]]) entstanden.<br />'''Etymology''': Von den obigen Wörtern scheint das am frühesten belegte Adv. [[σάφα]] (zur Bildung Schwyzer 622) das älteste zu sein; davon der Reihe nach [[σαφέως]] (wie [[τάχα]]: [[ταχέως]]), das Ntr. σαφές (σαφὲς δ’ [[οὐκ]] οἰδα ''h''.''Merc''. 208) mit σαφέστερον, wozu endlich [[σαφής]] (Leumann Hom. Wörter 112 A. 77). — Unerklärt. Oft in [[σαφής]] zerlegt mit dem angeblichen Hinterglied zu [[φάος]], [[φαίνω]]; davor σα- als verstärkendes Element, u. zw. entweder mit Prellwitz BB 22, 81 ff. zu [[σάος]] (*''tu̯ə''-; s. [[σῶς]] und [[τύλη]]) oder mit Brugmann IF 39, 114ff. zu [[τίς]] (*''qʷi̯ə''-); eig. Ausruf; vgl. [[Σίσυφος]] und [[σοφός]]. Dagegen nach Grošelj Živa Ant. 1, 127 zu ion. [[σάω]] [[sieben]] (s. [[διαττάω]] und [[σήθω]]), somit eig. *’gesiebt’; -φα wie in [[μέσφα]]. Altere Vorschläge bei Bq und W.-Hofmann s. ''faber'', ''sapiō'' und ''tabula''. — Ausführlich über [[σάφα]] Luther "Wahrheit" u. "Lüge" 61 ff.; s. auch Frisk GHÅ 41 (1935): 3, 20 (Kl. Schr. [Göteborg 1966] 18).<br />'''Page''' 2,684
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[clearly]]
}}
}}